ἐφεξῆς

From LSJ
Revision as of 23:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφεξῆς Medium diacritics: ἐφεξῆς Low diacritics: εφεξής Capitals: ΕΦΕΞΗΣ
Transliteration A: ephexē̂s Transliteration B: ephexēs Transliteration C: efeksis Beta Code: e)fech=s

English (LSJ)

Ion. ἐπεξῆς, poet. ἐφεξείης Orph.A.327, 357:—Adv.

   A in order, in a row, one after another, ἵζεσθαι Hdt.5.18; χωρεῖν E.Hel. 1390; ἑστάναι Ar.Ec.842, etc.; ἵστασθ' ἐ. πάντες all in a row, Id.Fr. 66; ἐ. ἐπὶ κέρως τεταγμέναι Eub.67.4, Xenarch.4.6; φάλαγγα βάθος ἐ. X.HG7.5.23; τὰ ἐ. λεγόμενα Pl.Sph.261d; ἵν' ἐ. ἡμῖν ὁ λόγος ἴῃ Id.Plt.281d; τὰς πράξεις ἐ. διελθεῖν Isoc.4.26; ἐ. ἀποκρίνεσθαι in a connected manner, Ruf.Interrog.2: c. Art., ᾖα τὰς ἐ. [πολιτείας] ἐρῶν Pl. R.449a, cf. Lg.696e; ἡ ἐ. γωνία the adjacent angle, Euc.1.14; αἱ ἐ. τομαί adjacent sections, of branches of a hyperbola and its conjugate, Apollon. Perg.Con.2.19; γραμμαὶ ἐ. κείμεναι a series of straight lines, Archim.Spir.10; ἡ ἐ. [οἰκία] next door, Men.Inc.2.31; τὸ ἐ. ῥητέον Pl.Phdr.239d, cf. Arist.Cael.281a28, etc.    2 c. dat., next to, Pl. Prm. 149a, al.; τὸ ἐ. τούτοις Id.Phlb.34d; ἐ. τοῖς εἰρημένοις Arist. Pol.1294a32: rarely c. gen., [γωνίας] Pl. Ti.55a.    II successively, continuously, esp. with πᾶς, ἐ. πάντας X. Oec.12.10; δῃοῦν πᾶσαν τὴν γῆν ἐ. Id.HG4.6.4; τὴν Ἑλλάδα πᾶσαν ἐ. ἁρπάζειν D.8.55; μὴ τοῖς αἰτίοις, ἀλλὰ πᾶσιν ἐ. ὀργίζεσθαι Id.Prooem.38.2.    2 less freq. of Time, τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς Hdt.2.77, cf. Lys.19.52; ἐ. τέτταρες Ar. Ra.915; δὶς ἐ. Call. Epigr.37.    3 thereupon, immediately afterwards, εὐθὺς ἐ. D.18.31; εἰσελθὼν οἴκαδε καὶ ἐ. οὑτωσὶ καθεζόμενος Id.21.119.

German (Pape)

[Seite 1114] p. ἐφεξείης, Orph. Arg. 325, ion. ἐπεξῆς, Her., der Reihenach, der Ordnung nach hinter einander; Ar. Ran. 915 Eccl. 842; χωρεῖτ' ἐφεξῆς ὡς ἔταξεν ὁ ξένος Eur. Hel. 1390; ἐπ. ἵζοντο Her. 5, 18; ἕκαστον ἐφ. δίειμι Plat. Phaedr. 228; ἐφ. διελθεῖν Isocr. 4, 26; πάντες ἐφ., alle ohne Ausnahme, Xen. oec. 12, 10; ἐφ. καθιζόμενος, sich gleich nebenan setzend, Dem. 21, 119; τὰ ἐφ. λεγόμενα Plat. Soph. 261 d; τὸ ἐφ., das darauf Folgende, Phaedr. 239 d; die Ordnung, Arist. H. A. 1, 6; ἡ ἐφ. γωνία, Nebenwinkel, Euclid.; – c. gen., τῆς ἀμβλυτάτης ἐφ. γεγονυῖα Plat. Tim. 55 a, öfter; –c. dat., ἐφ. κεῖσθαι ἐκείνῳ Plat. Parm. 148 e; τὸ δ' ἐφ. τούτοις πειρώμεθα λέγειν Phil. 34 d, öfter. – Auch von der Zeit, hinter einander, τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς Her. 2, 77.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφεξῆς: Ἰων. ἐπεξῆς, ποιητ. ἐφεξείης, Ὀρφ. Ἀργ. 325, 355. Ἐπίρρ.: ― κατὰ σειράν, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, ἵζεσθαι Ἡρόδ. 5. 18· χωρεῖν Εὐρ. Ἑλ. 1390· ἑστάναι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 842, κτλ.: πάντες ἐφ., πάντες κατὰ σειράν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 47· ἐφ. ἐπὶ κέρως τεταγμέναι Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 4, Ξέναρχ. ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 6· ὥσπερ ὁπλιτῶν φάλαγγα βάθος ἐφεξῆς Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 23· τὰ ἐφ. λεγόμενα Πλάτ. Σοφιστ. 261D: ― ἐν χρήσει ὡς κατηγορούμενον, ἵν’ ἐφ. ὁ λόγος ἴῃ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 281D: ― μετ’ ἄρθρου, τὰς ἐφ. πολιτείας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 449Α, πρβλ. Νόμ. 696Ε· ἡ ἐφ. γωνία, ἡ παρακειμένη, ἡ πλησίον γωνία, Εὐκλ.· τοῦτο μὲν ὡς δῆλον ἐατέον, τὸ δ’ ἐφεξῆς ῥητέον, τὸ μετὰ τοῦτο, Πλάτ. Φαῖδρ. 239D. 2) μετὰ δοτ., ἐγγύτατα, εὐθὺς μετά τι, ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 148Ε, 149Α, κ. ἀλλ.· τὸ ἐφ. τούτοις ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 34D· ἐφ. τοῖς εἰρημένοις Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 9, 1· σπανίως μετὰ γεν., Πλάτ. Τίμ. 55Α. ΙΙ. κατὰ διαδοχήν, συνεχῶς, ἄνευ ἐξαιρέσεως, ἰδίως μετὰ τοῦ πᾶς, ὡς ἐφ. πάντας Ξεν. Οἰκ. 12. 10· δῃοῦν πᾶσαν τὴν γῆν ἐφ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 6, 4· τὴν Ἑλλάδα πᾶσαν ἐφ. ἁρπάζειν Δημ. 103. 15· μὴ τοῖς αἰτίοις ἀλλὰ πᾶσαν ἐφ. ὀργίζεσθαι ὁ αὐτ. 1447. 5. 2) σπανιώτερον ἐπὶ χρόνου, τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς Ἡρόδ. 2. 77, πρβλ. Λυσ. 156. 31· τέσσαρες ἐφ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 915· δὶς ἐφ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 37. 2) μετὰ ταῦτα, ἀμέσως ἔπειτα, εὐθὺς ἐφ. Δημ. 236. 17· εἰσελθὼν… καὶ ἐφεξῆς… καθεζόμενος ὁ αὐτ. 553. 14.

French (Bailly abrégé)

adv.
de suite :
I. avec idée de lieu;
1 avec suite, en ordre : ἵζεσθαι HDT être assis en ordre les uns à côté des autres;
2 d’une façon continue ; successivement, l’un après l’autre : δὶς ἐφεξῆς XÉN deux fois de suite ; ἐφεξῆς πάντες XÉN tous successivement ; δῃοῦν πᾶσαν τὴν γῆν ἐφεξῆς XÉN ravager tout le pays d’un bout à l’autre;
II. avec idée de temps de suite : τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς (ion.) HDT trois jours de suite ; aussitôt : εὐθὺς ἐφεξῆς DÉM tout de suite.
Étymologie: ἐπί, ἑξῆς.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐφεξῆς, Α ιων. τ. ἐπεξῆς, ποιητ. τ. ἐφεξείης)
επίρρ.
1. κατά σειρά, ο ένας μετά τον άλλο ή ο ένας δίπλα στον άλλο («ἵστασθαι ἐφεξῆς», Αριστοφ.)
2. συνεχώς ή το ένα μετά το άλλο, κατά τρόπο συνδεδεμένο, συνεχή («ἐφεξῆς ἀποκρίνεσθαι», Ρούφ.)
3. φρ. «εφεξής γωνίες» — οι γωνίες που έχουν την κορυφή και μια πλευρά κοινή και τις υπόλοιπες πλευρές εκατέρωθεν της κοινής
4. στο εξής, από δω και πέρα, κατόπιν, μετέπειτα, αμέσως μετά από κάτι («εὐθὺς ἐφεξῆς», Δημοσθ.)
νεοελλ.
φρ. «εφεξής αριθμοί» — οι αριθμοί που διαφέρουν μεταξύ τους κατά μία μονάδα
μσν.
(με άρθρο)
1. ως επίθ. υπόλοιπος («χωρὶς ὀδύνης ζήσωμεν τὸν ἐφεξῆς μας χρόνον», Καλλίμ.)
2. το μέλλον («εἰς τὸ ἐφεξῆς»)
μσν.-αρχ.
(με άρθρο) ο αμέσως προηγούμενος ή ο ακόλουθος, ο διπλανός (α. «ἡ ἐφεξῆς [[[οἰκία]]]», Μέν.
β. «τὸ ἐφεξῆς» — το ακόλουθο, Πλάτ.)
αρχ.
1. (με άρθρο) κατά σειρά («ᾖα τὰς ἐφεξῆς [πολιτείας] ἐρῶν», Πλάτ.
2. πολύ κοντά, αμέσως μετά από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑξῆς].

Greek Monotonic

ἐφεξῆς: Ιων. ἐπ-εξῆς, επίρρ.:
I. 1. σε σειρά, σε διαδοχή, ο ένας μετά τον άλλο, σε Ηρόδ., Ευρ., Ξεν.
2. με δοτ., πολύ κοντά σε, αμέσως μετά από, σε Πλάτ.
II. 1. διαδοχικά, συνεχώς, χωρίς διακοπή, χωρίς εξαίρεση, πᾶσαν τὴν γῆν ἐφ., σε Ξεν.· τὴν Ἑλλάδα πᾶσαν ἐφ., σε Δημ.
2. λέγεται για χρόνο, τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς, σε Ηρόδ.· τέσσαρες ἐφ., σε Αριστοφ.
3. αμέσως έπειτα, εὐθὺς ἐφ., σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφεξῆς: I ион. ἐπεξῆς adv.
1) по порядку, в ряд, рядом (ἵζεσθαι Her.; ἑστάναι Arph.);
2) друг за другом (χωρεῖν Eur.);
3) подряд, последовательно (τρεῖς ἡμέρας ἐ. Her.; τὰς πράξεις τῆς πόλεως ἐ. διελθεῖν Isocr.; δὶς ἐ. Xen.; τὰ ἐ. λεγόμενα Plat.): πάντες ἐ. Xen. все по очереди, т. е. без исключения; πᾶσα ἡ γῆ ἐ. Xen. вся страна сплошь; τὸ ἐ. ῥητέον Plat. вслед за этим следует сказать; εὐθὺς ἐ. Dem. тотчас же; ὁ ἐ. сплошной, непрерывный (αἱ στιγμαὶ οὐκ εἰοὶν ἐ. Arst.) или последовательный, (по)следующий (ἐν τοῖς ἐ. χρόνοις Arst.), мат. тж. смежный (γωνία); τὸ κατὰ τὸν χρόνον ἐ. Arst. последовательность во времени.
II в знач. praep. cum dat., реже cum gen. вслед за, (непосредственно) после или рядом с (ἐ. κεῖσθαί τινι Plat.; ἐ. τῶν εἰρημένων и τοῖς εἰρημένοις Arst.).

Middle Liddell


I. in order, in a row, one after another, Hdt., Eur., Xen.
2. c. dat. next to, Plat.
II. in succession, without exception, πᾶσαν τὴν γῆν ἐφ. Xen.; τὴν Ἑλλάδα πᾶσαν ἐφ. Dem.
2. of Time, τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς Hdt.; τέσσαρες ἐφ. Ar.
3. thereupon, after, εὐθὺς ἐφ. Dem.