ὁμοίωμα

From LSJ
Revision as of 04:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοίωμα Medium diacritics: ὁμοίωμα Low diacritics: ομοίωμα Capitals: ΟΜΟΙΩΜΑ
Transliteration A: homoíōma Transliteration B: homoiōma Transliteration C: omoioma Beta Code: o(moi/wma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A likeness, image, Pl.Phdr.250a, Arist.Rh.1356a31 (v.l. ὁμοία), Epicur.Ep.1p.10U., Nat.11.6 : pl., Pl.Phdr.250b, Sph.266d, al. ; ἐξ ὁμοιώματος in accordance with the practice in similar cases, by analogy, OGI669.52 (Egypt, i A. D.).

German (Pape)

[Seite 337] τό, das Gleichgemachte, Abbild, Gleichniß; τὰ δὲ ἄλλα τούτοις ἐοικέναι καὶ εἶναι ὁμοιώματα, Plat. Parm. 132 d; ὅταν τι τῶν ἐκεῖ ὁμοίωμα ἴδωσιν, Phaedr. 250 a, öfter; Arist. Eth. 8, 10 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοίωμα: τό, πρᾶγμά τι ἔχον ὁμοιότητα πρὸς ἄλλο, ἀπεικόνισμα, ὅταν τι τῶν ἐκεῖ ὁμοίωμα ἴδωσιν, ἐκπλήττονται Πλάτ. Φαῖδρ. 250Α· μόριόν τι τῆς διαλεκτικῆς καὶ ὁμοίωμα Ἀριστ. Ρητορ. 1. 2, 7· πληθ., Πλάτ. Φαῖδρ. 250Β, Πολιτ. 266D· ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. α΄, 23.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet ressemblant, image.
Étymologie: ὁμοιόω.

English (Strong)

from ὁμοιόω; a form; abstractly, resemblance: made like to, likeness, shape, similitude.

English (Thayer)

ὁμοιώματος, τό (ὁμοιόω), the Sept. for תְּמוּנָה, דְּמוּת, צֶלֶם, תַּבְנִית; properly, that which has been made after the likeness of something, hence,
a. a figure, image, likeness, representation: Winer's Grammar, 604 (562)) (Plato, in Parmen., p. 132d., calls finite things ὁμοιώματα, likenesses as it were, in which τά παραδειγματα, i. e. αἱ ἰδέαι or τά εἴδη, are expressed).
b. likeness i. e. resemblance (inasmuch as that appears in an image or figure), frequent such as amounts almost to equality or identity: τίνος, σάρξ, 3at the end (cf. Weiss, Biblical Theol. etc. §§ 69e. note, 78c. note)); μορφή); εἰκόνος, a likeness expressed by an image, i. e. an image, like, ἐπί τῷ ὁμοιώματι τῆς παραβάσεως Ἀδάμ, in the same manner in which Adam transgressed a command of God (see ἐπί, B. 2a. εε.), εἰκών, at the end; Schmidt, chapter 191.)

Greek Monolingual

το (ΑΜ ὁμοίωμα) ομοιώ
κατασκεύασμα όμοιο με ένα πρότυπο, απεικόνισμα, εικόνα («τὰ δὲ ἄλλα τούτοις ἐοικέναι καὶ εἶναι ὁμοιώματα», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «ομοίωμα ανθρώπου»
(σκωπτικώς) άνθρωπος που στερείται τών φυσικών ή ηθικών ιδιοτήτων οι οποίες χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο είδος
αρχ.
φρ. «ἐξ ὁμοιώματος» — σύμφωνα με όμοιες περιστάσεις, κατ' αναλογίαν, αναλόγως.

Greek Monotonic

ὁμοίωμα: -ατος, τό, είδωλο, απείκασμα, απάτη, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοίωμα: ατος τό1) подобие, изображение, образ Plat., Arst. etc.;
2) подобие, сходство (ἐν ὁμοιώματί τινος NT).

Middle Liddell

ὁμοίωμα, ατος, τό,
a likeness, image, resemblance, counterfeit, Plat.