κλώθω
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
English (LSJ)
aor.
A ἔκλωσα Nonn.D.2.678, (ἐπ-) Od.3.208:—twist by spinning, spin, λίνον Hdt.5.12, cf.POxy.1414.5 (iii A.D.); μίτον Luc.Fug. 12; κ. ἄτρακτον turn it, Luc.JConf.19:—Pass., βύσσος κεκλωσμένη LXXEx.35.6. 2 esp. of the goddesses of fate, spin a man his thread of life or of fate, κ. τινὶ τὰ οἰκεῖα Arist.Mu.401b22:—poet. in Med., ἐκλώσασθε πανάφθιτον ἦμαρ ἀοιδῷ AP7.14 (Antip.Sid.); ἑπτὰ δέ μοι μοῖραι… ἐνιαυτοὺς ἐκλώσαντο IG3.1337; τίς μοιρῶν μίτον ὔμμιν ἐκλώσατο; ib.5(1).1355 (Abia):—Pass., τὰ κλωσθέντα one's destiny, Pl.Lg.960c. II intr. in Act., χυλῷ ἐνὶ κλώθοντι Nic.Al.93 (expld. by Sch. ὡς νῆμα κλωθομένῳ), cf. 528.
German (Pape)
[Seite 1458] spinnen; λίνον Her. 5, 12; μίτον Luc. fugit. 12; auch von den Schicksalsgöttinnen, dem Menschen seinen Lebensfaden zuspinnen, im med., πῶς οὐκ ἐκλώσασθε πανάφθιτον ἦμαρ ἀοιδῷ Antip. Sil. 70 (VII, 14); dah. τὰ κλωσθέντα, Plat. Legg. XII, 960 c, wie τὰ κεκλωσμένα, das Zugesponnene, Verhängte, Philostr. – Bei Nic. Al. 93 von zähem, sich in Fäden ziehendem Safte. – Adj. verb. κλωστός, Eur. Troad. 537.
Greek (Liddell-Scott)
κλώθω: μέλλ. κλώσω, ὡς καὶ νῦν, νήθω, «γνέθω» (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπικλώθω), λίνον Ἡρόδ. 5. 12· μίτον Λουκ. Δραπέτ. 12· κλ. ἄτρακτον, στρέφω, γυρίζω, Λουκ. Ζεὺς Ἐλεγχόμ. 19, πρβλ. ΙΙ, καὶ ἴδε ἀσύγκλωστος· ἐπὶ τῶν Θεαινῶν τοῦ πεπρωμένου, τῶν Μοιρῶν, κλώθω, ὁρίζω τὸ πεπρωμένον, τὴν μοῖραν τοῦ ἀνθρώπου, κλ. τινὶ τὰ οἰκεῖα Ἀριστ. π. Κόσμ. 7. 6· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἐκλώσασθε πανάφθιτον ἦμαρ ἀοιδῷ Ἀνθ. Π. 7. 14· ἑπτὰ δέ μοι μοῖραι... ἐνιαυτοὺς ἐκλώσαντο Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 153· τίς μοιρῶν μίτον ὔμμιν ἐκλώσατο; αὐτόθι 478. ― Παθ., τὰ κλωσθέντα, ἡ μοῖρά τινος, τὸ πεπρωμένον, Πλάτ. Νόμ. 960C· κέκλωσται λίνα μοι τὰ τῆς μοίρης Βαβρ. σ. 11. 69. ΙΙ. ἀμεταβ. παρὰ τῷ Νικ. Ἀλεξ. 93, χυλῷ ἐνὶ κλώθοντι, ὅπερ ὁ Σχολιαστ. ἑρμηνεύει: «τὸ ὡς νῆμα κλωθομένῳ χυλῷ τῆς μαλάχης».
French (Bailly abrégé)
act. seul. prés. et ao. ἔκλωσα; pass. seul. ao. ἐκλώσθην, pf. κέκλωσμαι;
1. filer, acc. HDT. 5.12, LUC. Fug. 12 ; fig. filer la trame de la vie, en parl. des Parques, ARSTT. Mund. 7.6 ; τὰ κλωσθέντα, PLAT. Leg. 960c, la destinée filée aux hommes;
2. intr., s’allonger en forme de fil, NIC. Al. 93, 528;
Moy. (ao. ἐκλωσάμην) filer, fig. ANTH. 7.14.
Étymologie: R. Κλωθ, nouer, cf. lat. nodus p. *cnodus.
Greek Monolingual
(AM κλώθω)
κατασκευάζω νήμα από μαλλί, βαμβάκι ή άλλη ύλη χρησιμοποιώντας κλώστη, γνέθω («κλώθουσαν λίνον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. α) «τά κλώθει» — αλλάζει θέσεις του ή απόψεις του, προσπαθεί να αποφύγει τη συζήτηση σχετικά με ένα θέμα
β) «τά κλώθω στον νου μου» — σκέπτομαι επίμονα κάτι, στριφογυρίζω στο μυαλό μου συγκεκριμένες σκέψεις
νεοελλ.-μσν.
κατσαρώνω
μσν.
καταβροχθίζω
μσν.-αρχ.
ορίζω τη μοίρα του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή του με το κάλαθος παρουσιάζει και φωνητικά και σημασιολογικά προβλήματα. Ακόμη πιο αμφίβολη είναι η σύνδεσή του με το λατ. colus «ρόκα».
ΠΑΡ. κλώσις, κλώσμα, κλωστός, κλωστήρ
αρχ.
κλώθες
αρχ.-μσν.
κλώστρον
μσν.- νεοελλ.
κλωστή, κλώστης
νεοελλ.
κλωστικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κλωθωγυρίζω. (Β συνθετικό) επικλώθω
αρχ.
ανακλώθω, εγκατακλώθω, εγκλώθω, επικατακλώθω, κατακλώθω, συγκλώθω
νεοελλ.
αποκλώθω, ξανακλώθω, ξεκλώθω, ψιλοκλώθω].
Greek Monotonic
κλώθω: μέλ. κλώσω, γνέθω, αναστρέφω, περιστρέφω, στριφογυρίζω, σε Ηρόδ., Λουκ. — Παθ., τὰ κλωσθέντα, η μοίρα κάποιου, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κλώθω: прясть (λίνον Her.; μίτον Luc.; med. перен. πανάφθιτον ἦμάρ τινι Anth.): τὰ κλωσθέντα Plat. пряжа, перен. пряжа жизни, судьба; κ. ἄτρακτον Luc. вращать веретено, прясть.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλώθω spinnen; subst. ptc. aor. pass. τὰ κλωσθέντα het lot.
Frisk Etymological English
-ομαι
Grammatical information: v.
Meaning: spin.
Other forms: Aor. κλῶσαι, -ώσασθαι (Ω 525 and Od.), pass. κλωσθῆναι (Pl.), κέκλωσμαι (Com., LXX). κλώσκω H.; cf. Schwyzer 708)
Compounds: also with prefix, esp. ἐπι-,
Derivatives: κλῶθες pl. f. spinsters (η 197; cf. Leumann Hom.Wörter 72; diff. Bechtel Lex. s. v.), Κλωθώ f. "the spinster", one of the Moirai (Hes.); κλωστήρ, -ῆρος m. yarn, clew, spindle (Att., Theoc., A. R.; cf. Gow ClassRev. 57, 109), κλωστήριον band, yarn (Ostr. 1525 [?], Suid.); κλωστάς m. spinner (Sparta); κλῶσμα thread, clew (LXX, Nic. a. o.), κλῶσις id. (Lyc.), spinning (Corn., M. Ant.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The supposed connection with κάλαθος basket cannot be supported in any way. One also considered connection with Lat. colus distaff; s. W.-Hofmann s. v. (and also s. cōlum Seilkorb); Pok. 611f. It is prob. Pre-Greek.
Middle Liddell
to twist by spinning, spin, Hdt., Luc.:—Pass., τὰ κλωσθέντα one's destiny, Plat.