μεσόδμη

From LSJ
Revision as of 11:50, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόδμη Medium diacritics: μεσόδμη Low diacritics: μεσόδμη Capitals: ΜΕΣΟΔΜΗ
Transliteration A: mesódmē Transliteration B: mesodmē Transliteration C: mesodmi Beta Code: meso/dmh

English (LSJ)

ἡ, (δέμω, cf. EM581.5) Att. μεσόμνη IG22.1668.48, 53:—

   A tie-beam, τοῖχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι Od.19.37, cf. 20.354 (expld. by Aristarch. as = μεσόστυλα, by others as τὰ μεταξὺ τῶν δοκῶν διαστήματα, cf. Hsch.); κρεμάσαι χρὴ τὸν ἄνθρωπον τῶν ποδῶν πρὸς μεσόδμην Hp.Art.70; expld. as τὸ μέγα ξύλον ἀπὸ τοῦ ἑτέρου τοίχου πρὸς τὸν ἕτερον διῆκον Gal. ad Hp.l.c. (18(1).738), cf. IGll. cc., SIG 248 N8 (Delph., iv B. C.), Q.S.13.451.    2 box amidships, in which the mast was stepped, ἱστὸν… κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης στῆσαν ἀείραντες Od.2.424.    3 shelf built between the floor of the gallery and the roof, pl., IG22.1668.74, 85: sg., ib.78.    II μεσόδμα, Lacon. μεσσοδόμα, = γυνή, Hsch.

German (Pape)

[Seite 138] ἡ (d. i. μεσοδόμη, von δέμω), eigtl. Zwischenbau; – a) Od. 19, 37. 20, 354 werden καλαὶ μεσόδμαι neben den τοῖχοι genannt, blendenartig vertiefte Zwischenräume, zwischen vortretenden Wandpfeilern, Hesych. erkl. μεσόστυλα. – b) der Querbalken des Schiffes, der in der Mitte hohl ist, um den Mastbaum darin aufzurichten, κοίλη, Od. 2, 424. 15, 289; Ap. Rh. 1, 563. – c) später übh. ein Quer- od. Tragbalken, bes. an welchem man große Lasten wägt, Wagebalken, Hippocr., VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόδμη: ἡ, (δέμω, οἱονεὶ ἀντὶ μεσοδόμη)· - τὸ ἐν μέσῳ ἢ μεταξὺ ᾠκοδομημένον, τοῖχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι Ὀδ. Τ. 37, πρβλ. Υ. 350· ἔνθα ὁ Ἀρίσταρχος ἑρμηνεύει διὰ τοῦ μεσόστυλα (πρβλ. Ἡσύχ.), «καθ’ ἑτέρους δὲ τὰ μεταξὺ τῶν δοκῶν. ἔνιοι δέ, διαφράγματα ἢ καὶ διαστήματα μεταξὺ τῶν κιόνων, οἵ φασι περὶ τοὺς τοίχους ἦσαν» (Εὐστ.). 2) ὀπὴ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ πλοίου ἐν ᾗ ἐνεβάλλετο ὁ ἱστός, «λεχθεὶς οὕτω παρὰ τὸ μέσον τῆς νηὸς δεδομῆσθαι» (Εὐστ.), ἱστόν... κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης στῆσαν ἀείραντες Ὀδ. Β. 424., Ο. 289. 3) ἡ κυρία δοκὸς τῆς ὀροφῆς ἡ ἀνέχουσα ὅλον τὸ βάρος αὐτῆς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 832· πρβλ. Γαλην. Λεξ. ἐν λ, καὶ τόμ. 12. 454.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 poutre transversale où s’emboîte le mât, vulg. le coursier;
2 entrecolonnement.
Étymologie: μέσος, δέμω.

English (Autenrieth)

(δέμω): properly something mid-built.—(1) mast-block, represented in the cut (see a) as a metal shoe in which the mast was firmly fastened so as to be turned back ward on the pivot (c) to a horizontal position, until it rested upon the ἱστοδόκη, Od. 2.424. See also plate IV., where the μεσόδμη is somewhat differently represented as a threesided trough or mast-box.—(2) μεσόδμαι, small spaces or niches, opening into the μέγαρον of the house, and enclosed on three sides, behind by the outside wall, and on either side by the low walls which served as foundations of the columns, Od. 19.37. (See plate III., γ, and cut No. 83.)

Greek Monolingual

η (Α μεσόδμη και δωρ. τ. μεσόδμα και αττ. τ. μεσόμνη)
1. μεγάλη δοκός η οποία περνάει οριζόντια από τοίχο σε τοίχο και στηρίζει τη στέγη, το μεσοδόκι
2. δοκός που τέμνει εγκάρσια από τη μια ώς την άλλη πλευρά το πλοίο, πάνω από το εσωτρόπιο, η μπικεριά («ἱστόν... κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης στῆσαν ἀεὶραντες», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. σανίδωμα το οποίο ήταν κατασκευασμένο μεταξύ του πατώματος της στοάς και της οροφής
2. στον πληθ. αἱ μεσόδμαι
οι εγκάρσιες δοκοί της στέγης που στηρίζονταν σε κίονες οι οποίοι χώριζαν τον χώρο της αίθουσας κάτω από τη στέγη («τοῑχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη < μεσ(ο)- + -δμ-η (μηδενισμένη βαθμίδα του θ. δεμ- του ρήματος δέμω). Ο τ. μεσόμνη από τροπή του -δμ- σε -μν-].

Greek Monotonic

μεσόδμη: ἡ (δέμω αντί μεσο-δόμη),
1. κάτι που είναι χτισμένο ανάμεσα, στον πληθ., πιθ. ένα από τα κύρια στηρίγματα ή τμήματα μεταξύ των στύλων που υποστηρίζουν την οροφή ενός κτιρίου, σε Ομήρ. Οδ.
2. τμήμα στο μέσο ενός καραβιού, όπου τοποθετείται κάθετα το κατάρτι, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μεσόδμη:
1) поперечная балка (кровля опиралась на систему балок поперечных - μεσόδμαι - и продольных - δοκοί) Hom.;
2) корабельная балка (с гнездом для мачты) Hom.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: crossbeam, from wall to wall of a building or from side to side of a ship, in which the mast was let down (details in Bechtel Lex. s. v.; Od., Hp., Q. S.).
Other forms: μεσόδμα (Delph. IVa), μεσόμνη (Att. inscr.; on the phonetics Schwyzer 208).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop. "what belongs to the middle of the house", compound of μέσος and the zero grade of the word for house, δεμ-, δμ-, seen in δεσ-πότης and δά-πεδον (s. vv.; cf. on δόμος) with α-suffix: μεσό-δμ-α like *ἑκατόμ-βϜ-α (J.Schmidt Pluralbild. 221f., Schwyzer 425 a. 449). From housebuilding the term was transferred to shipbuilding. Often the 2. member -δμη is directly derived from δέμω build as zero grade root-noun (cf. νέο-δμα-τος, δέ-δμη-μαι), so "middle-building"; thus Prellwitz BB 17, 172, Persson Beitr. 648, Hermann Gött. Nachr. 1943, 7; cf. also Benveniste BSL 51, 18. Sommer Nominalbild. 76 does not decide the matter. The gloss μεσόδμα γυνή <ὡς Λάκωνες> is unclear (gl. 947 has μεσοδόμα).

Middle Liddell

μεσό-δμη, ἡ, [from δέμω, for μεσοδόμη
1. something built between: in pl., prob., the bays or compartments between the pillars that supported the roof, Od.
2. a box amidships in which the mast was stepped, Od.