τοπικός

From LSJ
Revision as of 14:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοπικός Medium diacritics: τοπικός Low diacritics: τοπικός Capitals: ΤΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: topikós Transliteration B: topikos Transliteration C: topikos Beta Code: topiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for place, in respect to place, ὕλη τ., = κατὰ τόπον κινητή, Arist. Metaph.1042b6. Adv. -κῶς Peripl.M.Rubr.5, al., Plu.2.424e.    2 local, φυλαί D.H.4.14; ἄνεμοι Antyll. ap. Orib.9.9.1; τ. δυναστεία local influence, PRyl,114.16 (iii A. D.); τ. βία PFlor.58.8 (iii A. D.); of local make, ἀγγεῖον TAM2.437 (Patara). Adv. -κῶς in the local dialect, opp. συνήθως, Sch.Th.Oxy.853 xiii 3.    3 of medicines and medical treatment or ailments, to be applied locally, topical, Sor.2.15, Gal.12.383; τ. συγκίνησις Sor.1.46 (τροπ- cod.); τ. ἕλκος, πόνος, Id.2.36, Fract.15; τ. διάθεσις Gal.16.710. Adv. -κῶς Ruf.Anat.30, Sor.1.102.    4 τ. ἐπίρρημα adverb of place, D.T.641.32, A.D.Conj.243.29.    II concerning τόποι or common-places, Arist.Rh.1396b21; he wrote a treatise τὰ τοπικά, being (as he says) the method or theory of drawing conclusions ἐξ ἐνδόξων; τ. ἀντίθεσις Hermog.Stat.6; -ώτεροι λόγοι Id.Id.2.11. Adv. -κῶς Id.Stat.3,12.

German (Pape)

[Seite 1129] 1) den Ort, die Gegend, Lage betreffend, zum Orte gehörig, örtlich, Plut. – 2) topisch, die Gemeinplätze betreffend; ἡ τοπική sc. τέχνη, die Kunst, Gemeinplätze, τόποι, zum rednerischen Gebrauche zu finden u. anzuwenden; Arist. top. 1, 1; Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

τοπικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τόπον, ὁ ἀναφερόμενος εἰς τόπον, κίνησις τ. Ἀριστ. π. Φυτ 1. 1, 8· ὕλη τ. = κατὰ τόπον κινητή, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 1, 9· ― Ἐπιρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 424Α. 2) ὁ ἐπὶ τόπου ἐγχώριος, φυλαὶ Διον. Ἁλ. 4. 14· ἐπὶ φαρμάκων, ὧν χρῆσις πρέπει νὰ γίνηται ἐπὶ ὡρισμένου μέρους, Γαλην. Τῶν Κατὰ τόπους 1, 1. ΙΙ. ὁ ἀναφερόμενος εἰς κοινοὺς τόπους, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 22, 13· ὁ αὐτὸς ἔγραψε πραγματείαν τὰ τοπικά, ἐν ᾗ (ὡς λέγει) ἐκτίθησι τὴν μέθοδον ἢ θεωρίαν καθ’ ἣν ἐξάγει τις συμπεράσματα ἐν πιθαναῖς ὑποθέσεσιν· ἡ δὲ τέχνη αὕτη εἶναι ἡ διαλεκτική, Τοπ. 1. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
t. de rhét. de lieu commun ; ἡ τοπική (τέχνη) la science des lieux communs.
Étymologie: τόπος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τοπικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[[τόπος]]]
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ δυναστεία», πάπ.
γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.)
2. αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα σημείο του σώματος (α. «τοπική αναισθησία» β. «τοπικός ερεθισμός» γ. «τοπικὴ διάθεσις», Γαλ.
δ. «τοπικὴ συγκίνησις», Σωρ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Τοπικά- τίτλος έργου του Αριστοτέλους για τις πιθανές αποδείξεις και τη διαλεκτική
4. φρ. «τοπικό(ν) επίρρημα»
γραμμ. επίρρημα που φανερώνει τόπο, που δηλώνει σχέσεις τόπου, όπως λ.χ. (εκεί, εδώ, πάνω)
νεοελλ.
1. μαθημ. χαρακτηρισμός ιδιότητας, η οποία ισχύει μόνο για ένα σημείο ευθείας, επιφάνειας ή συνόλου
2. (το θηλ. και ουσ.) η τοπική
γραμμ. παλαιά πτώση που σήμαινε πού, τοπικά ή χρονικά και η οποία στην αρχαία Ελληνική και στη Λατινική ταυτίστηκε με τη δοτική
3. φρ. α) «τοπική ώρα» — η ώρα που αντιστοιχεί σε κάθε τόπο ανάλογα με το γεωγραφικό του πλάτος
β) «τοπική αυτοδιοίκηση» — η διοίκηση τών τοπικών υποθέσεων ορισμένης εδαφικής περιοχής, όπως είναι οι δήμοι και οι κοινότητες, εκ μέρους οργάνων που εκλέγονται ελεύθερα από τους πολίτες της περιοχής αυτής
γ) «τοπική φυλή»
ανθρωπολ. ομάδα ατόμων που αντιστοιχεί χονδρικά σε έναν πληθυσμό του οποίου τα μέλη ζευγαρώνουν σχεδόν αποκλειστικά μεταξύ τους καθώς οι επαφές τους με άλλες ομάδες είναι περιορισμένες είτε εξαιτίας γεωγραφικών φραγμών είτε εξαιτίας κοινωνικών απαγορεύσεων
δ) «τοπικοί άνεμοι»
(μετεωρ.) μικρής έντασης άνεμοι που ελέγχονται περισσότερο από την τοπογραφία και τις ατμοσφαιρικές συνθήκες της περιοχής όπου εμφανίζονται παρά από τη γενικότερη κυκλοφορία στην ατμόσφαιρα
ε) «τοπικός υπεργαλαξίας»
αστρον. σύστημα γαλαξιών στο κέντρο του οποίου κυριαρχεί το γαλαξιακό σμήνος του αστερισμού της Παρθένου, ενώ τμήμα του αποτελεί και ο δικός μας γαλαξίας
μσν.-αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τόπο, σε χώρο (α. «αἱ.,.τοιαῡται φωναί, καὶ περὶ θεοῡ πατρὸς πολλάκις ἀναγραφεῑσαι, οὐ τοπικὰς σημαίνουσι διαστάσεις», Ωριγ.
β. «ὕλη τοπική», Αριστοτ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κοινούς τόπους, σε κοινοτοπίες.
επίρρ...
τοπικώς / τοπικῶς ΝΜΑ, και τοπικά Ν
σε σχέση με ένα συγκεκριμένο μέρος του σώματος, με εντόπιση σε ορισμένο μέρος του σώματος
νεοελλ.
σε σχέση με ορισμένο τόπο, περιορισμένα σε έναν τόπο («τοπικά θα σημειωθούν βροχές»)
μσν.-αρχ.
σε σχέση με τόπο, σε ό,τι αφορά τόπο, χώρο («ἐξ εκείνου ἔχων τὴν αναφοράν, εἰς ἐκεῑνον ἐνοῡται πάλιν, ἐκείνῳ τῆς διαστάσεως συγκρίσεώς τε οὐ τοπικῶς, ἀλλὰ νοερῶς γινομένης», Μέγ. Κωνστ.)
αρχ.
σε σχέση με κοινούς τόπους, με κοινοτοπίες.

Greek Monotonic

τοπικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε τόπον, αυτός που αναφέρεται σε κάποιον τόπο, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

τοπικός:
1) совершающийся или изменяющийся в пространстве (κίνησις, ὕλη Arst.);
2) рит.-лог. топический, касающийся общих типов умозаключения Arst.

Middle Liddell

τοπικός, ή, όν
concerning τόποι or common-places, Arist.