ὑπερθέω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A run beyond, ὑ. ἄκραν double the headland, prov. of escaping from danger, A.Eu.562 (lyr.), cf. E.Fr.230 (anap.). 2 outstrip, surpass, outdo, [τινὰ] τύχη Id.Andr.195; δύναμιν Pl.Lg. 648e; transcend, τὸ καλόν Plot.6.9.11.
German (Pape)
[Seite 1196] (s., θέω), überlaufen, darüber hinauslaufen, ἄκραν Aesch. Eum. 532; – übertr., übertreffen, τύχῃ ὑπερθεῖ Eur. Andr. 194; τὴν δύναμιν ὑπερθέων καὶ κρατῶν Plat. Legg. I, 648 d.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερθέω: μέλλ. -θεύσομαι πρβλ. ὑπερτρέχω. Τρέχω πέραν τινός, ὑπ. ἄκραν, ὑπερκάμπτω τὸ ἀκρωτήριον, παροιμία ἐπὶ διαφυγῆς κινδύνου, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 562, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 232. 2) ὑπερτερῶ, ὑπερβαίνω, ὑπερβάλλω, τινὰ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 195· τὴν δύναμιν Πλάτ. Πολ. 648D.
French (Bailly abrégé)
1 courir par-dessus ou au delà, franchir en courant, acc.;
2 l’emporter sur, acc..
Étymologie: ὑπέρ, θέω.
Greek Monolingual
Α
1. τρέχω πολύ ή τρέχω περισσότερο από κάποιον
2. τρέχω πέρα από ένα σημείο
3. (για πλοίο αναφορικά με παραλία, νησί ή ακρωτήριο) παρακάμπτω
4. μτφ. υπερτερώ, υπερέχω
5. παροιμ. φρ. «ὑπερθέω ἄκραν» — περνώ τον κάβο, δηλαδή αποφεύγω τον κίνδυνο, γλυτώνω (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + θέω «τρέχω»].
Greek Monotonic
ὑπερθέω: μέλ. -θεύσομαι,
1. τρέχω πέρα από, ὑπερθέω ἄκραν, παρακάμπτω το ακρωτήρι, τον κάβο, παροιμ., διαφεύγω κίνδυνο, σε Αισχύλ.
2. ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερέχω, με αιτ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερθέω:
1) пробегать мимо, проскакивать, тж. (благополучно) миновать (ἄκραν Aesch., Eur.; Ἑλλάδος ὅρους Luc.);
2) преодолевать, побеждать (τι Plat.): ὑ. τινα τύχῃ Eur. быть счастливее кого-л.
Middle Liddell
fut. θεύσομαι
1. to run beyond, ὑπ. ἄκραν to double the headland, proverb. of escaping from danger, Aesch.
2. to outstrip, outdo, c. acc., Eur.