ἄχρηστος

From LSJ
Revision as of 13:26, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1, $2-$3")

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχρηστος Medium diacritics: ἄχρηστος Low diacritics: άχρηστος Capitals: ΑΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: áchrēstos Transliteration B: achrēstos Transliteration C: achristos Beta Code: a)/xrhstos

English (LSJ)

ον,

   A useless, unprofitable, μετάνοια Batr.70; νέες Hdt.1.166; ἄ. ὁ ὀφθαλμὸς γίνεται Hp.Prorrh.2.19; οὐκ ἄ. ἥδ' ἡ ἄνοια Th.6.16; χρεομένῳ ἄχρηστα useless if you try to use them, Hp.Art.14; πεσεῖν ἄ. θέσφατον without effect, E.IT121; ἄ. ἐς πόλεμον Hdt.8.142, Lycurg.53; πρός τι Arist.HA560b14: c. gen. rei, ἄ. τῶν ἔργων Id.Oec.1345a35; ἄ. τινι useless to a person, Hdt.1.80, cf. X.Oec.8.4 (Sup.); τῇ πόλει E.Heracl.4; τὸ διηπορηκέναι οὐκ ἄ. Arist.Cat.8b24.    2 = ἀχρεῖος (which it almost superseded in the Oratt. and later Greek), useless, do-nothing, D.19.135 (Comp.), etc.; ἄ. πολῖται Is.7.37; σοφισταί prob. l. in Lys.33.3; non-effective, unwarlike, Eun.Hist.p.239D.; so (with a pun—not having received an oracle) Ath.3.98c. Adv. -τως, ἔχειν πρός τι D.61.43.    II unkind, cruel, θεοί Hdt.8.111; λόγος Id.9.111.    III Act., making no use of, c. dat., ξυνέσει τ' ἄχρηστον τῇ φύσει τε λείπεται E.Tr. 672.    IV not used, i.e. new, ἱμάτια Luc.Lex.9, Ath.3.97e.    2 obsolete, Eust.118.25, Sch.rec.S.El.132.    3 not to be used, unseemly, EM463.26.

German (Pape)

[Seite 419] 1) unbrauchbar, unnütz, καἰ φοῦλος Plat. Lys. 204 b; πολίτης Is. 7, 37, der kei, te Liturgien übernehmen kann; ἀχρήστους ἐποίησε, er machte, daß sie nichts ausrichten konnten, Pol. 8, 7; ἄχρηστον πίπτει θέσφατον, d. i. der Orakelspruch geht nicht in Erfüllung, Eur. I. T. 121; – τινί, für Einen, Her. 1, 80; oft bei Plat. u. sonst; εἴς τι Her. 8, 142. der auch die θεοὶ ἄχρηστοι den χρηστοί entgegensetzt, nicht wo hlwollend, 8, 111; vgl. λόγος 9, 111; ἄχρηστον als adv., vergebens, Batrach. 70; sonst ἀχρήστως, Plut. Sol. 21; so ἀχρήστως ἔχειν πρὸς τὸν λοιπὸν βίον Dem. 61, 43; vgl. Isocr. 4, 41. – 2) nicht gebrauchend, συνέσει. unverständig, Eur. Troad. 667. – 3) ungebraucht, ἱμάτια Luc. Lexiph. 9; vgl. Ath. III, 97 e; ungebräuchlich, Gramm. – 4) bei Ath. 3, 98 b heißt Einer ἄχρηστος. der kein Orakel erhalten hat.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχρηστος: -ον, ἀνωφελής, μετάνοια Βατραχομ. 70· νῆες Ἡρόδ. 1. 166· ἄχρ. ὁ ὀφθαλμός γίνεται Ἱππ. Προρρ. 102· οὐκ ἄχρ. ἥδ’ ἡ ἄνοια Θουκ. 6. 16· χρεομένῳ ἄχρηστα Ἱππ.π. Ἄρθρ. 791 ἄχρ. πίπτει θέσφατον, ἄνευ ἀποτελέσματος, Εὐρ. Ι. Τ. 121: - ἄχρ. ἔς τι ἤ πρός τι, κατάλληλος πρός τι, Ἡρόδ. 9. 142, Λυκοῦργος 154· 33· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγματος, ἄχρ. τῶν ἔργων Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 9· ἄχρ. τινι, ἀνωφελής εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 80. Εὐρ. Ἡρακλ. 4· οὐκ ἄχρηστόν ἐστι, μετ’ ἀπαρεμ..., Ἀριστ. Κατηγ. 7, ἐν τέλ. 2) ἀκριβῶς ὅμοιον τῷ ἀχρεῖος (ὅπερ καὶ σχεδὸν ἀντικατέστησε παρὰ τοῖς ῥήτορσι καὶ τοῖς μεταγεν.), ἐπὶ ἀνθρώπων μηδὲν ποιούντων, ἄχρ. πολῖται Ἰσαῖος 67. 15 σοφισταί Λυσ. 212. 11, κτλ.· οὕτω (μετὰ λογοπαιγνίου,ὁ μὴ λαβὼν χρησμὸν) παρ’ Ἀθην. 98C: - Ἐπίρρ., ἀχρήστως ἔχειν πρός τι Δημ. 1414. 5. ΙΙ. οὐχί χρηστός, δυσμενής, χαλεπός, θεοί Ἡρόδ. 8. 111· λόγος ὁ αὐτ. 9. 111. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ποιῶν χρῆσὶν τινος, μετὰ δοτ. (ὡς τὸ χράομαι), συνέσει τ’ ἄχρηστον τῇ φύσει τε λείπεται Εὐρ. Τρῳ. 667. IV. ὅν δὲν μετεχειρίσθη τις, ἀμεταχείριστος, νέος, ἱμάτια Λουκ. Λεξιφ. 9, Ἀθήν. 97Ε. 2) ἀπηρχαιωμένος, ἄχρηστος, ἐπὶ λέξεων κ.τ.τ. Γραμμ. 3) ὅν δὲν πρέπει νὰ μεταχειρισθῇ τις, ἀπρεπής, Ἐτυμ. Μ. 463. 23· πρβλ. ἀχρηστολογέω.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. dont on ne peut pas se servir, càd :
1 inutile ; ἔς τι HDT pour qch ; τινι HDT pour qqn ; en parl. de pers. inutile, oisif, qui n’est bon à rien;
2 nuisible, mauvais, funeste;
II. non réalisé, sans effet (oracle);
Cp. ἀχρηστότερος, Sp. ἀχρηστότατος.
Étymologie: ἀ, χράομαι.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): cret. ἄκρηστος BCH 61.1937.334 (Drero VII a.C.)
I inútil, que no sirve para nada de pers. πολλοῖς ἀχρήστοισι θεὸς διδοῖ ἀνδράσιν ὄλβον Thgn.865, θεοὺς δύο ἀχρήστους dos dioses que no rendían ningún servicio Hdt.8.111, ἐν βουλαῖς ἄχρηστος Gorg.B 11a.32, πολίτας Is.7.37, σοφισταί Lys.33.3, ἀχρηστοτέρους ὑμᾶς ... Θηβαίων D.19.135, ἀνὴρ ἄχρηστος ἐν παντί Sext.Sent.172, cf. Chrys.M.60.231
inútil políticamente, e.d. que no puede ejercer cargos públicos, BCH l.c.
de cosas y abstr. inútil, inservible λόγος Hdt.9.111, μετάνοια Batr.70, cf. Th.6.16, δικαιοσύνη Pl.R.333d, ὀφθαλμός Hp.Prorrh.2.19, ἐνθύμησις Hp.Praec.4, λίθοι X.Oec.1.10, σημεῖον Plb.39.1.8, στατῆρας PYale 79.23 (II d.C.), ἔργον Numen.25.158, ποτόν Agath.5.22.10
vulgar, grosero σχήματα ἄχρηστα EM 463.25G.
c. diferentes constr.: c. dat. de pers. o abstr. inútil para alguien o algo ἵνα τῷ Κροίσῳ ἄχρηστον ᾖ τὸ ἱππικόν Hdt.1.80, πόλει τ' ἄχρηστος E.Heracl.4, χρεομένῳ δὲ ἄχρηστα (métodos) inútiles para el que los usa Hp.Art.14, σύστημα ... ἄχρηστον τῷ βίῳ Aristid.Quint.5.2, c. dat. de rel. ξυνέσει τ' ἄχρηστον (τὸ θηριῶδες) E.Tr.672
c. otras constr. que no sirve para εἰς πόλεμον Hdt.8.142, cf. Lycurg.53, ἄχρηστος ... πρὸς τὰς θήρας de la perdiz, Arist.HA 560b14, c. gen. θυρωρὸς ὃς ἂν ᾖ ἄχρηστος τῶν ἄλλων ἔργων un portero que sea inútil para los demás trabajos Arist.Oec.1345a35, como pred. τὸ διηπορηκέναι οὐκ ἄχρηστόν ἐστιν Arist.Cat.8b24
en sent. milit. inútil para la guerra ναῦς Hdt.1.166, de pers., Plb.5.47.2, ἄχρηστος ἡλικία Eun.Hist.42.
II no utilizado, no usado e.d. nuevo de cosas ἱμάτια Luc.Lex.9, cf. Ath.97e, 98a, POxy.1346 (II d.C.)
gram. inusitado, raro ὡς παρ' ἡμῖν ... παντελῶς ἐστὶν ἄχρηστον, παρὰ δέ γε τῷ ποιητῷ πολλαχοῦ εὐχρηστεῖται Eust.118.28, cf. 925.25, Sch.D.T.195.27.
III de oráculos
1 no cumplido, sin efecto πεσεῖν ἄχρηστον θέσφατον E.IT 121, cf. IA 521.
2 de pers. que no ha recibido respuesta del oráculo Pl.Com.213, Ath.98c, Hsch.
IV adv. -ως inútilmente, sin provecho πρὸς τὸν λοιπὸν βίον ἀχρήστως ἔχουσαν (ἐμπειρίαν) D.61.43, cf. M.Ant.11.6, Gal.4.676, 678; cf. ἀχρήϊστος.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and χρηστός; inefficient, i.e. (by implication) detrimental: unprofitable.

English (Thayer)

ἄχρηστον (χρηστός, and this from χράομαι), useless, unprofitable: εὔχρηστος). (In Greek writings from Homer (i. e. Batrach. 70; Theognis) down.) (Synonyms: cf. Tittmann ii. 11 f; Trench, § c. 17; Ellicott on Philemon 1:11.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄχρηστος, -ον)
1. αυτός που δεν χρησιμεύει σε τίποτε, ανώφελος, περιττός
2. αισχρός, φαύλος
μσν.
1. άκυρος
2. ανόητος, απερίσκεπτος
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀχρήστως
μάταια
αρχ.
1. ο χωρίς αποτέλεσμα ή αποτελεσματικότητα
2. (για πρόσωπα) ανώφελος, επιζήμιος, επιβλαβής
3. αμεταχείριστος, καινούργιος
4. (για λόγους) σκαιός, δυσμενής
5. αυτός που δεν χρησιμοποιεί κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. άχρηστος αντικατέστησε το επίθ. αχρείος, αφότου το τελευταίο έπαψε να σημαίνει «άχρηστος, ασήμαντος». Έτσι με τη λ. άχρηστος εκφράστηκε και εκφράζεται μέχρι σήμερα η σημασία του μη χρήσιμου. Εν τούτοις στη Μεσαιωνική και το επίθ. άχρηστος, όπως εξάλλου και το αχρείος, προσέλαβε τη σημασία «αισχρός, φαύλος», εν αντιθέσει προς το χρηστός, που από τη σημασία «χρήσιμος» κατέληξε να σημαίνει «ηθικός, ενάρετος»].

Greek Monotonic

ἄχρηστος: -ον (χράομαι
I. 1. άχρηστος, ανώφελος, αυτός που δεν εξυπηρετεί σε τίποτα, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για χρησμό, αναποτελεσματικός, σε Ευρ.· ἄχρηστος ἔς ή πρός τι, ακατάλληλος για κάτι, σε Ηρόδ.· ἄχρηστός τινι, ανώφελος, λέγεται για ένα πρόσωπο, στον ίδ., Ευρ.
2. όπως το ἀχρεῖος, λέγεται για άχρηστους ανθρώπους και για πρόσωπα που δεν κάνουν τίποτα, για οκνηρούς, σε Ρήτ.
3. Ενεργ., αυτός που δεν κάνει χρήση με δοτ., σε Ευρ.
II. (χρηστός) αγενής, χαλεπός, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄχρηστος:
1) бесполезный, ненужный (ἔς τι Her., πρός τι и τινος Arst.): οὐκ ἄχρηστόν ἐστι Arst. небесполезно;
2) негодный, неисправный (νῆες Her.);
3) праздный, напрасный (μετάνοια Batr.; θέσφατον Eur. - v. l. ἄκραντος);
4) недоброжелательный, злобный (θεοί, λόγοι Her.);
5) не бывший в употреблении, ненадеванный (ἱμάτια Luc.);
6) не пользующийся, не владеющий: ξυνέσει ἄ. Eur. неразумный.

Middle Liddell

χράομαι
I. useless, unprofitable, unserviceable, Hdt., Thuc.: of an oracle, without effect, Eur.:— ἄχρ. ἔς or πρός τι unfit for a thing, Hdt.; ἄχρ. τινι useless to a person, Hdt., Eur.
2. like ἀχρεῖος, of useless, do-nothing persons, Oratt.
3. act. making no use of, c. dat., Eur.
II. (χρηστός) unkind, cruel, Hdt.

Chinese

原文音譯:¥crhstoj 阿-赫雷士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-用的
字義溯源:無益的,沒有益處,無用的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(χρηστός)=合用的)組成;其中 (χρηστός)出自(χράομαι)*=對待,供應)
出現次數:總共(1);門(1)
譯字彙編
1) 沒有益處(1) 門1:11