κάδος

From LSJ
Revision as of 15:57, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ὁ<b class="num">1)" to "ὁ<br /><b class="num">1)")

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάδος Medium diacritics: κάδος Low diacritics: κάδος Capitals: ΚΑΔΟΣ
Transliteration A: kádos Transliteration B: kados Transliteration C: kados Beta Code: ka/dos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A jar or vessel for water or wine, Anacr.17, Archil.4, Hdt.3.20, S.Fr.534.3 (anap.), Ar.Ach.549, etc.; κ. ἀντλητικός CPR 232.12 (ii A.D.); said to be Ion. for κεράμιον, Clitarch.Gloss. ap. Ath. 11.473b.    2 a liquid measure,= ἀμφορεύς, Philoch.155a; ἐλαίου LXX 2 Ch.2.10(9) (cod. A), cj. in Simon.155.4 (Hermes64.274); πίνει τετραχόοισι κάδοις Hedyl. ap. Ath.l.c.; later, half an ἀμφ., Script. Metrol.1.257, 2.144 Hultsch.    II = καδίσκος 11, Ar.Av.1032.    III funerary urn, Jahresh.8.154.—The metre usu. requires κάδος, never κάδδος which is written in Them.in Ph.268.2, al.; cf. κάδδιχος.
κᾶδος, Dor. for κῆδος. κάδουσα· εἶδος σταφυλῆς, Hsch. καδρανές (perh. for καπρανές, i.e. κατα-πρηνές) · κατωφερές, Id. κάδυρος· κάπρος ἔνορχις, Id.

German (Pape)

[Seite 1279] ὁ (vgl. κάδδος; nach E. M. mit χάζω, χανδάνω zusammenhangend), VLL. σκεῦός τι, Suid. μέτρον οἰνηρόν, ein Gefäß, Faß, Eimer, zu Wasser u. zu Wein; Archil. frg. 49; Her. 3, 20; ὀπὸν χαλκέοισι κάδοις δέχεται Soph. frg. 479; οἴνου δ' ἐξέπιον κάδον Anacr. bei Ath. XI, 472 e; aber auch εἰς κάδον λαβὼν οὔρει, Ar. bei Poll. 10, 185; Plat. καθάπερ οἱ κάδοι οἱ ἐς ἀλλήλους ἁρμόττοντες, Rep. X, 616 d. – Bei Ar. Av. 1032 die Urne zum Stimmensammeln. Vgl. καδίσκος u. καδδίζω. – Als Maaß für Flüssigkeiten nach Philoch. Poll. 10, 71 = ἀμφορεύς, nach Diosc. = 10 congii.

Greek (Liddell-Scott)

κάδος: ᾰ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ἀγγεῖον πρὸς ἐναπόθεσιν ὕδατος ἢ οἴνου, Λατ. cadus, Ἀνακρ. 16, Ἀρχίλ. 4, Ἡρόδ. 3. 20, Σοφ. Ἀποσπ. 479, Ἀριστοφ. κλ.· οἱ Ἴωνες τὸ κεράμιον ἐκάλουν κάδον, Κλείταρχος (ἐν ταῖς γλώσσαις) παρ’ Ἀθην. 473Β. 2) μέτρον ὑγρῶν, = ἀμφορεύς, Φιλόχ. παρὰ Πολυδ. Ι, 71, Ἀνθ. Π. παράρτ. 28. Ἀριστ. Ἀποσπ. 426. ΙΙ. κάλπη ἐν ᾗ οἱ ψηφοφοροῦντες ἔρριπτον τὰς ψήφους, ὡς τὸ καδίσκος, Λατ. situla, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1032. - Τὸ μέτρον συνήθως ἀπαιτεῖ τὸ κάδος δι’ ἑνὸς δ, οὐδέποτε κάδδος, τὸ δὲ διπλοῦν δ εἶναι βεβαιωμένον μόνον ἐν τοῖς Δωρ. τύποις κάδδιχος, καδδίζομαι.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
grand vase pour les liquides.
Étymologie: R. Καδ, contenir, > χάζω ; cf. lat. cadus.

Greek Monolingual

(I)
ο (AM κάδος)
κουβάς, ξύλινο ή μετάλλινο δοχείο για εναπόθεση, άντληση ή μεταφορά νερού ή άλλου υγρού («φοινικηΐου φ68οίνου κάδον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. ξύλινο δοχείο για πήξιμο τυριού
2. ξύλινο βυτίο για ζύμωση γλεύκους
3. φρ. (μεταλργ.) «κάδος χυτηρίου» — δοχείο μεταφοράς τετηγμένων μετάλλων από την κάμινο σε καλούπια ή σε άλλες εγκαταστάσεις κατεργασίας
αρχ.
1. μέτρο υγρών, ο αμφορέας
2. η κάλπη στην οποία οι ψηφοφόροι έριχναν τις ψήφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. kad «κάδος» — αντίστοιχοι τ. απαντούν στην Ουγκαριτική και στην Καρχηδονιακή. Τη λ. κάδος δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cadus].
(II)
κᾱδος, τὸ (Α)
δωρ. τ. αντί κήδος.

Greek Monotonic

κάδος: [ᾰ], ὁ (χαδεῖν;)·
I. 1. δοχείο ή αγγείο για νερό ή κρασί, Λατ. cadus, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. μέτρο μέτρησης υγρών = ἀμφορεύς, σε Ανθ.
II. κάλπη για την συγκέντρωση ψήφων, ψηφοδόχος όπως το καδίσκος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κάδος: (ᾰ) ὁ
1) ваза, кувшин Soph., Her., Plat., Arst.;
2) Arph., Arst. = καδίσκος;
3) Anth. = ἀμφορεύς 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάδος en κάδδος -ου, ὁ kruik (voor vloeistoffen). urn (om te stemmen).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: vase or wine and other fluidities; also a measure (IA.).
Derivatives: Deminut. κάδιον (LXX, Delos IIIa, Cyrene II-IIIp), καδίσκος, also voting urn (Att.); with hypocoristic gemination and familiar χ-suffix (Chantr. Form. 404) κάδδιχος, as measure = half ἑκτεύς (Lac., H.) with κεκαδδίσθαι (-ίχθαι?) to be rejected on a vote (Lac., Plu. Lyc. 12); also κάδδιξ (Heracl.), prob. after χοῖνιξ and ἄδδιξ (Ar. Fr. 709); hypercorrect καταδίχιον (Tauromenion) for *καδδίχιον as if from κατά and δίχα. - Wackernagel Hell. 11f. = Kl. Schr. 1042f., Bechtel Dial. 2, 374f., Fraenkel Phil. 97, 163.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem., PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Loanword, cf. Hebr. kad bucket (s. Schwyzer 64 a.152); E. Masson, Emprunts sémit. 42-44. From κάδος Lat. cadus, Arab. ḳādūs (Lokotsch Et. Wb. No 988). - Fur. 130 compares ἅδδιξ, with κ\/zero, and suggests that the words are Pre-Greek.

Middle Liddell

κά˘δος, ὁ, χαδεῖν
I. a jar or vessel for water or wine, Lat. cadus, Hdt., etc.
2. a liquid measure, = ἀμφορεύς, Anth.
II. an urn or box for collecting the votes, like καδίσκος, Ar.

Frisk Etymology German

κάδος: {kádos}
Grammar: m.
Meaning: Gefäß zur Aufbewahrung von Wein und anderen Flüssigkeiten, auch als Maß (ion. att.).
Derivative: Mehrere Deminutiva: κάδιον (LXX, Delos IIIa, Kyrene II-IIIp), καδίσκος, auch Stimmurne (att.); mit hypokoristischer Gemination und familiärem χ-Suffix (Chantraine Formation 404) κάδδιχος, als Maß = Hälfte des ἑκτεύς (lak., H.) mit κεκαδδίσθαι (-ίχθαι?) wegballotiert sein (lak., Plu. Lyk. 12); daneben κάδδιξ (herakl.), wohl nach χοῖνιξ und ἄδδιξ, Ben. eines Hohlmaßes (Ar. Fr. 709; urspr. persisch); hyperkorrekt καταδίχιον (Tauromenion) für *καδδίχιον wie von κατά und δίχα. — Wackernagel Hell. 11f. = Kl. Schr. 1042f., Bechtel Dial. 2, 374f., Fraenkel Phil. 97, 163.
Etymology : Mittelmeerwort, vgl. hebr. kad Eimer (dazu Schwyzer 64 u. 152). Aus κάδος lat. cadus, arab. ḳādūs (Lokotsch Et. Wb. No 988).
Page 1,751-752

Chinese

原文音譯:Ð b£toj 何(陽性冠詞) 巴拖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:簍
字義溯源:簍;猶太人液量單位,相當於一伊法,約合二十公升。源自希伯來文(בַּת‎)=罷特),約合六加侖;或源自(בַּתָּה‎)=荒地)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 簍(1) 路16:6

English (Woodhouse)

urn for receiving votes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)