αὐτοῦ

From LSJ
Revision as of 21:50, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοῦ Medium diacritics: αὐτοῦ Low diacritics: αυτού Capitals: ΑΥΤΟΥ
Transliteration A: autoû Transliteration B: autou Transliteration C: aftoy Beta Code: au)tou=

English (LSJ)

Dor. αὐτῶ and αὐτεῖ, Adv., prop. gen. of αὐτός:—

   A just there or just here, Hom., etc.; ἐπίσχες αὐτοῦ stop there! Cratin.66:—freq. with the place added, αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ, μέν' αὐτοῦ τῷδ' ἐνὶ χώρῳ, here in Troy, etc., Il.2.237, Od.10.271; αὐτοῦ ἔνθα Il.8.207; που αὐτοῦ ἀγρῶν somewhere there on the farm, Od.4.639; αὐτοῦ ὑπὲρ κεφαλῆς 8.68; αὐτοῦ περὶ τεῖχος A.Ag.452 (lyr.); αὐτοῦ ταύτῃ in this very place, exactly here, Hdt.1.214, 3.77, 4.135; αὐτοῦ τῇ περ ἔπεσε Id.1.30:— so that αὐτοῦ usu. precedes; but κεῖθι αὐτοῦ h.Ap.374; κατ' οἴκους αὐτοῦ Ar.Pax89; ἐνθάδ' αὐτοῦ Sol.36.11, Ar.Pl.1187; τοῖς ἐνθάδ' αὐτοῦ μὴ κατ' ἄστυ δημόταις S.OC78.

German (Pape)

[Seite 403] andemselben Orte, daselbst, von Hom. an häufig, oft mit näherer Ortsbestimmung, αὐτοῦ τῷδ' ἐνὶ χώρῳ Hom. Od. 10, 271, αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ Iliad. 2. 237, αὐτοῦ ἔνθα Il. 8, 207; οἱ ἐνθάδ' αὐτοῦ Eupol. Stob. Flor. 4, 33; κεῖθι αὐτοῦ H. h. Apoll. 374; so oft in Prosa fast pleonastisch zugesetzt, αὐτοῦ ταύτῃ, an derselben Stelle, Her. 4, 135; αὐτοῦ, halt! Soph. O. C. 192. Auch bei Verbis der Bewegung, Plat. Polit. 397 d; – αὑτοῦ, s. ἑαυτοῦ.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοῦ: Δωρ. αὐτῶ καὶ αὐτεῖ, ἐπίρρ., κυρίως γεν. τοῦ αὐτός, = ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ τόπου, ἀκριβῶς ἐκεῖ ἢ ἀκριβῶς ἐνταῦθα, αὐτοῦ, τοπικῶς, ὡς λέγομεν καὶ νῦν, Λατ. illico, Ὅμ., Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· ἐπίσχες αὐτοῦ «στάσου αὐτοῦ»! Κρατῖνος ἐν «Εὐνείδαις» 6: ― συχνάκις προστίθεται καὶ ὁ τόπος, αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ, αὐτοῦ τῷδ' ἐνὶ χώρῳ ἐδῶ εἰς τὴν Τροίαν, κτλ., Ἰλ. Β. 237, Ὀδ. Κ. 271· αὐτοῦ ἔνθα Ἰλ. Θ. 207· αὐτοῦ που ἀγρῶν, αὐτοῦ κἄπου εἰς τὰ χωράφια, Ὀδ. Δ 639· αὐτοῦ ὑπὲρ κεφαλῆς Θ. 68· αὐτοῦ περὶ τεῖχος Αἰσχύλ. Ἀγ. 452· αὐτοῦ ταύτῃ, εἰς τοῦτο ἀκριβῶς τὸ μέρος, ἀκριβῶς αὐτοῦ, Ἡρόδ. 1. 214., 3. 77., 4. 135· ἐνθάδ’ αὐτοῦ Σόλων 35 (25). 11, Ἀριστοφ. Πλ. 1187· τοῖς ἐνθάδ' αὐτοῦ δημόταις Σοφ. Ο. Κ. 78· αὐτοῦ τῇπερ ἔπεσεν Ἡρόδ. 1. 30: ― ὥστε τὸ αὐτοῦ κυρίως προτάσσεται, ἀλλὰ κεῖθι αὐτοῦ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 374· κατ' οἴκους αὐτοῦ Ἀριστοφ. Εἰρ. 89.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 avec idée de lieu là même, ici même : αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ IL là même, à Troie ; αὐτοῦ παρὰ κλισίῃσιν IL là même près des tentes ; αὐτοῦ ὑπὲρ κεφαλῆς OD là même au-dessus de la tête ; που αὐτοῦ ἀγρῶν OD quelque part là dans les champs ; avec mouv. αὐτοῦ ἐς HDT là vers;
2 avec idée de temps sur-le-champ, aussitôt.
Étymologie: αὐτός.

English (Autenrieth)

= αὐτόθι. Usually with following specification, αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ, Il. 2.237; ἀλλά που αὐτοῦ | ἀγρῶν, somewhere there ‘in the country,’ i. e in the island of Ithaca, though not in town, Od. 4.639; with temporal effect, Il. 15.349, Il. 21.425, Od. 4.703, Od.

English (Slater)

αὐτοῦ
   1 there, on the spot αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ (Heyne: αὐτοῦ· μένων codd.) (P. 6.37)

Spanish (DGE)

v. αὐτός.

English (Strong)

genitive (i.e. possessive) of αὐτός, used as an adverb of location; properly, belonging to the same spot, i.e. in this (or that) place: (t-)here.

English (Thayer)

properly, neuter genitive of the pronoun αὐτός, in that place, there, here: R L ὧδε)); WH's Appendix, at the passage)); L Tr marginal reading ἐκεῖ); αὐτοῖς).

Greek Monolingual

και ευτού (AM αὐτοῦ) επίρρ.
ακριβώς σ' αυτό το μέρος, εδώ, εκεί
νεοελλ.
1. τη στιγμή που, τότε που, καθώς
2. τότε, στη στιγμή
αρχ.
φρ. «αὐτοῦ ταύτη» — ακριβώς εδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Γενική της αντωνυμίας αυτός (πρβλ. άλλος > αλλού, πάντα > παντού)].

Greek Monotonic

αὐτοῦ: επίρρ., κυρίως γεν. του αὐτός, ακριβώς σ' αυτό το σημείο, ακριβώς εδώ, ακριβώς εκεί, Λατ. illico, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· με την προσθήκη του τόπου, αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ, σε Ομήρ. Ιλ.· αὐτοῦ τῷδ' ἐνὶ χώρῳ, σε Ομήρ. Οδ.· αὐτοῦ ταύτῃ, ακριβώς εδώ, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοῦ: дор. αὐτῶ adv.
1) там же, тут (здесь) же, на том же (именно) месте Hom., HH, Her., Aesch., Soph., Arph., Theocr.;
2) туда именно: που αὐτοῦ ἀγρῶν Hom. куда-нибудь в окрестные поля;
3) тотчас же, тогда-то Hom.

Middle Liddell


properly gen. of αὐτός, at the very place, just here, just there, Lat. illico, Hom., Hdt., attic; with the place added, αὐτοῦ ἐνὶ Τροίηι Il.; αὐτοῦ τῶιδ' ἐνὶ χώρωι Od.; αὐτοῦ ταύτηι exactly here, Hdt., etc.

English (Woodhouse)

on the spot, on the very spot

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)