προσάπτω

From LSJ
Revision as of 10:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάπτω Medium diacritics: προσάπτω Low diacritics: προσάπτω Capitals: ΠΡΟΣΑΠΤΩ
Transliteration A: prosáptō Transliteration B: prosaptō Transliteration C: prosapto Beta Code: prosa/ptw

English (LSJ)

Ep. προτιάπτω, A fasten to or upon, τύμβῳ π. μηδέν S.El.432; στέρνοις στέρνα E.El.1321 (anap.); κόσμον Πενθεῖ, χλιδὴν τέκνῳ, Id.Ba.859, Ion 27; τὸ ἀντίγραφον… προσήφαμεν (pf.) we have attached the copy, UPZ22.11 (ii B.C.). 2 attach to, bestow upon, grant, κῦδος Ἀχιλλῆϊ προτιάπτω Il.24.110; π. κλέος τινί Pi.N.8.37; τῷ τεθνηκότι τιμάς S. El.356; γῇ τῇδε… ἑορτὴν καὶ τέλη E.Med.1382; γέρας, ἐγκώμιά τισι, Pl.Sph.231a, Lg.822b; εὐδαιμονίαν τοῖς φύλαξι Id.R.420d; τὸ ὄνομα (sc. πῦρ)… προσάψαι… Ἑλληνικῇ φωνῇ Id.Cra.410a; ὠφέλειάν τινι D. 61.53; in bad sense, fix upon, attach, μή τι… χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψῃς S.OC236 (lyr.); π. τῇ τύχῃ αἰτίαν Men.1083.4, cf. Porph.Abst.1.7:— Pass., to be bound up with, σχήματι τοῦ λόγου A.D.Synt.232.10. 3 c. acc. only, apply, μεῖζον π. τῆς νόσου τὸ φάρμακον S.Fr.589, cf. Dsc. Eup.1.74 (Pass.), Archig. ap. Gal.12.873 (Med.); π. χεῖρα E.Supp.361; γνώμην πρός τι Id.Fr.362.10; ἀλγηδόνα τινά Pl.Plt.293b; simply, add, τό γε εἶναι Id.Sph.252a. 4 deliver, confide to, ναυτικόν τινι X.Ages. 1.36. 5 ascribe, attribute to, ἐκείνῳ (sc. τῷ Θαλῇ) τὸ κατανόημα προσάπτουσι Arist.Pol.1259a8; π. τῷ Ἀπόλλωνι τὴν δάφνην D.S.1.17; Ποσειδῶνι τὸ τοὺς ἵππους δαμάσαι Id.5.69; τὰ κατορθώματα τῇ τύχῃ Plb.31.30.3, cf. 4.24.3. II intr., fasten oneself to, καί μοι… ἀγχοῦ προσῆψεν… ἐν δισκήματι came very near me in the quoit-throw, S.Fr. 380 (dub.); to be added, εἰ κακοῖς κακὰ προσάψει τοῖς πάλαι Id.OT667 (lyr.). III Med., fasten oneself upon, Arist.Fr.324; lay hold of, touch, τῷ στόματι π. [τινός] X.Mem.1.3.12; π. τῆς ἀληθείας Pl.Ti.71e; τῶν οὔλων (v.l. τοῖς οὔλοις) Dsc.1.105. 2 have to do with, meddle with, ὅτου ἂν π. ἀνδρός Aeschin.3.114; τῶν πραγμάτων ib.133; τοῦ λόγου, τοῦ πολέμου, D.C.60.26, 44.44; πλέω π. τῶν δυνατῶν attempt more than is possible, Democr.3. 3 of wrestlers, come to grips, Gal.15.197.

German (Pape)

[Seite 751] anheften, κεκόλληται γένος προσάψαι, Aesch. Ag. 1547; anfügen, τί τινι oder πρός τι, μή τι πέρα χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψῃς, Soph. O. C. 236; φίλην προσάψας χεῖρα, Eur. Suppl. 361; übh. Einem Etwas ertheilen, gewähren, κῦδός τινι, Il. 24, 110; eben so κλέος τινί, Pind. N. 8, 37; τῷ τεθνηκότι τιμάς, Soph. El. 348, wie 424, von den Todtenopfern; χλιδὴν τέκνῳ, Eur. Ion 27; κόσμον Πενθεῖ, Bacch. 857; auch med., γῇ τῇδε ἑορτὴν καὶ τέλη προσάψομαι, Med. 1382; εὐδαιμονίαν τινί, Plat. Rep. IV, 420 d; ἐγκώμια τοῖς δρομεῦσι, Legg. VII, 822 d; τὴν ἀρχὴν τελευτῇ, VI, 768 e, u. öfter; Einem Etwas übertragen od. anvertrauen, Xen. Ag. 1, 36; τῇ τύχῃ τὰ κατορθώματά τινος, Pol. 32, 16, 3; beilegen, Diod. Sic. – Auch intrans., sich anfügen, anreihen, εἰ κακοῖς κακὰ προσάψει τοῖς πάλαι τὰ πρὸς σφῷν, Soph. O. R. 667. – Med. προσάπτομαι, anrühren; ἀληθείας, Plat. Tim. 71e; Soph. 254 a; Aesch. 1, 125 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσάπτω: Δωρ. προτιάπτω, μέλλ. -ψω, προσεγγίζω, προσαρτῶ, τούτων μὲν ὧν ἔχεις χεροῖν τύμβῳ προσάψῃς μηδὲν Σοφ. Ἠλ. 432· στέρνοις στέρνα Εὐρ. Ἠλ. 1321· κόσμον Πενθεῖ, χλιδὴν τέκνῳ Βάκχ. 859, Ἴων 27. 2) περιάπτω, παρέχω, δίδω, χορηγῶ, προτιάπτειν κῦδος Ἀχιλλεῖ Ἰλ. Ω. 110· οὕτω, πρ. κλέος τινὶ Πινδ. Ν. 8. 62· τῷ τεθνηκότι τιμὰς Σοφ. Ἠλ. 356· γῇ τῇδε... ἑορτὴν καὶ τέλη Εὐρ. Μήδ. 1382· γέρας ἐγκώμιά τινι Πλάτ. Σοφιστ. 231Α, Νόμ. 822Β· εὐδαιμονίαν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 420D· τὸ ὄνομα (ἐξυπακ. πῦρ)... προσάψαι... Ἑλληνικῇ φωνῇ ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 410Α, ὠφέλειάν τινι Δημ. 1417. 4· ― καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, μή τι... χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψῃς Σοφ. Ο. Κ. 235· πρ. τῇ τύχῃ αἰτίαν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 20. 3) μετὰ μόνης αἰτ., μεῖζον πρ. τῆς νόσου τὸ φάρμακον Σοφ. Ἀποσπ. 514· πρ. χεῖρα Εὐρ. Ἱκέτ. 361· γνώμην πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 364. 10· ἀλγηδόνα τινὰ Πλάτ. Πολιτ. 293Β· ― ἁπλῶς προσθέτω, τι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 252Α. 4) παραδίδω, ἀναθέτω εἴς τινα, ναυτικόν τινι Ξεν. Ἀγησ. 1, 30. 5) ἀποδίδω εἴς τινα, θεωρῶ ὡς ἔργον τινός, ἐκείνῳ (ὅ ἐστι τῷ Θαλῇ) προσάπτουσι τὸ κατανόημα Ἀριστ. Πολιτ. 1. 1. 11, 8· πρ. τῷ Ἀπόλλωνι τὴν δάφνην Διόδ. 1. 17· Ποσειδῶνι τὸ τοὺς ἵππους δαμάσαι ὁ αὐτ. 5. 69· τὰ κατορθώματα τῇ τύχῃ Πολύβ. 32. 16, 3, πρβλ. 4. 24, 3. ΙΙ. ἀμεταβ., προσεγγίζω εἴς τινα, κἀμοί... ἀγχοῦ προσῆψεν... ἐν δισκήματι, ἐπλησίασε πολὺ εἰς ἐμὲ εἰς τὴν δισκοβολίαν, Σοφ. Ἀποσπ. 69· προστίθεμαι, εἰ κακοῖς κακὰ προσάψει τοῖς πάλαι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 667· πρβλ. συνάπτω Β. ΙΙΙ. Μέσ., προσάπτω, προσκολλῶ ἐμαυτὸν εἴς τι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 305· προσκολλῶμαι, ἐπὶ φαλαγγίων, προσαψάμενα μόνον τῷ στόματι [τινὸς] Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 12· πρ. τῆς ἀληθείας Πλάτ. Τίμ. 71Ε, κτλ. 2) ἔρχομαι εἰς σχέσεις πρός τινα, ἔχω νὰ κάμω μετ’ αὐτοῦ, ἢ ἀναμιγνύομαι εἴς τι, ὅτου ἂν προσάψηται ἀνδρὸς ἢ ἰδιώτου, ἢ δυνάστου, ἢ πόλεως δημοκρατουμένης τούτων ἑκάστους ἀνιάτοις κακοῖς περιβάλλειν Αἰσχίν. 69. 36· προσαψάμενοι μόνον τούτων τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 72. 34· τοῦ λόγου, τοῦ πολέμου, τῆς πολιτείας, κτλ., Δίων Κ. 60. 26., 44. 44, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσάπτει· προσπλέκει, συνάπτει». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 457.

French (Bailly abrégé)

f. προσάψω, ao. προσῆψα;
I. tr. attacher à, d’où
1 fig. procurer, donner : κῦδός τινι IL procurer de la gloire à qqn;
2 confier : ναυτικόν τινι XÉN une flotte à qqn;
II. intr. s’attacher à ; se joindre à, τινι;
Moy. προσάπτομαι s’attacher à ; toucher à, effleurer, gén..
Étymologie: πρός, ἅπτω.

English (Slater)

προσάπτω
   1 attach to, fix upon c. acc. & dat., κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν, θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω (N. 8.37)

Greek Monolingual

ΝΜΑ και δωρ. τ. προτιάπτω Α ἅπτω
1. προσαρτώ κάτι σε κάτι άλλο, προσκολλώ («τούτων μὲν ὦν ἔχεις χεροῑν τύμβῳ προσάψης μηδέν», Σοφ.)
2. επισυνάπτω («τὸ ἀντίγραφον... προσήψαμεν», πάπ.)
3. μτφ. (με αρνητική σημ.) καταλογίζω κάτι εις βάρος κάποιου, του αποδίδω ευθύνες για κάτι (α. «προσάπτω κατηγορία» β. «μή τι πέρα χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψης», Σοφ.)
αρχ.
1. δίνω σε κάποιον κάτι, παρέχω, χορηγώ ή απονέμω («αὐτὰρ ἐγὼ τόδε κῡδος Ἀχιλλῆι προτιάπτω», Ομ. Ιλ.)
2. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ
3. προσθέτω
4. αναθέτω κάτι σε κάποιον, του εμπιστεύομαι κάτι («τὸ ναυτικὸν προσήψεν αὐτῷ ἡ πόλις», Ξεν.)
5. (αμτβ.) α) προσεγγίζω κάποιον, πλησιάζω
β) συγκαταλέγομαι («εἰ κακοῑς κακὰ προσάψει τοῑς πάλαι τὰ πρόσφατα», Σοφ.)
6. μτφ. αποδίδω κάτι σε κάποιον, τὸ θεωρώ ως έργο του («κατορθώματα τῇ τύχῃ προσάπτειν», Πολ.)
7. (μέσ. και παθ.) προσάπτομαι
α) (για πρόσ.) προσκολλώμαι σε κάτι
β) σχετίζομαι με κάποιον ή με κάτι
γ) (για παλαιστές) έρχομαι στα χέρια
δ) (το παθ.) είμαι συνδεδεμένος με κάτι.

Greek Monotonic

προσάπτω: Δωρ. προτι-άπτω, μέλ. -ψω,
I. 1. προσεγγίζω, προσαρτώ, αποδίδω, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· με αρνητική σημασία, εκδικούμαι, μή τι χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψῃς, σε Σοφ.
2. με αιτ. μόνο, προσθέτω, σε Ευρ.
3. παραδίδω ή αναθέτω σε, ναυτικόν τινι, σε Ξεν.
II. αμτβ., προστίθεμαι, εἰ κακοῖς κακὰ προσάψει, σε Σοφ.
III. 1. Μέσ., προσκολλώ πάνω σε κάποιον, προσάπτομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι, άπτομαι, αγγίζω, σε Ξεν.
2. αναμειγνύομαι, με γεν., σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

προσάπτω: эп. προτιάπτω
1) прилаживать, привязывать, прикреплять (κόσμον τινί Eur.; τὰς λαιὰς τοῖς ἱστοῖς Arst.): π. στέρνοις στέρνα Eur. прижаться грудью к груди; τύμβῳ τι π. Soph. возлагать что-л. на могилу; τὴν ἀρχὴν τελευτῇ π. Plat. связать начало с концом;
2) даровать, отдавать (κῦδός τινι Hom.);
3) воздавать, оказывать (τιμὰς τῷ τεθνηκότι Soph.; τὰ ἐγκώμιά τινι Plat.);
4) применять, прилагать: μεῖζον τῆς νόσου τὸ φάρμακον π. Soph. применять средство, которое сильнее (самой) болезни; προσάψαι τὸ ὄνομα Ἑλληνικῇ φωνῇ Plat. приспособить (иноземное) слово к греческому произношению;
5) приписывать, присваивать, относить (τὴν δάφνην τῷ Ἀπόλλωνι Diod.; τὴν Αἴγυπτον τῇ Λιβύῃ Arst.; Ποσειδῶνι τὸ τοὺς ἵππους δαμάσαι π. Diod.);
6) причинять, вызывать (ἀλγηδόνα Plat.);
7) возлагать, поручать (ναυτικόν τινι Xen.);
8) присоединять, добавлять (τι Plat.);
9) присоединяться: τάδ᾽ εἰ κακοῖς κακὰ προσάψει τοῖς πάλαι Soph. если к старым бедствиям присоединятся и эти;
10) med. (со)прикасаться (προσάπτεσθαι τῆς ἀληθείας Plat.): προσαψάμενοι τούτων τῶν πραγμάτων Aeschin. возымевшие касательство к этим делам.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-άπτω, ep. προτιάπτω met acc. vastmaken (aan), met acc. en dat.: μοι στέρνοις στέρνα druk uw borst tegen de mijne Eur. El. 1321; κόσμον... Πενθεῖ προσάψων om Pentheus het mooie kleed om te hangen Eur. Ba. 859. verlenen (aan), toevoegen (aan), verbinden (aan), met acc. en dat.:; κῦδος Ἀχιλλῆϊ προτιάπτω ik verleen eer aan Achilles Il. 24.110; μή τι πέρα χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψῃς bezorg mijn stad geen verdere last Soph. OC 236; τύμβῳ προσάψῃς μηδέν plaats niets op het graf Soph. El. 432; toepassen, aanbrengen, met alleen acc.: τινα ἄλλην ἀλγηδόνα προσάπτοντες een andere pijnlijke behandeling toepassend Plat. Plt. 293b. toeschrijven aan, met acc. en dat.: ( τοῦτο )... ἐκείνῳ... διὰ τὴν σοφίαν προσάπτουσι men schrijft (dat) aan hem (Thales) toe vanwege zijn wijsheid Aristot. Pol. 1259a8. met dat. zich voegen bij, zich vastklampen aan:. τάδ ’ εἰ κακοῖς προσάψει τοῖς πάλαι als dit zich zal voegen bij de vroegere ellende Soph. OT 667 ( lyr. ). med. aanraken, met gen.:; τὰ φαλάγγια... προσαψάμενα μόνον τῷ στόματι ( sc. τινος ) wanneer gifspinnen alleen maar iemand met hun mond aanraken Xen. Mem. 1.3.12; overdr.. ἵνα ἀληθείας πῃ προσάπτοιτο opdat (de mens) enigszins met de waarheid in contact kwam Plat. Tim. 71e.

Middle Liddell

doric προτι-άπτω fut. ψω
I. to fasten or attach to, attribute, τί τινι Il., Soph., etc.:—in bad sense, to fix upon, μή τι χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψῃς Soph.
2. c. acc. only, to apply, Eur.
3. to deliver or confide to, ναυτικόν τινι Xen.
II. intr. to be added, εἰ κακοῖς κακὰ προσάψει Soph.
III. Mid. to fasten oneself upon, to lay hold of, reach, touch, Xen.
2. to meddle with, c. gen., Aeschin.