ἐπικόπτω

From LSJ
Revision as of 14:45, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικόπτω Medium diacritics: ἐπικόπτω Low diacritics: επικόπτω Capitals: ΕΠΙΚΟΠΤΩ
Transliteration A: epikóptō Transliteration B: epikoptō Transliteration C: epikopto Beta Code: e)piko/ptw

English (LSJ)

pf. A -κέκοφα Phld.D.1.15:—strike upon (i.e. from above), fell, βοῦν ἐπικόψων Od.3.443. 2. later, of trees, lop, pollard, Thphr.CP5.17.3; cut down brushwood, PLond.3.1170B26 (iii A.D.): metaph., cut short, bring down from high estate, τοὺς πεφρονηματισμένους Arist. Pol. 1284b2; φιληδονίαν ἀκόλαστον Plu.2.529b; check, impede, πράξεις ib.975b; στάσιν J.BJ2.17.4 (Pass., Hp.Ep.13); reprove, censure, τινά Timo 4, Myro 2 J., Plu.Cic.24, Philostr.V A5.35, al.; refute, Phld. l.c.; δόξας Id.Po.5.26. 3. ἐ. χαρακτῆρα stamp, coin, Arist.Oec. 1349b31. 4. cut anew, [τὸν] ἀποτριβέντα [μύλον] Str.15.2.2. b. Archit., dress blocks of stone, etc., κατὰ κεφαλήν IG7.3073.183 (Lebad.), cf. ib.4255.15 (Oropus); πλίνθον Milet.7p.59 (Didyma). 5. Med., smite one's breast, wail for, τινά E. Tr.627. 6. of disease, afflict, βαρύτερον Aret.SD2.13. 7. injure, αἱ ἡδοναὶ ἐ. τὴν ἰσχύν Philostr.Gym.52:—Pass., -κοπεὶς τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπό τινος Id.VS2.25.2.

German (Pape)

[Seite 951] von oben her daraufschlagen; πέλεκυν ὀξὺν ἔχων ἐν χειρὶ παρίστατο βοῦν ἐπικόψων Od. 3, 442, der Stier wird durch einen Schlag ins Genick getödtet; – darauf prägen, von Münzen, ἐπικόψας χαρακτῆρα Arist. Oec. 2, 20; – μύλον ἀποτριβέντα, den abgeriebenen Mühlstein aufhauen, schärfen, Strab. – Von Pflanzen u. bes. Bäumen, verschneiden, behauen, kappen, Theophr.; dah. übertr., τοὺς Μήδους, sie schwächen, Arist. Pol. 3, 9; φιλόσοφος φιληδονίαν ἐπικόπτων ἀκόλαστον Plut. de vit. pud. 2, unterdrücken, u. a. Sp. – Bei D. L. 9, 18, γέγραφε καθ' Ὁμήρου ἐπικόπτων αὐτοῦ τὰ περὶ θεῶν εἰρημένα, ist es = tadeln, darauf schelten. – Im med. sich schlagen, als Zeichen der Trauer, betrauern, ἔκρυψα πέπλοις κἀπεκοψάμην νεκρόν Eur. Tr. 623, was andere Erkl. auf ἀποκόπτω zurückführen, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικόπτω: κτυπῶ ἐπί τινος (δηλ. ἄνωθεν), κόπτω, σφάζω, βοῦν ἐπικόψων Ὀδ. Γ. 443. 2) μεταγεν. ἐπὶ δένδρων, κόπτω τοὺς κλάδους, κλαδεύω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17, 3· μεταφ., ταπεινῶ, Λατ. accidere, ὁ βασιλεὺς τοὺς πεφρονηματισμένους ἐπέκοπτε, ὡς λέγομεν νῦν «ἔκοπτε τὰ πτερά των» ἐταπείνου αὐτούς, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 19, πρβλ. Πλούτ. 2. 529Β· ἐμποδίζω, αὐτόθι 975Α· ἐπιτιμῶ, ἐπιπλήττω, τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 24, Φιλόστρ. 843· πρβλ. ἐπικόπτης, ἐπισκώπτω. 3) ἐπ. χαρακτῆρα, κόπτειν νόμισμα, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 21, 9. 4) κόπτω, χαράσσω ἐκ νέου, τὸν ἀποτριβέντα μύλον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στράβ. 5) ἐν Μέσ. τύπῳ, τύπτω τὸ στῆθός μου, κόπτομαι, ὀδύρομαι ἐπάνω εἴς τινα, Λατ. plangi, εἶδόν νιν αὐτή, κἀποβᾶσα τῶνδ᾿ ὄχων ἔκρυψα πέπλοις κἀπεκοψάμην νεκρὸν Εὐρ. Τρῳ. 623.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπέκοψα;
1 frapper d’en haut, frapper sur, abattre;
2 p. ext. diminuer, réduire, affaiblir ; rendre impuissant, empêcher;
3 porter atteinte à, blâmer : τινά qqn.
Étymologie: ἐπί, κόπτω.

English (Autenrieth)

only fut. part., ἐπικόψων, to fell by a blow, Od. 3.443†.

Greek Monolingual

ἐπικόπτω (Α) κόπτω
1. χτυπώ πάνω σε κάτι για να το σκοτώσω, σκοτώνω με χτύπημα («πέλεκυν... ὀξὺν ἔχων ἐν χειρὶ παρίστατο, βοῦνἐπικόψων», Ομ. Οδ.)
2. κλαδεύω δέντρα, κόβω τις κορυφές
3. (για θάμνους) κόβω για να καθαρίσω το έδαφος
4. κόβω, χαράζω ξανά («ἐπικόπτουσιν ἀποτριβέντα», Στράβ.)
5. χαράζω με χτύπημα πάνω σε νόμισμα
6. ανακόπτω, καταστέλλω («φιληδονίαν ἐπικόπτων ἀκόλαστον», Πλούτ.)
7. (για πρόσ.) ταπεινώνω («ὁ δὲ Περσῶν βασιλεύς... τοὺς πεφρονηματισμένους... ἐπέκοπτε πολλάκις», Αριστοτ.)
8. επικρίνω, κατηγορώ, επιτιμώ, ψέγω
9. ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω
10. βλάπτω, ζημιώνω, εξασθενίζω
11. μέσ. επικόπτομαι
θρηνώ, οδύρομαι («ἔκρυψα πέπλοις κἀπεκοψάμην νεκρόν», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐπικόπτω: μέλ. -ψω,
1. κτυπώ από πάνω, κόβω δέντρο, υλοτομώ, σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταφ., περικόπτω, διακόπτω, εμποδίζω, κατακρίνω, επιπλήττω, σε Πλούτ.
3. στη Μέσ., κτυπώ το στήθος μου, θρηνώ για κάποιον άλλο, με αιτ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικόπτω:
1) (ударом сверху) поражать, убивать (βοῦν Hom.);
2) выбивать, чеканить (χαρακτῆρα Arst.);
3) укрощать, смирять (τοὺς πεφρονηματισμένους Arst.);
4) бранить, порицать (φιληδονίαν ἀκόλαστον Plut.; τὰ περί τινος εἰρημένα Diog. L.);
5) med. ударяя себя в грудь оплакивать (νεκρόν Eur.).

Middle Liddell

fut. ψω
1. to strike upon (i. e. from above), to fell, Od.
2. metaph. to cut short, reprove, Plut.
3. in Mid. to smite one's breast, mourn for another, c. acc., Eur.