νόσημα

From LSJ
Revision as of 12:50, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόσημα Medium diacritics: νόσημα Low diacritics: νόσημα Capitals: ΝΟΣΗΜΑ
Transliteration A: nósēma Transliteration B: nosēma Transliteration C: nosima Beta Code: no/shma

English (LSJ)

Ion. νούσημα, ατος, τό, (νοσέω) A disease, Hp.Flat.1, S.Ph. 755, E.El.656, Th.2.49,53, etc.; τὰ περὶ τὸ σῶμα ν. Isoc.8.39; νοσήμασι περιπίπτειν X.Cyr.6.2.27; νοσήματα τῶν σπερμάτων Thphr.HP 8.10.1; [τῶν φυτῶν] ib.4.14.1. 2 metaph., of passion, vice, etc., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι ν. A.Pr.227; νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους = for I consider false words to be the foulest sickness ib.685; νοσοῖμ' ἄν, εἰ νόσημα τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν ib.978; of love, S.Fr.149.1; τὸ νόσημα τῆς ἀδικίας Pl.Grg.480b, cf. Chrysipp.Stoic.3.103. b of any grievous affliction, S.OT1293; especially of disorder in a state, τυραννίδα… ἔσχατον πόλεως νόσημα Pl.R.544c, cf. D.19.259, etc.

German (Pape)

[Seite 263] τό, die Krankheit; Soph. Phil. 745 u. öfter; Thuc. 2, 49; θανάσιμον, Plat. Rep. III, 406 b. Übertr., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι νόσημα, τοῖς φίλοις μὴ πεποιθέναι, Aesch. Prom. 225, vgl. 688. 980; Wahnsinn, Soph. Ai. 331; übh. Unglück, τὸ γὰρ νόσημα μεῖζον ἢ φέρειν, O. R. 1293; ἐγγίγνεται νοσήματ' ἐς κρυπτοὺς γάμους, Eur. Ion 1524; auch in Prosa, ἀνομίας νόσημα, Thuc. 2, 53; τὸ νόσημα τῆς ἀδικίας, Plat. Gorg. 480 b, vgl. ἐν σώμασι καλούμενον νόσημα, ἐν δὲ πόλεσιν ἀδικίαν, Legg. X, 906 c; Xen. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

νόσημα: τό, (νοσέω) ἀσθένεια, λοιμός, ὡς τὸ νόσος, Ἱππ. 295. 24, Σοφ. Φιλ. 755, Εὐρ., Θουκ. 2. 49, 53, κτλ.· τὰ περὶ τὸ σῶμα ν. Ἰσοκρ. 167Β· νοσήματι περιπίπτειν Ξεν. Κύρ. 6. 2, 27. 2) μεταφορ., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι ν. Αἰσχύλ. Πρ. 225· ν. γὰρ αἴσχιστον εἶναι … συνθέτους λόγους αὐτόθι 685· νοσοῖμ’ ἄν, εἰ ν. τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν αὐτόθι 978· ν. ἔρωτος Σοφ. Ἀποσπ. 162· τὸ ν. τῆς ἀδικίας Πλάτ. Γοργ. 480Β· πρβλ. νοσέω 2. 3) ἐπὶ πάσης βαρείας θλίψεως ἢ ἀκαταστασίας, Σοφ. Ο.Τ. 1293· ἰδίως ἐπὶ ἀκαταστασίας ἐν πολιτείᾳ, Πλάτ. Πολ. 544C, Δημ. 424. 3, κτλ.· πρβλ. νοσέω 3.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. maladie;
II. fig. 1 fléau;
2 malheur, infortune.
Étymologie: νοσέω.

English (Strong)

from νοσέω; an ailment: disease.

English (Thayer)

νοσηματος, τό, disease, sickness: Lachmann (Tragg., Aristophanes, Thucydides, Xenophon, Plato, and following.)

Greek Monolingual

(I)
το (ΑΜ νόσημα, Α ιων. τ. νούσημα, Μ και νόσημαν) νοσώ
πάθηση οργανική ή ψυχική, απώλεια της υγείας και της ισορροπίας του οργανισμού, νόσος, αρρώστια («τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ θεραπεῑαι», Ισοκρ.)
αρχ.
μτφ. α) ηθική αρρώστια («ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι νόσημα τοῖς φίλοισι μὴ πεποιθέναι», Αισχύλ.)
β) βαριά θλίψη
γ) πολιτική αναστάτωση, πολιτική αναταραχήτυραννίδα... ἔσχατο πόλεως νόσημα», Πλάτ.).
(II)
το
ζωολ. βλ. νόζεμα.

Greek Monotonic

νόσημα: -ατος, τό (νοσέω
1. αρρώστια, ασθένεια, λοιμός, σε Σοφ. κ.λπ.
2. μεταφ., ψυχική αρρώστια, κατάθλιψη, μελαγχολία, σε Αισχύλ., Πλάτ.
3. λέγεται για την αναρχία που επικρατεί σε μια πολιτεία, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

νόσημα: ατος τό
1) болезнь Soph., Eur., Thuc.: νοσήματι περιπίπτειν Xen. заболеть; κατέχεσθαι νοσήματι NT быть больным;
2) порок, зло (τῆς ἀδικίας Plat.);
3) бедствие, несчастье: τὸ ν. μεῖζον ἢ φέρειν Soph. это несчастье невозможно вынести.

Middle Liddell

νόσημα, ατος, τό, νοσέω
1. a sickness, disease, plague, Soph., etc.
2. metaph. disease, affliction, Aesch., Plat.
3. of disorder in a state, Plat., etc.

Chinese

原文音譯:nÒshma 挪些馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:病(果效)
字義溯源:病,疾;源自(νοσέω)=生病,成癖);而 (νοσέω)出自(νόσος)*=疾病)。參讀 (ἀσθένεια)同義字
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 病(1) 約5:4

English (Woodhouse)

disease, plague, sickness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Afrikaans: siekte; Albanian: sëmundje; Amharic: በሽታ; Arabic: مَرَض‎, دَاء‎, سُقْم‎; Armenian: հիվանդություն, ախտ; Assamese: বেমাৰ, ৰোগ; Asturian: enfermedá; Azerbaijani: xəstəlik; Bashkir: ауырыу; Basque: eritasun; Belarusian: хваро́ба; Bengali: অসুখ, রোগ, বিমার; Bikol Central: hilang; Breton: kleñved; Bulgarian: бо́лест, заболя́ване; Burmese: ရောဂါ; Catalan: malaltia; Cebuano: sakit; Cherokee: ᎥᏳᎩ; Chichonyi-Chidzihana-Chikauma: ukongo; Chinese Cantonese: 疾病, 病; Dungan: бин, бемар; Hakka: 病; Mandarin: 疾病, 病, 病症, 症; Min Dong: 病; Min Nan: 病; Wu: 疾病; Czech: nemoc, choroba; Danish: sygdom; Dutch: ziekte; Estonian: haigus, tõbi; Faroese: sjúka; Finnish: tauti, sairaus; French: maladie, mal; Galician: enfermidade, doenza; Georgian: ავადმყოფობა, დაავადება, სენი; German: Krankheit, Infektionskrankheit, Seuche; Gothic: 𐍃𐌰𐌿𐌷𐍄𐍃, 𐍃𐌹𐌿𐌺𐌴𐌹; Greek: ασθένεια, αρρώστια, νόσος, πάθηση; Ancient Greek: νόσος; Ionic: νοῦσος; Hawaiian: maʻi; Hebrew: מַחֲלָה‎; Hiligaynon: balatian; Hindi: रोग, व्याधि, बीमारी, मरज़; Hungarian: betegség, kór; Icelandic: sjúkdómur, sýki, mein; Ido: maladeso, morbo; Indonesian: penyakit; Irish: galar, aicíd; Isan: โรค; Italian: malattia, malanno, disturbo, morbo; Japanese: 病気, 疾病; Javanese: ꦥꦚꦏꦶꦠ꧀; Kannada: ರೋಗ; Kazakh: ауру, кесел; Khmer: ជំងឺ, រោគ; Konkani: रोग; Korean: 질병); Kurdish Central Kurdish: نەخۆشی‎; Northern Kurdish: nesaxî, nexweşî; Kyrgyz: оору; Lao: ພະຍາດ, ໂລກ; Latgalian: vaideiba, naveseleiba, lyga; Latin: morbus, aegror, infirmitas, languor; Latvian: slimība, liga; Lithuanian: liga, susirgimas; Macedonian: болест, заболување; Malay: penyakit; Malayalam: രോഗം, സുഖക്കേട്; Maltese: marda; Manchu: ᠨᡳᠮᡝᡴᡠ; Maori: tahumaero; Mongolian: өвчин; Navajo: ąąh dah hazʼą́, ąąh dah hoyoołʼaałii, tsʼííh niidóóh; Nepali: रोग, बिमारी; Ngazidja Comorian: uwaɗe 11 or 10a; Norwegian Bokmål: sykdom, sjukdom; Nynorsk: sjukdom; Occitan: malautiá; Old Church Slavonic Cyrillic: немощь; Old English: coþu, ādl, ælfsogoþa; Oriya: ରୋଗ; Pali: roga; Pashto: ناروغي‎; Persian: بیماری‎, ناخوشی‎, مرض‎; Pitjantjatjara: pika; Plautdietsch: Krankheit; Polish: choroba; Portuguese: doença; Punjabi: ਰੋਗ, ਬਿਮਾਰੀ; Romanian: boală, maladie; Russian: боле́знь, заболева́ние, неду́г, хворь, не́мочь, нездоро́вье, недомога́ние; Sanskrit: रोग, गद, व्याधि; Santali: ᱨᱳᱜ; Scottish Gaelic: trioblaid, galar, tinneas, euslaint; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̏ле̄ст, оболење; Roman: bȍlēst, obolenje; Sinhalese: රෝග; Slovak: nemoc, choroba; Slovene: bolezen; Spanish: enfermedad, dolencia; Swahili: ugonjwa, maradhi; Swedish: sjukdom; Tagalog: sakit, balatian; Tajik: беморӣ, ‍мараз‍, нохуши; Tamil: நோய், வியாதி; Tatar: авыру; Telugu: వ్యాధి, రోగము, జబ్బు; Thai: โรค; Tibetan: ན་ཚ, སྙུང་གཞི; Tocharian B: teki; Turkish: hastalık, sayrılık; Turkmen: hassalyk, syrkawlyk, kesel; Ugaritic: 𐎎𐎗𐎕; Ukrainian: хворо́ба; Urdu: بیماری‎, مرض‎, روگ‎; Uyghur: كېسەللىك‎, كېسەل‎; Uzbek: xastalik, kasallik, kasal; Vietnamese: bệnh, căn bệnh; Volapük: maläd, näfätamaläd; Welsh: clefyd, afiechyd; White Hmong: mob; Yiddish: זאָך‎, קראַנקייט‎, חולאת‎, מחלה‎; Zhuang: bingh