εἴργω
English (LSJ)
or εἵργω, A v. ἔργω. εἰρέα, ἡ, v. sub εἴρη (A). εἰρέαται, Ion. 3pl. pf. Pass. of ἐρῶ. εἰρέβαδε = εἰς ἔρεβος, Hsch. εἰρεθύρη· ὀρσοθύρα, ὁ στροφεύς, Id.
German (Pape)
[Seite 734] (vgl. ἔργω), 1) einschließen, einsperren; in dieser Bdtg nach Buttm. mit dem spir. asper zu schreiben, was die besten mss. bestätigen; κλῄθροις ἂν εἰργοίμεσθα Eur. Hel. 288; παιδίον ἔνδον εἵρξας Ar. Ach. 330; ἕρξε, sperrte ein, Her. 3, 136; μοιχὸς εἵρχθη Dem. 59, 66; εἱρχθήτω Aesch. 1, 16 im Gesetz; εἷρξαι Plut. Fab. Max. 9. – 2) mit dem spir. lenis, ausschließen, abhalten; τῆλέ με εἴργουσι Il. 23, 72; sonst bei Hom. ἔργω, w. m. s., vgl. ἐργάθω, ἐρχατάω; εἰρξόμεθα ist fut. pass., Xen. An. 6, 4, 16 Aesch. 3, 122; ἐχθρούς Aesch. Spt. 1000; ἕρκεσι – κῦμα θαλάσσης Ag. 998; τινά τινος, von Etwas, 1306; Suppl. 37; εἴρξω πελάζειν σῆς πάτρας Soph. Phil. 1393; med. εἴργου, halte dich fern. Soph. O. C. 840; εἴργειν αὐτὴν δεῖ τῶν ἐπιθυμιῶν Plat. Gorg. 505 b; εἰ τοῦτό τις εἴργει δρᾶν ὄκνος, verbieten, Soph. 242 a; im med., τινός, Legg. IX, 866 a u. oft; τινὰ ἀπὸ τοῦ ὕδατος Xen. An. 6, 1, 8; τοὺς υἱεῖς ἀπὸ τῶν πονηρῶν Mem. 1, 2, 20; Ar. vrbdt auch ὁ ταῦτά σ' εἴργων, Vesp. 334. Bes. in den att. Gesetzen, τῆς ἀγορᾶς, daß Einer nicht in die Volksversammlung kommen darf, Lys. 6, 24; Dem. 24, 186; τῶν ἱερῶν, von der Theilnahme an den Opfern ausschließen, Isocr. 7, 157; εἴρξεται τοῦ ἱεροῦ Aesch. 3, 122; τῶν νομίμων Antiph. 6, 36, von den gesetzlichen Berechtigungen der Bürger. Von den Gesetzen, ὁ νόμος εἴργει μὴ ἀποκτείνειν, verbietet zu tödten; ὁ νόμος κέλευει (Einen, der sich widerrechtlich eindrängt) τύπτειν εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι, nur muß er sich enthalten, ihn zu tödten oder zu verstümmeln, Aesch. 1, 183. εἰρέας, s. s. v. εἰράων.
Greek (Liddell-Scott)
εἴργω: ἢ εἵργω, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ προγενεστέρου ἔργω.
French (Bailly abrégé)
impf. εἶργον, f. εἴρξω, ao. εἶρξα, pf. inus.
Pass. ao. εἴρχθην, pf. εἶργμαι;
A. écarter, repousser ; empêcher, retenir :
I. avec un seul rég. εἴργ. ἐχθρούς ESCHL écarter ses ennemis ; τῆλέ με εἴργουσι IL (les ombres) me repoussent et me tiennent à distance;
II. avec double rég.
1 acc. de la pers. ou de la chose qu’on écarte et dat. d’instr. : ἕρκεσι εἴργ. κῦμα θαλάσσης ESCHL contenir par des barrières les flots de la mer;
2 acc. de la pers. ou de la chose qu’on écarte ; le nom de la chose de laquelle on écarte se construit, • soit au gén. sans prép. : παιδὸς ἐέργ. μυῖαν IL chasser une mouche (du visage) d’un enfant ; εἴργ. τινὰ τῶν ἱερών ISOCR, τῆς ἀγορᾶς LYS exclure qqn des sacrifices, de l’assemblée, etc. ; • soit au gén. précédé d’une prép. : εἴργ. βέλος ἀπὸ χροός IL écarter un trait de la chair (d’un guerrier) ; εἴργ. τοὺς υἱεῖς ἀπὸ τῶν πονηρῶν XÉN éloigner ses fils des hommes pervers ; fig. εἴργ. τινὰ ἀπὸ τιμῆς OD priver qqn de la royauté ; εἴργ. τινὰ ἐκ πόλεως XÉN interdire à qqn l’accès d’une ville ; τούτου κύματος ἐκτὸς ἔεργε νῆα OD écarte le vaisseau de la vague que tu vois là;
3 double acc. : ὁ ταῦτά σ’ εἴργων AR celui qui t’interdit ces choses;
4 acc. de la chose qu’on écarte et dat. de la pers. pour qui l’on écarte : εἴργ. μητρὶ πολέμιον δόρυ ESCHL écarter de sa mère la lance de l’ennemi;
III. avec un inf. seul : εἴρξω πελάζειν SOPH je (les) empêcherai d’approcher ; précédé de μὴ οὐ : οὐκ ἔργει μὴ οὐ κατανύσαι HDT (aucun obstacle) ne (les) empêche d’achever (le trajet) ; ou de ὥστε μή, ou de ὥστε seul;
B. repousser, pousser hors, chasser : εἴργ. ἐπὶ νῆας IL repousser (des combattants) vers les vaisseaux;
Moy. εἴργομαι;
1 se tenir à l’écart de : ἄλσους HDT rester à l’écart d’un bois sacré, s’abstenir d’y entrer;
2 s’abstenir : βοῶν HDT de cris.
Étymologie: R. Ϝεργ, écarter, repousser -- Sur les formes εἰργάθειν, ἔργαθον, ἐέργαθον, qqf rapportées à εἴργω, v. *εἰργάθω.
English (Autenrieth)
(ϝέργ.), ipf. ἔεργε, ἐέργνῦ, aor. 3 pl. ἔρξαν, pass. perf. ἔεργμαι, 3 pl. ἐέρχαται, plup. 3 pl. ἔρχατο, ἐέρχατο, aor. part. acc. ἐρχθέντα: shut off by barrier or enclosure, ἐντὸς ἐέργειν, shut in, Il. 2.617, etc.; of simply ‘enclosing,’ διακεκριμέναι δὲ ἕκασται | ἔρχατο, the young animals were severally ‘penned,’ Od. 9.221, Od. 14.73; ἐρχθέντ' ἐν ποταμῷ, ‘shut up,’ Il. 21.282; also of ‘crowding,’ ‘pressing closely,’ Il. 16.395; mostly w. specifying adv. (as ἐντός above), ζυγὸν ἀμφὶς ἐέργει (βόε), ‘holds apart,’ Il. 13.706; so ἐκτός, Od. 12.219; κατά, Od. 10.238; the gen. may follow even the simple verb, ὡς ὅτε μήτηρ | παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν, ‘keeps a fly away from her child,’ Il. 4.131; ἐεργμέναι, Il. 5.89; better reading ἐερμέναι.
see ἔργω.
English (Slater)
εἴργω
1 prevent εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ' ἕτερον ἕτερα (N. 7.6) in tmesis, οἱ δ' ἀπὸ πάμπανεἴργοντες (v. ἀπαγείρω.) (O. 13.60)
Spanish (DGE)
εἵργω v. ἔργω
Greek Monolingual
εἴργω και εἵργω (Α)
βλ. έργω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εἴργω (< ε-(F)εργω, με προθηματ. ε-) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα wer-g- «κλείνω, εγκλείω, περικλείω». Οι διάφοροι τ. του ρήματος εμφανίζονται τόσο με ψιλή όσο και με δασεία
πρβλ. ενεστ. εἴργω (απείργω) και εἵργω (καθείργω), μέλλ. εἴρξω και εἵρξω, αόρ. ἔρξα (Οδ.), εἷρξα (Ηρόδ. κ.α.), παθ. αόρ. ἔρχθην (Ιλ.) και εἵρχθην, παρακμ. εἶργμαι (Ξενοφ.) και εἷργμαι (Αριστ.). Η δασύτητα ερμηνεύτηκε από τους τύπους του μέλλ. και του αορ., όπου έπειτα από το αρχικό F ακολουθούσε άηχο ρ σε περιβάλλον πριν από άηχο σύμφωνο, δηλ. ἑρκτ-, ερξ-. Στις άλλες ΙΕ γλώσσες δεν υπάρχουν ακριβείς αντίστοιχοι τύποι εκτός από αβεστ. ευκτ. v∂r∂z-yan «αυτοί θά 'πρεπε να αμπαρώσουν», λιθ. veržiu, veřžti «σφίγγω, περιορίζω, πιέζω», λατ. urgeō «πιέζω» και διάφοροι άλλοι, οι οποίοι όμως αποκλίνουν σημασιολογικά.
ΠΑΡ. ειρκτή
αρχ.
ειργμός, είρξις.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
εἴργω: и εἵργω, ион. ἔργω и ἔργνῡμι, эп. тж. ἐέργω и ἐέργνῡμι (impf. εἷργον и ἔεργον, fut. εἴρξω, εἵρξω и ἔρξω, aor. 1 εἶρξα, εἷρξα и ἔρξα, aor. 2 εἴργᾰθον, ἔργᾰθον и ἐέργᾰθον; pass.: aor. εἴρχθην и εἵρχθην, ἔρχθην и ἕρχθην, pf. εἶργμαι и εἷργμαι; adj. verb. εἰρκτός, εἰρκτέος и ἑρκτός)
1) затворять, запирать (θύραι δόμον ἔεργον Hom.): ἔνδον εἷρξαί τινα Arph. держать кого-л. взаперти; κλῄθροις εἵργεσθαι Eur. подвергнуться (тюремному) заключению; εἷρξαί τινα δέκα μῆνας Dem. держать кого-л. в тюрьме десять месяцев; γέφυραι ἐεργμέναι Hom. крепко вделанные мосты или хорошо укрепленные плотины; ξύμπαντα τὰ οἰκεῖα ἐντὸς μιᾶς ὁμοιότητος εἷρξαι Plat. все родственные (друг другу) предметы заключить в единое подобие, т. е. в общее понятие;
2) закрывать, защищать (σάκεσσι ἔρχατο πάντῃ Hom.);
3) сдерживать, удерживать, тж. не допускать, отгонять (μυῖάν τινος Hom.): τῆλέ τινα εἴ. Hom. не подпускать кого-л. на близкое расстояние; εἴ. πελάζειν Soph. не давать приблизиться; εἴ. τινὶ δόρυ Aesch. отводить от кого-л. копье; χαίροντα τινα εἰργάθειν Soph. сдерживать чей-л. восторг; ἐκτὸ; εἴ. νῆα τοῦ κύματος Hom. держать корабль вдали от волн, т. е. охранять от натиска волн; εἴρξασθαι ἐκ τῶν Ἑλληνίδων πόλεων Xen. не иметь доступа в греческие города; ἀπὸ χώρων εἰργόμενος Aesch. гонимый из (всех) стран; εἴ. τινὰ μάχης Plut. удерживать кого-л. от битвы; οὐ καῦμα, οὐ νὺξ ἔργει μὴ οὐ κατανύσαι τὸν δρόμον Her. ни зной, ни ночь не препятствуют совершить путь; εἴ. (τοὺς πολεμίους) ὥστε μὴ δύνασθαι βλάπτειν ἡμᾶς πορευομένους Xen. лишить неприятелей возможности помешать нашему прохождению; med. воздерживаться, удерживаться (τῶν ἀσέπτων Soph.; γέλωτος Plat.): ἔργεαθαι τοῦ ἄλσεος Her. не входить в (священную) рощу; εἴργου Soph. не смей, прочь;
4) лишать (τινὰ σιτίων Her.; εἰργόμενοι τῆς χώρας διὰ πόλεμον Arst.): εἴ. τινὰ τῆς ἀγορᾶς καὶ τῶν ἱερῶν Lys. запретить кому-л. доступ в народное собрание и участие в жертвоприношениях; πυρὸς καὶ ὕδατος εἴργεσθαι Plut. (лат. aqua et igni interdici) быть лишенным воды и огня, т. е. гражданских прав;
5) отделять, отсекать (ὦμον ἀπὸ νώτου Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: fence in, shut out (on the meaning Brunel Aspect verbal 27f., 122).
Other forms: (εἵργω), εἴργνυμι, ep. ἐέργω, ἐέργνυμι, ep. ion. ἔργω, ἔργνυμι, aor. 1. εἶρξαι (εἷρ-, ἔρ-, ἕρ-), aor. 2. κατ-ΕϜοργον (Cypr.), pass. εἰρχθῆναι (εἱρ- etc.), fut. εἴρξω (εἵρξω, Heracl. ἀφ-, ἐφ-έρξοντι, συν-hέρξοντι), perf. med. εἶργμαι, ἔεργμαι (ἔργμαι), ep. 3. plur. ἔρχαται, -ατο with the lengthening ἐρχατόωντο ξ 15 (s. Leumann Hom. Wörter179ff.), lengthened pret. εἰργαθεῖν (-άθειν?; Schwyzer 703 m. n. 6)
Compounds: Often with prefix: ἀπ(ο)-, ἀφ-, δι-, εἰσ-, ἐφ-, ἐξ-, κατ- (καθ-), συν- a. o.
Derivatives: εἱρκτή (ἐρ-), often plur. inclosure, prison, women's appartments (Ion.-Att.); εἱργμός prison (Pl.); (σύν-, κάθ-, ἔξ-)εἷρξις shutting in etc. (Pl.) with -ειρκτικός; ἄφ-ερκτος shut out (A. Ch. 446 [lyr.]).
Origin: IE [Indo-European] [1154] *h₁u̯erg- shut in, press
Etymology: Except the zero grade thematic aorist Cypr. κατ-ÉϜοργον (-έ- or -ή-, Schwyzer 653 β) all forms, including the nouns, go back on full grade ἐ-(Ϝ)έργω, εἴργω; the aspiration in εἷρξαι, ἕρξω, εἵργω etc. acc. to Sommer Lautstud. 127f. arose before voiceless ρ in ἑρκτ-, ἑρξ- (?). Details in Solmsen Unt. 221ff. - Nothing comparable in the other languages. Cognates perhaps in opt. Av. vǝrǝz-yąn they should shut out and in Lith. veržiù, ver̃žti narrow in, string, press (Fraenkel KZ 72, 193ff.). Semantically unclear some Indo-Iranian nouns: Skt. vr̥jána- n. fencing in = Av. vǝrǝzǝna-, varǝzāna- community, OP. vardana- town (from where as a loan Skt. vardhana- id., Wackernagel-Debrunner KZ 67, 168; wrong Hall Lang. 12, 297ff.), Skt. vrajá- m. fence; unclear also an Irish word for wall etc., OIr. fraig, NIr. fraigh wall of wickerwork, roof, fence.
Frisk Etymology German
εἴργω: {eírgō}
Forms: (εἵργω), εἴργνυμι, ep. ἐέργω, ἐέργνυμι, ep. ion. poet. usw. ἔργω, ἔργνυμι, Aor. 1. εἶρξαι (εἷρ-, ἔρ-, ἕρ-), Aor. 2. κατΈϝοργον (kypr.), Pass. εἰρχθῆναι (εἱρ- usw.), Fut. εἴρξω (εἵρξω, herakl. ἀφ-, ἐφέρξοντι, συν-hέρξοντι), Perf. Med. εἶργμαι, ἔεργμαι (ἔργμαι), ep. 3. Plur. ἔρχαται, -ατο mit der künstlichen Erweiterung ἐρχατόωντο ξ 15 (s. Leumann Hom. Wörter 179ff. mit kühnem Erklärungsversuch und weiterer Lit.), erweitertes Prät. εἰργαθεῖν (-άθειν?; Schwyzer 703 m. A. 6 m. Lit.)
Grammar: v.
Meaning: einschließen, ausschließen, abhalten (zur Bed. Brunel Aspect verbal 27f., 122).
Composita : Oft mit Präfix: ἀπ(ο)-, ἀφ-, δι-, εἰσ-, ἐφ-, ἐξ-, κατ- (καθ-), συν- u. a.
Derivative: Wenige Ableitungen: εἱρκτή (ἐρ-), oft im Plur. Verschluß, Gefängnis, Frauengemach (ion. att.); εἱργμός Einsperrung, Gefängnis (Pl. usw.); (σύν-, κάθ-, ἔξ-)εἷρξις das Einschließen (Pl., Plu., Ael. u. a.) mit -ειρκτικός; ἄφερκτος ausgeschlossen (A. Ch. 446 [lyr.]).
Etymology : Bis auf den schwundstufigen thematischen Aorist kypr. κατ-Éϝοργον (-έ- oder -ή-, Schwyzer 653 β) gehen alle Formen, einschließlich der Nomina, auf das hochstufige (ϝ)έργω, mit Vokalprothese ἐ-(ϝ)έργω, εἴργω, zurück; die Aspiration in εἷρξαι, ἕρξω, εἵργω usw. entstand nach Sommer Lautstud. 127f. vor stimmlosem ρ in ἑρκτ-, ἑρξ-. Einzelheiten bei Solmsen Unt. 221ff. — Die übrigen Sprachen bieten nichts, was mit den griechischen Formen direkt vergleichbar wäre. Wahrscheinliche Verwandte liegen indessen vor in dem schwundstufigen athematischen Opt. aw. vərəz-yąn sie sollen absperren ebenso wie in lit. veržiù, ver̃žti einengen, schnüren, pressen (Fraenkel KZ 72, 193ff.). Semantisch mehrdeutig sind in etymologischer Hinsicht einige indoiranische Nomina: aind. vr̥jána- n. Umhegung, Einfriedigung = aw. vərəzə̄na-, varəzāna- Gemeinschaft, ap. vardana- Stadt (woraus durch Entlehnung aind. vardhana- ib., Wackernagel-Debrunner KZ 67, 168; abzulehnen Hall Lang. 12, 297ff.), aind. vrajá- m. Hürde, Umhegung; unsicher ebenfalls ein irisches Wort für Wand, air. fraig, nir. fraigh Wand aus Flechtwerk, Dach, Hürde; vgl. die Diskussion bei WP. 1, 290, wo auch weitere Lit.
Page 1,465-466