βαιός
English (LSJ)
ά, όν, A little, small, βαιὰ ποικίλλειν ἐν μακροῖσιν κτεάνων Pi.P. 9.77; β. νῆσος A.Pers.448; μέρος β. ἔχειν Id.Ag.1574 (lyr.); ὄλβος prob. in E.Fr.825; γλῶττα Ar.Nu.1013; μαλλὸς εἰρίων Herod.8.12; scanty, and of number, few, σῦκα βαιά Anan.3, cf. Hp.Lex1; βαιά γ' ὡς ἀπὸ πολλῶν A.Pers.1023 (lyr.); β. κύλιξ a scanty cup, i.e. one only, S.Fr.42, Lyc.Fr.3; ῥάκη β. a few, paltry, S.Ph.274; εἶπε πρός με βαιά few words, Id.Aj.292; but βαιὰν… λόγων φάμαν low-spoken, Id.Ph.845 (lyr.); ἥσθην δὲ βαιά, πάνυ δὲ βαιά, τέτταρα Ar. Ach.2; ἐχώρει βαιός he was going with scanty escort, i. e. alone, S. OT750; of condition, mean, humble, βαιοί, opp. οἱ μεγάλοι, Id.Aj. 160 (anap.); ἐκ κάρτα βαιῶν γνωτὸς ἂν γένοιτ' ἀνήρ from a low condition, Id.Fr.282; οὐχὶ βαιὰ τἀνθυμήματα Id.OC1199; βαιᾷ τῇδ' ὑπὸ στέγῃ Id.Ph.286; of time, short, Sol.10, S.Tr.44; βαιῆς ἄπο from infancy (of a girl), IG14.1892: neut. βαιόν as adverb, a little, S.Aj. 90, Ph.20: of time, Id.OC1653, Tr.335: pl., βαιά, φρονήσει τύχη μάχεται Democr.119; κατὰ βαιόν = by little and little, D.P.622: Comp. βαιότερος, opp. μείζων, Parm.8.45, cf. Opp.C.3.86: Sup. βαιότατος AP9.438 (Phil.).—Poet., Ion., and later Prose, as Phld.Rh.1.195, 244S., Id.Ir.p.95 W.
German (Pape)
[Seite 426] ά, όν, klein, gering, βαιὰ ποικίλλειν ἐν μακροῖσιν Pind. P. 9, 77; μέρος Aesch. Ag. 1556; νῆσος Pers. 440; στέγη Soph. Phil. 286; χρόνος, Ggstz οὐχὶμυρίος, Tr. 44; vgl. Phani. 1 (XII, 31) u. öfter; Ggstz der μεγάλοι, vom niedrigen Stande, Ai. 160; τράπεζα Antiphan. Ath. XII, 544 f; oft in Anth., βαιῆς ἄπο, sc. ἡλικίας, von klein auf, Ep. ad 732 (App. 210); βαιότερον, Ggstz von μεῖζον, Parmenid. 106. – Adv. βαιόν, ein wenig, Soph. Ai. 90 u. sp. D.; βαιά Ar. Ach. 2; κατὰ βαιόν, nach und nach, D. Per. 622. In Prosa Hippocr. p. 2, 4 F. im Ggstz von πολλοί.
Greek (Liddell-Scott)
βαιός: -ά, -όν, μικρός, ὀλίγος, Πίνδ. Π. 9. 134· β. νῆσος Αἰσχ. Πέρσ. 448· μέρος β. ἔχειν ὁ αὐτ. Ἀγ. 1574· μικρός, καὶ ἐπὶ ἀριθμ. ὀλίγος, μόνος, σῦκα βαιὰ Ἀναν. Ἀποσπ. 3 Bgk.· βαιὰ γ’ ὡς ἀπὸ πολλῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 1023· βαιὰ κύλιξ, Σοφ. Ἀποσπ. 49· ῥάκη β., ὀλίγα, ἀσήμαντα, ὁ αὐτ. Φ. 274· εἰπὲ πρός με βαιά, ὀλίγους λόγους, ὁ αὐτ. Αἴ. 292, πρβλ. Ἀποσπ. 255. 2 (ἀλλά, βαιὰν ... λόγων φάμαν, χαμηλῇ τῇ φωνῇ λαλουμένην, ὁ αὐτ. Φ. 845)· ἐχώρει βαιός, μὲ ὀλίγην συνοδίαν, δηλ. μόνος, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 750· ἐπὶ καταστάσεως, χαμηλός, χαμερπής, πρόστυχος, ταπεινός, βαιοί, ἀντίθ. τῷ οἱ μεγάλοι, ὁ αὐτ. Αἴ. 160· ἐκ ... βαιῶν γνωτός ἂν γένοιτ’, ἐκ ποταπῆς καταστάσεως, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 255· οὐχὶ βαιὰ τἀνθυμήματα ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1199· βαιᾷ τῇδ’ ὑπὸ στέγῃ ὁ αὐτ. Φ. 286· ἐπὶ χρόνου, βραχύς, Σόλων 17, Σοφ. Τρ. 44· ἀπὸ βαιῆς [ἐνν. ἡλικίας], ἐκ νηπιότητος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 210· ― οὐδ. βαιόν, ὡς ἐπίρρ., ὀλίγον, Σοφ. Αἴ. 90, Φ. 20· ἐπὶ χρόνου, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1653, Τρ. 335· οὕτω πληθ., βαιά· Ἀριστοφ. Ἀχ. 2· κατὰ βαιόν, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, Διον. Π. 622· συγκρ., βαιότερος Ὀππ. Κυν. 3. 86. ― Ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ ὀλίγος. ― Πρβλ. τὸν Ἰων. τύπον ἠβαιός.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
I. 1 petit ; adv. • βαιόν, un peu;
2 faible : βαιὰ φάμα dor. SOPH voix faible, voix basse;
3 humble, modeste : βαιὰ στέγη SOPH humble toit ; οἱ βαιοί SOPH les petits;
II. avec idée de temps de peu de durée, court;
III. avec idée de nombre peu nombreux : εἰπὲ βαιά SOPH dis quelques mots ; rare ; isolé, unique ; ἐχώρει βαιός SOPH il allait en modeste équipage, càd sans escorte, seul.
Étymologie: DELG ?
English (Slater)
βαιός
1 few, scanty βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν (Pae. 2.74) n. pl. pro subs., βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς i. e. brief (P. 9.77)
Spanish (DGE)
-ά, -όν
1 pequeño νῆσος A.Pers.448, μέρος A.A.1574, Phld.Rh.1.244, Nonn.Par.Eu.Io.6.7, ὄλβος E.Fr.825, μα[λ] λὸς εἰρίων Herod.8.12, οὔτε τι μεῖζον οὔτε τι βαιότερον Parm.B 8.45, βαιοτέροισί τ' ἐφωπλίσσαντο λαγωοῖς Opp.C.3.86
•sup., de pers. diminuto, AP 9.438 (Phil.)
•corto γλῶττα Ar.Nu.1013.
2 poco c. idea de número σῦκα Anan.2.2, en plu. op. πολλοί Hp.Lex 1, βαιά γ' ὡς ἀπὸ πολλῶν A.Pers.1023, εἶπε πρός με βαί' me respondió con pocas palabras S.Ai.292, ἥσθην δὲ βαιά, πάνυ δὲ βαιά, τέτταρα pocos gustos tuve, muy pocos, cuatro a lo más Ar.Ach.2
•escaso, raro, único πότερον ἐχώρει βαιός, ἢ πολλοὺς ἔχων ἄνδρας λοχίτας; ¿iba solo o con muchos guardias? S.OT 750, βαιόν τι μῆχαρ una escasa ayuda Lyc.568, βαιὰς εἶναι τὰς θεματικὰς [π] αρατηρήσεις Phld.R.1.195, τὰς ὠφελίας ἡγεῖται τὰς ἔξωθεν βαιάς Phld.Ir.48.20, βαιὰ κύλιξ copa única S.Fr.42, Lyc.Fr.3
•neutr. sg. como adv. un poco βαιὸν δ' ἔνερθεν un poco más abajo S.Ph.20, τί βαιὸν οὕτως ἐντρέπῃ τῆς συμμάχου; ¿por qué haces tan poco caso de tu aliada? S.Ai.90, βαιὸν ... ἔρχεται ἡμάτιος remonta ... durante poco tiempo por el día ref. al lucero Sirio, Hes.Op.418, τὸ βαιὸν ἔχον ... νοῦν lo que escasamente tiene raciocinio Phld.D.1.11.26, en plu. βαιά pocas veces Democr.B 119, κατὰ βαιόν poco a poco Ael.Fr.123, D.P.622, Nonn.D.4.435.
3 corto, exiguo, breve c. idea de tiempo χρόνος Sol.10.1, S.Tr.44, Lyc.311, Nonn.Par.Eu.Io.16.16, βαιῆς ἄπο desde pequeña, IUrb.Rom.1250.11 (I d.C.)
•neutr. como adv. un poco de tiempo ἔπειτα ... βαιόν un poco después S.OC 1653, βαιὸν ἀμμείνασ' esperando un poco S.Tr.335, cf. Lyc.744, Q.S.1.80, 3.783, πρὸς βαιὸν ... εὐνομίην ἄγομεν por poco tiempo tenemos paz, AP 16.212 (Alph.), en plu. βαιὰ ποικίλλειν bordar breves relatos Pi.P.9.77.
4 fig. débil φάμα S.Ph.845
•humilde, modesto μετὰ γὰρ μεγάλων βαιὸς ἄριστ' ἂν ... ὀρθοῖθ' con los grandes el modesto puede acoplarse perfectamente S.Ai.160, στέγη S.Ph.286, τἀνθυμήματα S.OC 1199, ἐκ κάρτα βαιῶν γνωτὸς ἂν γένοιτ' ἀνήρ de orígenes muy humildes podría resultar un hombre célebre S.Fr.282, ῥάκη βαιά andrajos miserables S.Ph.274.
Greek Monolingual
βαιός, -ά, -όν (Α)
Greek Monotonic
βαιός: -ά, -όν, μικρός, λίγος, ανεπαρκής, πενιχρός και, όταν λέγεται για νούμερα, ελάχιστος, σε Πίνδ., Αισχύλ., Σοφ.· ἐχώρει βαιός, πήγαινε με ανεπαρκή συνοδεία, δηλ. μόνος, στον ίδ.· λέγεται για κατάσταση, χαμηλός, χαμερπής, πρόστυχος, άθλιος, ταπεινός, στον ίδ.· χρησιμοποιείται για χρόνο, βραχύς, σύντομος, σε Σόλ., Σοφ.· το ουδ. βαιόν ως επίρρ., ελάχιστα, στον ίδ.· με την ίδια σημασία το ουδ. στον πληθ. βαιά, σε Αριστοφ.· πρβλ. το Ιων. ἠβαιός.
Russian (Dvoretsky)
βαιός: 3
1) маленький, небольшой (νῆσος, μέρος Aesch.; στέγη Soph.);
2) незнатный, незаметный, скромный (ἀνήρ Soph.);
3) короткий, непродолжительный (χρόνος οὐχὶ β. Soph.);
4) немногочисленный (εἰπεῖν βαιά Soph.): βαιά γ᾽ ὡς ἀπὸ πολλῶν Aesch. ничтожное из многого, т. е. жалкие остатки;
5) один, единственный (κύλιξ Soph.): πότερον ἐχώρει β.; Soph. он ехал без провожатых?;
6) ранний, юный: ἀπὸ βαιῆς (sc. ἡλικίας) Anth. с детства.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: small, slight (Parm.);
Other forms: Cf. ἠβαιός (Il.).
Derivatives: βαιών, -όνος m. a small worthless fish = βλέννος (Epich.), cf. Strömberg Fischnamen 32, Chantraine Étrennes Benveniste 10. On the meaning μέτρον παρὰ Ἀλεξανδρεῦσι (H.) s. βαΐς.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The word has been compared with ἠβαιός. Fur. 378 takes the ἠ- as prothesis and as sign of Pre-Gr. origin; uncertain.
Middle Liddell
little, small, scanty, and of number, few, Pind., Aesch., Soph.; ἐχώρει βαιός he was going with scanty escort, i. e. alone, Soph.: of condition, low, mean, humble, Soph.: of time, short, Solon, Soph.:— neut. βαιόν, as adv. a little, Soph.; so pl. βαιά, Ar. Cf. ἠβαιός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαιός -ά -όν, poët., klein, gering:; β. νῆσος een klein eiland Aeschl. Pers. 448; van aantal; εἶπε πρός με βαιά hij sprak een paar woorden tegen mij Soph. Ai. 292; ἐχώρει βαιός hij liep alleen Soph. OT 750; van status; βαιᾷ τῇδ’ ὑπὸ στέγῃ onder dit nederige dak Soph. Ph. 286; subst..; οἱ βαιοί de sociaal lageren Soph. Ai. 160; van hoeveelheid; χρόνον... βαιόν gedurende weinig tijd Soph. Tr. 44; adv. βαιόν een beetje.
Frisk Etymology German
βαιός: {baiós}
Forms: Hom. dafür ἠβαιός; s. d.
Meaning: klein, gering (ion. poet.);
Derivative: Davon βαιών, -όνος m. N. eines kleinen Fisches = βλέννος (Epich.), vgl. Strömberg Fischnamen 32, Chantraine Étrennes Benveniste 10; im Sinn von μέτρον παρὰ Ἀλεξανδρεῦσι]] (H.) falsch für βάϊον, s. βάϊς.
Etymology: Unerklärt.
Page 1,210
English (Woodhouse)
few, humble, insignificant, little, mean, obscure, slender, slight, small