πατριώτης
English (LSJ)
ου, Dor. -τας, ὁ, voc. A -ῶτα Nico 1: (πάτριος):—fellow-countryman: prop. of barbarians who had only a common πατρίς, πολῖται being used of Greeks who had a common πόλις, Poll. 3.54, Hsch., Phot.: hence μήτε πατριώτας ἀλλήλων εἶναι τοὺς μέλλοντας ῥᾷον δουλεύσειν Pl.Lg.777c; τοῖσι Λυκούργου π., Lycurgus being satirized as an Egyptian, Pherecr. 11, cf. Alex. 326; also ἵπποι π., = ἐγχώριοι, X.Cyr.2.2.26: metaph., of Mt. Cithaeron, π. Οἰδίπου S.OT 1091 (lyr.); π. θεός, of Dionysus, Plu.2.671c; π. ἐστί μοι.—Ans. ἐλάνθανες ἄρα βάρβαρος ὤν Luc.Sol.5; cf. πατριῶτις. II later, = πολίτης, Iamb. VP5.21. III member of a πατριά 11.1, IG4.757B12 (Troezen), Michel 995 B 4 (Delph., v B. C.).
German (Pape)
[Seite 536] ὁ, der aus dem nämlichen Lande ist, Landsmann, auch der in demselben Lande wohnt; ursprünglich aber ward das Wort nur von Sclaven und von Thieren gebraucht, z. B. ἵπποι πατριῶται, Xen. Cyr. 2, 2, 26; vgl. Ath. XI, 487 c; D. C. 40, 9; u. übertr. von leblosen Dingen, wie Soph. O. R. 1091 den Berg Kithäron den πατριώτης des Oedipus nennt; nach Poll. 3, 54 ist es bei den Barbaren = Mitbürger, dem πολίτης der freien Griechen entsprechend, vgl. Luc. soloec. 5 u. B. A. 113, wo es aus Alexis angeführt wird, u. Pherecr. bei Schol. Ar. Av. 1296; so auch Plat. μήτε πατριώτας ἀλλήλοις εἶναι τοὺς μέλλοντας ῥᾷον δουλεύσειν, Legg. VI, 777 d, u. so bei Sp.; Plut. Symp. 4, 6, 1 nennt den Dionysus seinen πατριώτης θεός; u. bei Iambl. v. Pyth. 52 sind πατριῶται wirklich Mitbürger.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 qui est du même pays, qui est du pays, indigène;
2 c. πολίτης chez les Barbares.
Étymologie: πατριά.
Greek (Liddell-Scott)
πατριώτης: -ου, ὁ, κλητικ. -ῶτα Νίκων ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· (πάτριος)· - ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν πατρίδα, συμπατριώτης· κυρίως τὸ πατριώτης ἐλέγετο ἐπὶ τῶν βαρβάρων οἵτινες εἶχον μόνον κοινὴν πατρίδα, ἐν ᾧ οἱ Ἕλληνες ἐκαλοῦντο καθ’ ἑαυτοὺς πολῖται ὡς ἔχοντες κοινὴν πόλιν (ἤτοι ἐλευθέραν πόλιν), Πολυδ. Γ΄, 54, Ἡσυχ., Φώτ· ἐντεῦθεν: μήτε πατριώτας ἀλλήλων εἶναι τούς μέλλοντας ῥᾷον δουλεύσειν (διότι παρὰ τοῖς βαρβάροις πάντα δοῦλα πλὴν ἑνός) Πλάτ. Νόμ. 777C τοῖσι Λυκούργου πατριώταις, «φαίνονται τὸν Λυκοῦργον Αἰγύπτιον εἶναι νομίζοντες ἢ τὸ γένος ἢ τοὺς τρόπους» (Σχόλ. Εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1294), Φερεκράτ. ἐν «Ἀγρίοις» 5, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν Ἀδηλ. 74: ἐντεῦθεν ὁ Ξενοφ. λέγει ἵπποι πατριῶται = ἐγχώριοι, Κύρ. 2. 2. 26· καὶ κατὰ μεταφορ. ὁ Σοφ. καλεῖ τὸν Κιθαιρῶνα πατριώτην τοῦ Οἰδίποδος, Ο. Τ. 1091· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, τὸν πατριώτην Θεόν,. μαινομέναις ἀνθέοντα τιμαῖσι Διόνυσον Πλούτ. 2. 671C· π. ἐστί μοι. - Ἀπόκρ. ἐλάνθανες ἄρα βάρβαρος ὢν Λουκ. Σολοικ. 5·
Greek Monolingual
ο ΝΜΑ, δωρ. τ. πατριώτας, θηλ. πατριῶτις, Α, θηλ. πατριώτισσα Ν
νεοελλ.
1. ο συντοπίτης, ο καταγόμενος από την ίδια χώρα ή πόλη ή χωριό
2. συνεκδ. αυτός που αγαπά την πατρίδα του, ο φιλόπατρις
3. η κλητ. πατριώτη
ως προσφώνηση άγνωστου συνήθως προσώπου («γεια σου, πατριώτη»)
αρχ.
1. πολίτης
2. μέλος πατριός
3. ο εγχώριος, αυτός που υπάρχει στην πατρίδα κάποιου («ἵπποι πατριῶται», Ξεν.)
4. (ειδικά για τους βαρβάρους που είχαν μόνο κοινή πατρίδα, σε αντίθεση με τους Έλληνες που είχαν κοινή πόλη ελεύθερη και γι' αυτό ονομάζονταν πολῑται) συμπατριώτης, αυτός που έχει κοινή πατρίδα με κάποιον
5. το θηλ. πατριῶτις
ως επίθ. α) αυτή που ανήκει στην πατρίδα ή στον τόπο καταγωγής (α. «πατριῶτις γῆ» — η πατρίδα, Ευρ.
β. «πατριῶτις στολή» — η ενδυμασία του τόπου καταγωγής, Λουκιαν.)
β) προσωνυμία της Αρτέμιδος στη Σπάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατριά + κατάλ. -ώτης (πρβλ. ηλικι-ώτης). Η λ. με τη σημ. «αυτός που έχει κοινή πατρίδα με κάποιον, συμπατριώτης» χρησιμοποιήθηκε κυρίως αναφορικά προς τους βαρβάρους, ενώ για τους κατοίκους της Ελλάδας, στην οποία ίσχυε το σύστημα πόλη-κράτος, προτιμήθηκε ο όρος πολίτης / συμπολίτης. Με τη σημ. αυτή η λ. πατριώτης θα πρέπει να συνδεθεί με το επίθ. πάτριος.
Greek Monotonic
πατριώτης: -ου, ὁ, αυτός που προέρχεται από την ίδια χώρα, συμπατριώτης, λεγόταν για τους βαρβάρους που είχαν μόνο μια πατρίδα· το πολῖται χρησιμοποιήθηκε για τους Έλληνες που είχαν κοινή πόλις (ή ελεύθερο κράτος), σε Πλάτ.· ἵπποι πατριῶται, σε Ξεν.· μεταφ., το όρος Κιθαιρώνας καλείται πατριώτης του Οιδίποδα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πατριώτης: ου adj. m местный, туземный (ἵπποι Xen.).
ου ὁ соотечественник, земляк (πατριώτας ἀλλήλων εῖναι Plat.): Κιθαιρὼν π. Οἰδίπου Soph. родной Эдипу Киферон.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατριώτης -ου, ὁ [πατριά] landgenoot; adj.. ἵπποι πατριῶται inheemse paarden Xen. Cyr. 2.2.26.
Middle Liddell
πατριώτης, ου, ὁ, πάτριος
one of the same country, a fellow-countryman, applied to barbarians who had only a common πατρίς, πολῖται being used of Greeks who had a common πόλις (or free state), Plat.; ἵπποι πατρ. Xen.; by a metaph., Mount Cithaeron is the πατριώτης of Oedipus, Soph.