φολκός
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ὁ, dub. sens., prob. bandy-legged, epithet of Thersites in Il.2.217; wrongly expld. by Sch. as squinting.
German (Pape)
[Seite 1297] ὁ, nur Il. 2, 217 als Beiwort des Thersites; nach den Alten, wie Schol. zur Stelle, παρὰ τὸ ἐφέλκεσθαι τὰ φάη, ὁ τὰ φάη εἱλκυσμένος, ὅ ἐστιν ἐστραμμένος, also mit verdrehten Augen, schieläugig; Buttm. Lexil. I p. 246 leitet es mit φάλκης, φάλκις, φόλκις von einer verloren gegangenen Verbalform ab, die mit ἕλκω zusammenhange, schiefe Beine, krummbeinig, u. da Homer die Schilderung des Thersites mit den Füßen von unten auf anfängt, wie neben einander stehen φολκὸς ἔην, χωλὸς δ' ἕτερον πόδα, so ist es natürlicher, es von den Füßen, als es von den Augen zu verstehen; Hesych. hat die Erkl. στραβός, λιπόδερμος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
louche ou (plus probabl.) cagneux.
Étymologie: R. Φαλκ, être recourbé ; cf. lat. falx, falco.
Greek (Liddell-Scott)
φολκός: ὁ, μόνον ἐν Ἰλ. Β. 217, ὡς ἐπίθετον τοῦ Θρεσίτου· κατὰ τὸ Ἑνετ. Σχόλ. Α: ὁ τὰ φάη εἰλκυσμένος, ὅ ἐστιν ἐστραμμένος, τὰς ὄψεις διάστροφος, ἀλλοίθωρος· οὕτω δὲ καὶ τὰ Σχόλ. Β, καὶ ὁ Εὐστ.· ἀλλὰ τοῦτο φαίνεται ἁπλῆ εἰκασία· ὁ Βούτμαν. (Λεξιλ. ἐν λέξ.) νομίζει πιθανὸν ὅτι σημαίνει τὸν ῥαιβὸν ἢ στρεβλόπουν, Λατ. valgus· καὶ ἀναμφιβόλως ἡ σημασία αὕτη ἁρμόζει κάλλιον πρὸς τὴν Ὁμηρικὴν περιγραφήν, φολκὸς ἔην, χωλὸς δ’ ἕτερον πόδα…, διότι ἄρχεται ἀπὸ τῶν κατωτέρων μερῶν τοῦ σώματος καὶ χωρεῖ πρὸς τὰ ἄνω (Περὶ τῆς ῥίζης ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὰ φάλκης, ἐμφαλκόω, Λατιν. falx, falc-o, ἅπερ πάντα ἔχουσι τὴν σημασίαν τοῦ κεκαμμένου, ἢ καμπύλου).
English (Autenrieth)
bow-legged, Il. 2.217†.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. πιθ. (κυρίως ως προσωνυμία του Θερσίτου) ραιβόπους, στραβοπόδης («φολκὸς ἔην, χωλὸς δ' ἕτερον πόδα», Ομ. Ιλ.)
2. πιθ. αλλήθωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ. και ετυμολ. επίθ., το οποίο απαντά μόνο στον στ. Β 217 της Ιλιάδας στην περιγραφή του Θερσίτου. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το επίθ. φολκός πρέπει να ερμηνευθεί «αυτός που έχει στραβά πόδια» και με αφετηρία αυτήν τη σημ. έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι πρόκειται για αρχαϊκό τ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένον —με αφαίρεση του αρκτικού φωνήεντος— από έναν τ. ἐφολκός (< ὁλκός, ἕλκω) με σημ. «αυτός που σέρνει τα πόδια του (για τη σημ. πρβλ. τη σημ. του ρ. ἐφέλκω «σέρνω τα πόδια»). Εξάλλου, έχουν προταθεί και οι, λιγότερο πιθανές, συνδέσεις της λ. με τον τ. φάλος, ονομ. κάποιου μεταλλικού εξαρτήματος της περικεφαλαίας, καθώς και με το λατ. falx, falcis «δρεπάνι» ή με τα αρχ. άνω γερμ. scelah, αγγλοσαξ. sceolh με σημ. «πλάγιος, λοξός». Τέλος, λιγότερο πιθανή θεωρείται και η ερμηνεία του επιθ. «αλλήθωρος»].
Greek Monotonic
φολκός: ὁ, απαντάται μόνο σε Ομήρ. Ιλ.· ως επίθ. λέγεται για το Θερσίτη, πιθανόν στραβοπόδης, Λατ. valgus (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
φολκός: ὁ косоглазый, по по друг. кривоногий (Θερσίτης Hom.).
Middle Liddell
φολκός, οῦ, ὁ,
found only in Il., as epithet of Thersites, prob. bandy-legged, Lat. valgus. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
φολκός: {pholkós}
Meaning: Beiw. des Thersites (Β 217) unbekannter Bed.,
Etymology: mithin ohne Etymologie. Gewöhnlich (s. Curtius 169) als krummbeinig verstanden und von Persson Beitr. 2, 757 A. 5 vermutungsweise mit φάλος Bez. eines Helmschmucks od. Helmteils und mit aind. hvárate krumm, schief gehen u.a.m. verbunden; s. Lit. zu φάλος. Ältere Vorschläge bei Bq.
Page 2,1035