στιφρός
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ά, όν, firm, solid, Men. in POxy.1803.1, al.; of olives, Ar. Fr.141; σκέλη X.Cyn.4.1, cf. 5.30; πλεκτάνη Crobyl.7; καυλὸς σαρκώδης καὶ στιφρός Arist.HA510b28; of wood, Thphr.HP3.11.4, 5.1.11 (Comp.); opp. μαδαρός, of flesh, Arist.HA531b13; opp. ὑγρός, Id.GA735b18; opp. σομφός, ib.732b35; τὸ τῶν βατράχων ᾠὸν στερεὸν καὶ στιφρόν ib.754a34; of persons, stout, sturdy, νεανίας Philostr.Jun.Im. 15, cf. 1,3.—στρυφνός is a frequent v.l.
German (Pape)
[Seite 944] (ein Wort mit στιβαρός, vgl. στιβρός), dicht zusamnengedrückt, nach Moeris attisch für das hellenistische στριφνός, fest, stark; σκέλη Xen. Cyn. 4, 1, βρόχος 9, 13, u. sonst, von derbem, kräftigem, gedrungenem Körperbau, s. Jac. Philostr. imagg., 596. 604. Vgl. auch Ruhnk. zu Tim, 237.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
foulé, serré, compact ; fort, robuste ; particul. en parl. du corps, des membres.
Étymologie: στείβω.
Russian (Dvoretsky)
στιφρός: твердый, плотный (ἐλάα Arph.; σκέλη Xen.; σάρξ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
στιφρός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν λ. στιβαρός), στερεός, συμπαγής, ἐπὶ ἐλαιῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 190· σκέλη Ξεν. Κυν. 4, 1, πρβλ. 5, 30· πλεκτάνη Κρώβυλ. ἐν «Ψευδ.» 2· καυλὸς σαρκώδης καὶ στ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 24· ἀντίθετ. τῷ μαδαρός, ἐπὶ σαρκός, αὐτόθι 4. 6, 9· τῷ ὑγρός, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 5, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 6, 2· τῷ σομιός, π. Ζ. Γεν. 2. 1, 16· ᾠὸν στερεὸν καὶ στ. αὐτόθι 3. 3, 3· ἐπὶ προσώπων, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, δυνατός, νεανίας Φιλόστρ. Νεώτ. 887, πρβλ. 863, 866. 2) μεταφορ., ἐπίμονος, ἰσχυρογνώμων, Εὐστ. Πονημάτ. 115. 49. - στρυφνὸς ἀπαντᾷ συχν. ὡς διάφ. γραφή.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στιφρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -α, Ν
συμπαγής, σφιχτός, σφιχτοδεμένος (α. «στιφρό πέτρωμα» — το πέτρωμα του οποίου τα συστατικά αποτελούν ομοιόμορφη μάζα
β. «σάρκα στιφράν», Αριστοτ.
γ. «καυλὸς σαρκώδης καὶ στιφρός», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «στιφρὸς ιστός»
(πετρογρ.) ο στιφροκοκκώδης ιστός
β) «στιφρός πλακούντας»
ιατρ. μη φυσιολογική προσκόλληση του πλακούντα ή τμήματος του στο τοίχωμα της μήτρας
αρχ.
1. μτφ. ισχυρογνώμονας, πεισματάρης («καλοίμην αυστηρός και στιφρός», Ευστ.)
2. ρωμαλέος, σφιχτοδεμένος, γερός («στιφρός νεανίας», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῖφος «πυκνή μάζα, πλήθος, ομάδα» + επίθημα -ρός (πρβλ. κῦδος: κυδρός, αἶσχος: αἰσχρός)].
Greek Monotonic
στιφρός: -ά, -όν, όπως το στιβᾰρός, σκληρός, στερεός, συμπαγής, σε Ξεν.