παρεκτός

From LSJ
Revision as of 08:50, 20 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "down" to "down")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκτός Medium diacritics: παρεκτός Low diacritics: παρεκτός Capitals: ΠΑΡΕΚΤΟΣ
Transliteration A: parektós Transliteration B: parektos Transliteration C: parektos Beta Code: parekto/s

English (LSJ)

Adv. A besides or except for a thing, c. gen., Ev.Matt.5.32, Act.Ap.26.29. II abs., χωρὶς τῶν παρεκτός = besides things external, 2 Ep.Cor.11.28.

German (Pape)

[Seite 514] adv., außer, außerhalb, LXX. u. N. T.

French (Bailly abrégé)

1 adv. hors, dehors, à l'extérieur;
2 prép. hors de, gén..
Étymologie: παρά, ἐκτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εκτός adv. buiten; subst.: χωρὶς τῶν παρεκτός afgezien van de bijzaken NT 2 Cor. 11.28. prep. met gen. behalve:. παρεκτὸς λόγου πορνείας behalve om reden van ontucht NT Mt. 5.32.

Russian (Dvoretsky)

παρεκτός: praep. cum gen. кроме, сверх (τινος NT): τὰ π. NT прочее.

English (Strong)

from παρά and ἐκτός; near outside, i.e. besides: except, saving, without.

English (Thayer)

(παρεμβάλλω) future παρεμβαλῶ; from Aristophanes and Demosthenes down;
1. to cast in by the side of or besides (cf. παρά, IV:1), to insert, interpose; to bring back into line.
2. from Polybius on, in military usage, to assign to soldiers a place, whether in camp or in line of battle, to draw up in line, to encamp (often in 1 Maccabees, and in the Sept. where for חָנָה): τίνι χάρακα, to cast up a bank about a city, L marginal reading T WH text

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. εκτός, πλην, αν εξαιρέσουμε, χώρια, ξέχωρα («παρεκτὸς λοιπὸν ὅτι αὐτὸς τὸν ὑπεσχέθη προστασίαν καὶ συνδρομήν», Καλλιγ.)
μσν.
άνευ, χωρίς («ἔζουν... καὶ παρεκτὸς ἀγάπης», Λίβ.)
αρχ.
φρ. «χωρὶς τῶν παρεκτός» — εκτός τών εξωτερικών πραγμάτων, ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκτός].

Greek Monotonic

παρεκτός: επίρρ., πέραν ή εκτός από, με γεν., σε Καινή Διαθήκη· απόλ., τὰ παρεκτός, πράγματα εξωτερικά, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκτός: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν., παρεκτὸς λόγου πορνείας Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. ε', 32, Πράξ. Ἀποστόλ. κϚ΄, 29. ΙΙ. ἀπολ., χωρὶς τῶν παρεκτός, ἐκτὸς τῶν ἐξωτερικῶν πραγμάτων, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ια΄, 28.

Middle Liddell


besides or except for, c. gen., NTest.: —absol., τὰ παρεκτός things external, NTest.

Chinese

原文音譯:parektÒj 爬而-誒克拖士
詞類次數:副詞(3)
原文字根:在旁-出去(的) 相當於: (זוּלָה‎)
字義溯源:此外,外面,只是,除了,除了⋯以外;由(παρά)*=旁,出於)與(ἐκτός)=外面)組成;其中 (ἐκτός)出自(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出,從,由於)
出現次數:總共(3);太(1);徒(1);林後(1)
譯字彙編
1) 除了⋯以外(1) 徒26:29;
2) 外面的(1) 林後11:28;
3) 除了(1) 太5:32