ἀπαυράω

From LSJ
Revision as of 13:00, 11 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τινά τι" to "τινά τι")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαυράω Medium diacritics: ἀπαυράω Low diacritics: απαυράω Capitals: ΑΠΑΥΡΑΩ
Transliteration A: apauráō Transliteration B: apauraō Transliteration C: apavrao Beta Code: a)paura/w

English (LSJ)

v. ἀπούρας.

Spanish (DGE)

v. ἀπηύρων.

German (Pape)

[Seite 282] gewöhnlich angenommenes praes.; bei Hom. nur die Formen ἀπηύρων, ἀπηύρας, ἀπηύρα, ἀπηύρατο, ἀπούρας, ἀπουρήσουσιν; die letzte nur Iliad. 22, 489, v.l. ἀπουρίσσουσιν, s. Buttmann Lexil. 1, 76 ff; ἀπηύρατο nur v.l. Od. 4, 646 für ἀπηύρα; ἀπούρας, partic. aor., nicht selten; ἀπηύρων, ἀπηύρας, ἀπηύρα der Form nach, wie es scheint, impft., der Bdtg nach überall aor.; ἀπηύρων 1. sing. Iliad. 9, 131. 19, 89. 23, 560. 808 Od. 13, 132, 3. plur. Iliad. 1, 430; ἀπηύρας 8, 237; ἀπηύρα häufig; ἀπηύρων, ἀπηύρας, ἀπηύρα, ἀπούρας nach Lehrs Beobachtung (Lachmann Betracht. über Hom. Ilias S. 7) fast nur Versende; mitten im Verse ἀπηύρων Iliad. 1, 430, ἀπηύρα Od. 4, 646; – ἀπούραις part. aor. Pind. P. 4, 149; ἀπουράμενοι Hes. Sc. 173; ἀπηύρω aor. med. v.l. Aesch. Prom. 28. Vgl. ἐπαυρίσκομαι, εὑρεῖν, αἱρέω, s. Buttmann Lexil. 1, 76 ff Ahrens Zeitschr. für die Alterthumsw. 1836 no 100. – Die Bdtg bei Hom. überall: wegnehmen; so erklärte Aristarch z. B. Iliad. 6, 17. 10, 495. 17, 125. 20, 290 ἀπηύρα = ἀφείλετο, s. Scholl. Aristonic.; Construction: τινά τι, z. B. Iliad. 6, 17 ἄμφω θυμὸν ἀπηύρα, 15, 462 Τεῦκρον εὖχος ἀπηύρα; τινί τι, Iliad. 17, 236. 21, 296. 22, 489 Od. 3, 192. 13, 132; τινός τι, nicht sicher, Iliad. 1, 430 τήν ῥα βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρων; Od. 4, 646 ἤ σε βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα νῆα; Iliad. 19, 89 Ἀχιλλῆος γέρας αὐτὸς ἀπηύρων; 9, 107 Βρισηίδα Ἀχιλῆος ἔβης κλισίηθεν ἀπούρας; Od. 18, 273 τῆς τε Ζεὺς ὄλβον ἀπηύρα. – Bei den Folgenden: theilnehmen, genießen, Vortheil u. Schaden haben, τινός, von etwas, ξύμπασα πόλις κακοῦ ἀνδρὸς ἀπηύρα Hes. O. 240; φόνον πρὸς τέκνων Eur. Andr. 1034; so auch med., τοιαῦτ' ἀπηύρω τοῦ φιλανθρώπου τρόπου Aesch. Prom. 28. Homerisch Sp. D., z. B. Apoll. Rh. 4, 916.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. impf. ἀπηύρων au sens d'un ao.
1 ôter, enlever : τινά τι, τινί τι, rar. τινός τι qch à qqn;
2 après Homère recevoir qch de la main de qqn;
Moy. ἀπαυράομαι, ἀπαυρῶμαι (2ᵉ sg. ao. ἀπηύρω) recueillir le fruit de, gén..
Étymologie: sel. d'autres, ἀπηύρων impf. d'un verbe éol. *ἀπούραμι, c. ἀπουράω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαυράω:
1) уносить, отнимать, похищать (τινα τι, τινί τι и τινος τι Hom.);
2) получать в удел: ἀ. κακοῦ ἀνδρός Hes. разделить судьбу преступника; ἀ. φόνον πρός τινος Eur. быть убитым кем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαυράω: οὐδαμοῦ κατ’ ἐνεστῶτα: παρατ. ἀπηύρων, ας, α, μετὰ σημασ. ἀορ., Ὅμ., πληθ. ἀπηύρων Ἰλ. Α. 430: μετοχ. τύπου ἀορ. ἀπούρας (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. ἀπούρημι), Ὅμ., Δωρ. ἀπούραις Πινδ. Π. 4. 265: ἀόρ. μέσ. ἀπηύρατο, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Δ. 646· καὶ μετοχ. ἀπουράμενος Ἡσ. Ἀσπ. 173: περὶ τοῦ μέλλ. ἀπουρήσω ἴδε ἐν. λ. ἀπουρίζω, ἀφαιρῶ, ἀποσπῶ, ἁρπάζω, μετὰ διπλ. αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., ἄμφω θυμὸν ἀπηύρα Ἰλ. Ζ. 17· ἀπαλόν τε σφ’ ἦτορ ἀπηύρα Λ. 115· τοὺς μὲν Τυδείδης… τεύχε’ ἀπηύρα αὐτόθι 334· λάθον δὲ ἑ θυμὸν ἀπούρας Ν. 270, κτλ. 2) μετὰ γεν. προσ., Ἀχιλῆος γέρας αὐτὸς ἀπηύρων Τ. 89· κούρην… Ἀχιλῆος ἔβης κλισίηθεν ἀπούρας Ι. 107· πρβλ. Ὀδ. Σ. 273· τὴν ῥα βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρων Ἰλ. Α 430· ἀλλ’ ἐν. Ὀδ. Δ. 646 ἤ σε βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα νῆα, ἡ σύνταξις φαίνεται ἀναμεμιγμένη, ὡς ἐὰν ἀντί σε εἶχεν εἰπεῖ σοῦ, ἢ ὡς ἐὰν τὸ ἀέκοντος ἔπρεπε νὰ ἦτο ἀέκοντα (ὡς ἀναγινώσκει ὁ Laroche). 3) μετὰ δοτ. προσώπου, πολέσσιν… θυμὸν ἀπηύρα Ἰλ. Ρ. 236· οἱ οὔτιν’ ἀπηύρα Ὀδ. Γ. 192. 4) μετ’ αἰτ μόνον, ἔχει γέρας αὐτὸς ἀπούρας Ἰλ. Α. 356, 507· ἐλεύθερον ἦμαρ ἀπ. Ζ. 445, κτλ.: - Μέσ., ἀπουράμενοι ψυχάς, ἀπολέσαντες τὴν ζωήν των ἢ ἀφαιρέσαντες ἀλλήλων τὴν ζωήν, Ἡσ. Ἀσπ. 173. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., δέχομαι καλὸν ἢ κακόν, ἀπολαύωὑποφέρω· οὕτω κατὰ πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 238· ξύμπασα πόλις κακοῦ ἀνδρὸς ἀπηύρα (ἔνθα τινὲς ἀναγινώσκουσιν ἐπαυρεῖ)· ἀλλ’ ὁ Εὐρ. ἐν Ἀνδρ. 1029 ἔχει ἀπηύρα τι πρός τινος ἄνευ ἑτέρας γραφ., πρβλ. Βουττμ. ἐν λ. 12. - Περὶ τῶν χωρίων ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 28, καὶ Ἱππ. Ὅρκ. ἴδε ἐν λ. ἐπαυρίσκομαι. (Ἡ ῥίζα τοῦ παλαιοῦ τούτου Ἐπ. ῥήματος δὲν εὑρίσκεται ἐν τῷ ἁπλῷ τούτῳ. Ὁ Ahrens ὑποθέτει ὅτι τὸ υ παριστᾷ F, ὥστε τὸ ῥῆμα ἔπρεπε νὰ ἦτο ἀπο-ϝράω ἢ ἀπαϝράω (πρβλ. ῥύω, ἐρύω), καὶ τὸ μὲν ἀπούρας γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου, τὸ δὲ ἀπηύρων ἐκ τοῦ δευτέρου. Ἀλλὰ τί εἶναι ἡ √ϜΡΑ ἢ ΑϜΡΑ διατελεῖ ἄγνωστον καὶ ἀβέβαιον. Ὁ Κούρτιος μετά τινος δισταγμοῦ σχετίζει αὐτὴν πρὸς τὸ ἀπόϝερσε, ἴδε ἀπόερσε).

English (Autenrieth)

ipf. (usually w. aor. meaning) ἀπηύρων, -ᾶς, -ᾶ, fut. ἀπουρήσουσι (v.l. ἀπουρίσσουσι), Il. 22.489, aor. part. ἀπούρᾶς: wrest from, rob, deprive; τινά τι, ἄμφω θῦμὸν ἀπηύρᾶ, Il. 6.17; ἐλεύθερον ἦμαρ ἀπούρᾶς, Il. 16.831; sometimes w. dat. of disadvantage, Ἔκτορι θῦμὸν ἀπούρᾶς, Il. 21.296.

Greek Monotonic

ἀπαυράω: χρησιμ. μόνον στον παρατ. ἀπηύρων, -ας, , με μτχ. σε τύπο αορ. ἀπούρας (όπως εάν προερχόταν από ἀπούρημι), και μτχ. Μέσ. αορ. αʹ ἀπουράμενος· (το απλό ρήμα αὐράω, το οποίο δεν υπάρχει σε χρήση και σήμαινε παίρνω
I. 1. αφαιρώ ή αποσπώ, υφαρπάζω, με διπλ. αιτ. προσ. και πράγμ.· ἄμφω θυμὸν ἀπηύρα, σε Ομήρ. Ιλ.· τοὺς μὲν τεύχε' ἀπηύρα, στο ίδ.
2. με γεν. προσ., κούρην Ἀχιλῆος ἀπούρας, στο ίδ.
3. με δοτ. προσ., πολέσσιν θυμὸν ἀπηύρα, στο ίδ.
4. Μέσ., ἀπουράμενοι ψυχάς, χάνοντας την ζωή τους, σε Ησίοδ.
II. δέχομαι ευνοϊκή ή κακή συγκυρία, απολαμβάνω το καλό και υποφέρω το κακό, στον ίδ., Ευρ.· πρβλ. ἐπ-αυρίσκομαι.

Middle Liddell

ἀπούρας as if from ἀπούρημι]
I. to take away or wrest from, rob of, c. dupl. acc. pers. et rei, ἄμφω θυμὸν ἀπηύρα Il.; τοὺς μὲν τεύχε' ἀπηύρα Il.
2. c. gen. pers., κούρην Ἀχιλῆος ἀπούρας Il.
3. c. dat. pers., πολέσσιν θυμὸν ἀπηύρα Il.
4. Mid., ἀπουράμενοι ψυχάς having lost their lives, Hes.
II. to receive good or ill, to enjoy or suffer, Hes., Eur. Cf. ἐπαυρίσκομαι.