οἰκοδομή

From LSJ
Revision as of 16:43, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδομή Medium diacritics: οἰκοδομή Low diacritics: οικοδομή Capitals: ΟΙΚΟΔΟΜΗ
Transliteration A: oikodomḗ Transliteration B: oikodomē Transliteration C: oikodomi Beta Code: oi)kodomh/

English (LSJ)

ἡ,
A = οἰκοδόμησις (act, manner of building), οἰκοδομία, PCair.Zen.499.93 (iii B. C.), prov. Lacon. ap. Suid. s.v. ἵππους, LXX 1 Ch.26.27, PGrenf.1.21.17 (ii B.C.), OGI655.2 (i B.C.), D.S.1.46, Eratosth. ap. Str.16.1.15, Str.5.2.5, Plu.Cam.32: condemned by Phryn.394: earlier examples, as Arist.EN1137b30 (v.l.), Thphr. HP3.8.5 codd., are dub.
II = οἰκοδόμημα, Ev.Matt.24.1, Plu.Luc.39, CIG 4449 (Beroea), al.: metaph., IEp.Cor.3.9.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοδομή:
1) здание, строение (αἱ οἰκοδομαὶ τοῦ ἱεροῦ NT);
2) назидание, наставление (εἰς ἀλλήλους NT);
3) зодчество (Λεσβία Arst. - v.l. οἰκοδομία).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδομή: ἡ, μεταγενέστ. τύπος ἀντὶ οἰκοδόμησις, -δομία, παροιμία Λακων. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἵππους (;) Διόδ. 1. 46, Στράβ., κ. ἀλλ., πρβλ. Λοβεκ. σημ. εἰς Φρύνιχ. σελ 488· ἀρχαιότερα παραδείγματα, ὡς Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 10, 7, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 5, εἶναι ἀμφίβολ. ΙΙ. = οἰκοδόμημα, Πλουτ. Λούκουλλ. 39, Συλλ. Ἐπιγρ. 4449, κ. ἀλλ., Καιν. Διαθ., κλ.

English (Strong)

feminine (abstract) of a compound of οἶκος and the base of δῶμα; architecture, i.e. (concretely) a structure; figuratively, confirmation: building, edify(-ication, -ing).

English (Thayer)

οἰκοδομῆς, ἡ (οἶκος, and δέμω to build), a later Greek word, condemned by Phryn., yet used by Aristotle, Theophrastus, (but both these thought to be doubtful)), Diodorus (1,46), Philo (vit. Moys. i. § 40; de monarch. ii. § 2), Josephus, Plutarch, the Sept., and many others, for οἰκοδόμημα and οἰκοδόμησις; cf. Lob. ad Phryn., p. 481ff, cf. p. 421; (Winer's Grammar, 24);
1. (the act of) building, building up, equivalent to τό οἰκοδομεῖν; as, τῶν τειχέων, τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ, Wisdom of Solomon, piety, holiness, happiness" (see οἰκοδομέω, b. β'. (cf. Winer's Grammar, 35 (34))): ὑμῶν, ἑαυτοῦ (Tdf. αὐτοῦ), τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐκκλησίας, τό ὀικοδομουν, what contributes to edification, or augments Wisdom of Solomon, etc. λαλεῖν, λαβεῖν, οἰκοδομήν, οἰκοδόμημα, a building (i. e. thing built, edifice): τοῦ ἱεροῦ, a body of Christians, a Christian church (see οἰκοδομέω, b. β'.), πᾶς, I:1c.); with a genitive of the owner or occupant, Θεοῦ, 1 Corinthians 3:9.

Greek Monolingual

η [(ΑΜ οικοδομή) οικοδόμος (Ι)]
1. ανέγερση κτηρίου, οικοδόμηση, κτίσιμο («η οικοδομή θα αρχίσει σε έναν μήνα»)
2. το υπό ανέγερση κτήριο
3. οικοδόμημα, κτήριο
αρχ.
μτφ.
1. η ενέργεια πράξεων που αποσκοπούν στην επίτευξη επωφελών αποτελεσμάτων («τοῖς λογισμοῖς πρὸς οἰκοδομὴν πνευματικὴν χρώμενοι», Νείλ.)
2. δημιούργημα, πλάσμα («θεοῦ γεώργιον, θεοῦ οἰκοδομή ἐστε», ΚΔ).

Greek Monotonic

οἰκοδομή: ἡ, μεταγεν. τύπος αντί οἰκοδόμημα, σε Πλούτ., Κ.Δ.

Middle Liddell

οἰκοδομή, ἡ, [a late form for οἰκοδόμημα, Plut., NTest.]

Chinese

原文音譯:o„kodom» 哀可-多姆
詞類次數:名詞(18)
原文字根:家-建造(著) 相當於: (מִבְנֶה‎)
字義溯源:建築,造就,建造,造,匠人,建立,造就人,建築物;由(οἶκος)*=住處)與(δῶμα)=廈)組成;而 (δῶμα)出自(δελεάζω)Z*=建造)。這字在字面上意為建築,房子( 林前3:9),在屬靈上,和合本譯為造就( 林前14:26)。參讀 (οἶκος)同源字
出現次數:總共(19);太(1);可(2);徒(1);羅(2);林前(5);林後(4);弗(4)
譯字彙編
1) 造就(5) 林前14:3; 林前14:5; 林後10:8; 林後12:19; 林後13:10;
2) 建築(4) 太24:1; 可13:1; 可13:2; 林前3:9;
3) 建造(3) 林前14:12; 弗4:12; 弗4:16;
4) 建立(2) 羅14:19; 羅15:2;
5) 造就的(1) 弗4:29;
6) 建築物(1) 弗2:21;
7) 造就人(1) 林前14:26;
8) 匠人(1) 徒4:11;
9) 所造(1) 林後5:1

French (New Testament)

ῆς (ἡ) édification, édifice, construction
οἰκοδομέω

German (Pape)

ἡ, spätes unattisches Wort, sowohl für οἰκοδόμημα als auch für οἰκοδόμησις, NT und andere Spätere, vgl. Lobeck Phryn. 490. Bei Her. 2.127 zw. – Auch in christlichem Sinne, die Erbauung, K.S.