ἀκέων

From LSJ
Revision as of 07:48, 22 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκέων Medium diacritics: ἀκέων Low diacritics: ακέων Capitals: ΑΚΕΩΝ
Transliteration A: akéōn Transliteration B: akeōn Transliteration C: akeon Beta Code: a)ke/wn

English (LSJ)

ουσα, participial form, softly, silently, fem. ἀκέουσα Il.1.565, Od.11.142: dual. ἀκέοντε 14.195; also indecl., ἀκέων δαίνυσθε 21.89, cf. h.Ap.404; Ἀθηναίη ἀκέων ἦν Il.4.22, 8.459.

German (Pape)

[Seite 71] still, ruhig, schweigend; Hom. siebzehnmal; Iliad. 1. 34 βῆ δ' ακέων (Chryses); 1. 512 ακέων δὴν ἧστο (Zeus); 10. 85 φθέγγεο, μηδ' ἀκέων ἐπ ἔμ ἔργεο (Agamemnon); Od 9. 427 τοὺς ἀκέων συνέεργ (Odysseus); 10. 52 ἦ ἀκέων τλαίην (Odysseus); 14, 110 ἤσθιε πῖνέ τε οἶνον αρπαλέως ἀκέων (Odysseus); 17. 465. 491. 20, 184 ἀκέων κίνησε κάρη (Odysseus, Telemachus); 20. 385 ἀκέων πατέρα προσεδέρκετο (Telemachus); 14, 195 δαίνυσθαι ἀκέοντε (Odisseus u. Eumäus); 11. 142 ἡ δ' ἀκέουσ' ἧσται σχεδὸναἵματος; Iliad. 1. 565 ἀλλ' ἀκέουσα κάθησο: 569 ἀκέουσα καθῆστο; 4, 22. 8, 459 Ἀθηναίη ἀκέων ἦν; Od. 21. 89 αλλ' ακέων δαίνυσθε καθήμενοι; – Apoll. Rhod. 3, 85 ἀκέουσα, 1, 765 optat. ἀκέοις. – Buttmann Lexil. 1, 11 ff meint, ἀκέων sei ursprünglich adverbial gebrauchtes neutr. von ἄκαος, schweigend (α priv. u. χαίνω). nach der 2. Att. Decl., also eigentl. ἄκεων = ἄκαον; mißverständlich sei dann das Wort für, in, mascul. adject. (particip.) angesehen worden, so daß man die Formen ἀκέου σα, ἀκέοντε, ἀκέοις bildete. Aristarch hielt ἀκέων für mascul.; Scholl. Aristonic. Iliad. 4. 22 ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ἀκέων. ὅτι ἀντὶ τοῦ ἀκέουσα ἐξενήνεκται· οὐ γάρ ἐστιν ἀντὶ τοῦ ἡσύχως; derselbe 8, 459 Ἀθηναίη ἀκέων ἦν:διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ ἀκέουσα. Vgl. ἀκήν, ἀκᾶ, ἀκαλός – Iliad. 1, 34 schrieb Zenodot ἀχέων, s. Aristonic Scholl.; Od. 10, 52 v.l. ἀέκων Scholl.

French (Bailly abrégé)

part. de *ἀκέω employé adv.
silencieusement, tranquillement, doucement.

Russian (Dvoretsky)

ἀκέων: II adv. безмолвно, молча: ἀκέων δαίνυσθε καθήμενοι Hom. сидите тихо и ешьте.
έουσα, gen. οντος adj. молчаливый, безмолвный: ἀκέουσα καθῆστο Hom. она молча сидела.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέων: ουσα, (ἴδε ἐν λέξ. ἀκὴ ΙΙ.), μετοχ. τύπος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ ὡς ἐπίρρ. ὡς τὸ ἀκήν, ἡσύχως, ἀθορύβως, σιωπηλῶς, Ἰλ. Α. 34. Ὀδ. Ι. 427, κτλ. ἐν χρήσει καθ’ ἑνικ. ἔτι καὶ μετὰ πληθυντ. ῥήματος, ἀκέων δαίνυσθε, Φ. 89, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 404· ἀλλὰ κατὰ δυϊκὸν ἀκέοντε, Ὀδ. Ξ. 195· οὐδέποτε κατὰ πληθ. - Ἂν καὶ ἀκέουσα ἀπαντᾷ Ἰλ. Α. 565, Ὀδ. Λ. 141, ὅμως τὸ ἀκέων τίθεται καὶ ἐπὶ θηλυκοῦ, Ἀθηναίη ἀκέων ἦν, Ἰλ. Δ. 22· ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. 1, 765 ἔχει εὐκτ. ἀκέοις, ὡς ἐὰν ῥῆμα ἀκέω (= εἶμαι σιωπηλός) ὑπῆρχε πράγματι, πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξει.

English (Autenrieth)

(cf. ἀκήν), mostly as adv. and indecl., but ἀκέουσα, ἀκέοντα, ἀκέοντε: in silence, still, quiet(ly).

Greek Monolingual

ἀκέων, -ουσα (Α)
σιωπηλά, αθόρυβα
«βῆ δ' ἀκέων παρὰ θῑνα» (Α 34)
«ἀκέων δαίνυσθε καθήμενοι» (φ 89)
«ἀκέουσα κάθησο» (Α 565).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέω ΙΙ
ο τ. ἀκέων της μετοχής χρησιμοποιείται στον Όμηρο ως επίρρημα. Βλ. ακή (ΙΙ).
ΠΑΡ. αρχ. ἀκεόντως.

Greek Monotonic

ἀκέων: -ουσα, (βλ. ἀκή II), μετοχικός τύπος, χρησιμοποιούμενος ως επίρρ. όπως το ἀκήν, ήσυχα, σιωπηλά, σε Όμηρ.· επίσης δυϊκ. ἀκεοντε, σε Ομήρ. Οδ.· αν και το ἀκέουσα απαντά στον Όμηρ., το ἀκέων όμως τίθεται και με θηλ. Ἀθηναίη ἀκέων ἦν, σε Ομήρ. Ιλ.· και μολονότι έχει δυϊκ. ἀκέοντε, το ἀκέων απαντά ακόμη και με ρήματα στον πληθυντικό.

Frisk Etymological English

-έουσα, -έοντε See also: ἀκή 2

Middle Liddell

[v. ἀκή II]
a participial form, used as adv. like ἀκήν, softly, silently, Hom.; also dual ἀκέοντε Od. —Though ἀκέουσα occurs in Hom., yet ἀκέων stands with fem., Ἀθηναίη ἀκέων ἦν Il.; and though he has dual ἀκέοντε, yet ἀκέων occurs with pl. Verbs.

Frisk Etymology German

ἀκέων: ἀκήν -έουσα, -έοντε
{akéōn}
Forms: hom. Ptz., auch ἀκέων unflektiert (vgl. Leumann Hom. Wörter 167 m. A. 16). Von finiten Formen nur der nachträglich hinzugeschaffene Opt. ἀκέοις (A. R. 1, 765).
Meaning: schweigend, stumm,
Derivative: Daneben ἀκήν hom. Adv. = ἀκέων, gewöhnlich im Ausdruck ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ. Später auch als Objekt ἀκὴν ἔχεν (Mosch. 2, 18), ἀκὴν ἦγες· ἡσυχίαν ἦγες H. Bei Pi. P. 4, 156 der Instrumental ἀκα. — Ableitungen: ἀκήνιον· ἥσυχον EM 48, 1, ἀκαλός (s. ἀκαλαρρείτης), ἄκασκα sive ἀκασκᾷ (s. d.).
Etymology: Damit lauten ab: ἦκα, ἤκιστος und, mit bewahrtem Spir. asper, ἥκιστος, ἥττων, s. dd. Unhaltbar über ἀκήν Prellwitz Glotta 19, 120f. (-ήν verstärkender Zusatz).
Page 1,52