προσορμίζω

From LSJ
Revision as of 12:00, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσορμίζω Medium diacritics: προσορμίζω Low diacritics: προσορμίζω Capitals: ΠΡΟΣΟΡΜΙΖΩ
Transliteration A: prosormízō Transliteration B: prosormizō Transliteration C: prosormizo Beta Code: prosormi/zw

English (LSJ)

bring a ship to anchor at or anchor near, Κνίδῳ προσορμίσαι (sc. τὴν ναῦν) Luc. Am.11, cf. PTeb.802.11 (ii B.C.); π. τοῖς αἰγιαλοῖς Iamb.VP3.14; πρὸς τὴν Σιφνίων χώραν IG12(5).653.12 (Syros, perhaps i B.C.):—in early writers only Med., come to anchor near a place, ἔα τὰς νέας πρὸς τὴν Δῆλον προσορμίζεσθαι Hdt.6.97; πρὸς τουτους (sc. λιμένας) μὴ προσορμίζου D.25.84; ποῖ οὖν προσορμιούμεθα; Id.4.44; προσορμισάμενος τῇ Σαμοθρᾴκῃ Plu.Aem.26:—later in Pass., προσορμισθεὶς τῷ αἰγιαλῷ Arr.An.6.20.4, cf. Plu.2.601f; τῇ Νάξῳ προσωρμίσθη Ael.VH8.5, cf. Ev.Marc.6.53: metaph., π. τοῖς μύθοις Philostr.Her.11; εὐγένειαι π. τοῖς φαυλοτάτοις Ph.2.38 (nisi leg. προσοριζ-).

German (Pape)

[Seite 775] bei einem Orte das Schiff vor Anker legen, u. med. sich mit dem Schiffe vor Anker legen oder in den Hafen einlaufen, προσορμίζεσθαι πρὸς τὴν νῆσον, Her. 6, 97; ποῖ δὴ προσορμιούμεθα, Dem. 4, 44, vgl. 25, 84; νήσῳ, D. Hal. 1, 53; Plut. Aem. Paul. 26.

French (Bailly abrégé)

faire aborder ; Pass. aborder à, τινι;
Moy. προσορμίζομαι (f. προσορμιοῦμαι) aborder au port, jeter l'ancre, mouiller près de, πρός et l'acc. ou dat..
Étymologie: πρός, ὁρμίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ορμίζω aanleggen (op), voor anker gaan (bij); met dat..; Κνίδῳ προσορμίσαι aanleggen op Knidos [Luc.] 49.11; met plaatsbep., ook med.. οὐκ ἔα τὰς νέας πρὸς τῆν νῆσον προσορμίζεσθαι hij stond niet toe dat de schepen bij het eiland voor anker gingen Hdt. 6.97.1.

Russian (Dvoretsky)

προσορμίζω: преимущ. med. причаливать, становиться на якорь (Κνίδῳ Luc.; med.: πρὸς τὴν νῆσον Her.; τῇ Σαμοθρᾴκῃ Plut.).

English (Strong)

from πρός and a derivative of the same as ὁρμή (meaning to tie (anchor) or lull); to moor to, i.e. (by implication) land at: draw to the shore.

English (Thayer)

1st aorist passive 3rd person plural προσωρμίσθησαν; (ὅρμος a roadstead, anchorage); to bring a ship to moorings (Lucian, Amos 11); especially so in the middle, properly, to take one's station near the shore; to moor, come to anchor (Herodotus, Demosthenes, Plutarch, others); the 1st aorist passive is used in the same sense (Arrian exp. Alex. 6,4,20; Aelian v. h. 8,5; Dio Cassius, 41,48; 64,1), Mark 6:53.

Greek Monolingual

ΝΑ ὁρμίζω
1. οδηγώ πλοίο σε όρμο, λιμάνι, όπου και το αγκυροβολώ
2. (μέσ. και παθ.) προσορμίζομαι
εισέρχομαι σε όρμο για αγκυροβοληση, προσεγγίζω το λιμάνι και αγκυροβολώ.

Greek (Liddell-Scott)

προσορμίζω: φέρω πλοῖόν τι εἰς ἀγκυροβολίαν ἢ πλησίον, Κνίδῳ προσορμίσαι [ἐξυπακ. τὴν ναῦν] Λουκ. Ἔρωτ. 11· οὕτω, πρ. τοῖς αἰγιαλοῖς Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 3· - ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀγκυροβολῶ πλησίον τόπου τινός, ἔα τὰς νέας πρὸς τὴν νῆσον προσορμίζεσθαι Ἡρόδ. 6. 97· πρὸς τούτους (δηλ. τοὺς λιμένας) μὴ προσορμίζου Δημ. 795. 15· ποῖ οὖν προσορμιούμεθα; ὁ αὐτ. 52. 28· προσορμισάμενος τῇ Σαμοθρᾴκῃ Πλουτ. Αἰμίλ. 26· οὕτω παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ παθ., προσορμισθεὶς τῷ αἰγιαλῷ Ἀρρ. Ἀν. 6. 20· τῇ Νάξῳ προσωρμίσθη Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 5, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ς´, 53· - μεταφορ., πρ. τοῖς μύθοις Φιλόστ. 717.

Chinese

原文音譯:prosorm⋯zw 普羅士-哦而米索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向著-衝
字義溯源:碇泊,進港,靠岸;由(πρός)=向著)與(ὁρμή)*=推動)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 靠了岸(1) 可6:53