κόλλα

From LSJ
Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλλᾰ Medium diacritics: κόλλα Low diacritics: κόλλα Capitals: ΚΟΛΛΑ
Transliteration A: kólla Transliteration B: kolla Transliteration C: kolla Beta Code: ko/lla

English (LSJ)

ης, ἡ,
A glue, Hdt.2.86, Hp.Art.33, Arist.Ph.227a17, IG22.1672.68.
2 flour-paste, Dsc.2.85.

German (Pape)

[Seite 1473] ἡ, der Leim; Her. 2, 86; Arist. Heteor. 4, 4 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gomme ; colle.
Étymologie: DELG mot i.-e.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόλλα -ης, ἡ, Ion. κόλλη, lijm.

Russian (Dvoretsky)

κόλλᾰ:
1 гумми, камедь Her.;
2 клей Arst., Plut.

Greek Monolingual

(I)
η (AM κόλλα)
κάθε γλοιώδης ουσία που χρησιμοποιείται για συγκολλήσεις ή συνενώσεις
νεοελλ.
1. άμυλο ή άλλη ύλη που χρησιμοποιείται για κολλάρισμα ρούχων
2. ουσία που χρησιμοποιείται για να κάνει το κρασί διαυγές
3. φρ. «κόλλα λουξ»
(τροφ. τεχνολ.) ονομασία ουσίας που χρησιμοποιείται για τη διαύγαση του κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολ-. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kol(e)i- «κόλλα», εμφανίζει επίθημα - και συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. klejĭ, ρωσ. klej «κόλλα» και μσν. κάτω γερμ. helen «κολλώ». Τη λ. δανείστηκε η μεταγενέστερη Λατινική και από αυτήν οι ρομανικές γλώσσες, πρβλ. ιταλ. colla, γαλλ. colle. Συνώνυμη είναι η λ. γλοιός.
ΠΑΡ. κολλώ, κολλώδης
αρχ.
κολλήεις
μσν.
κολλίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κολλεψός, κολλομελώ, κολλοπώλης
νεοελλ.
κολλογόνος. (Β' συνθετικό) ιχθυόκολλα, λιθόκολλα, ξυλόκολλα, χρυσόκολλα
αρχ.
ξηρόκολλα, σαρκόκολλα, ταυρόκολλα
νεοελλ.
αλευρόκολλα, αμυγδαλόκολλα, αμυλόκολλα, αργιλόκολλα, γυψόκολλα, δενδρόκολλα, δερματόκολλα, οστεόκολλα, φυτόκολλα, χονδρόκολλα, ψαρόκολλα. Με τη μορφή -κόλλος, -κολλον: πρωτόκολλο(ν)
αρχ.
άκολλος, αμφίκολλος, αρτίκολλος, γυιόκολλος, έγκολλος, εύκολλος, εχέκολλος, ιχθυόκολλον, κατάκολλος, λιθόκολλος, παράκολλος, πρόσκολλος, σύγκολλος, ταυρόκολλον, χρυσόκολλος.
(II)
η (Μ κόλλα)
ακέραιο φύλλο χαρτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. colla].

Greek Monotonic

κόλλᾰ: -ης, ἡ, κόλλα, Λατ. gluten, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κόλλᾰ: ης, Λατ. gluten, Ἡρόδ. 2. 86, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, Ἀριστ., κτλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: glue (Emp., Hdt., Hp., E.);
Compounds: as 1. member e. g. in κολλ-εψός glue-boiler (Att. inscr., Poll.); as 2. member in ταυρό-, ἰχθυό-κολλα bull-, fish-glue (Plb., Dsc.); but ποτί-, σύγ-κολλος etc. (Pi., A.) are backformations to ποτι-, συγ-κολλάω etc.
Derivatives: κολλήεντα n. pl. (Ο 389 ξυστά, Hes. Sc. 309 ἅρματα) well-fixed, cf. κολλητός below; κολλώδης gluey, stickey (Pl., Arist.). Denomin. verb κολλάω, often with prefix as συν-, προσ-, ἐν-, κατα-, glue, fix together, make one, unite (Pi., Emp., IA.). κόλλημα what is glued together, gluing tog., pl. papyrus-leaves, that form a scroll, κόλλησις gluing tog., soldering (IA.) with (συγ-)κολλήσιμος, -ον glued tog. (pap.; Arbenz Die Adj. auf -ιμος 99); (συγ-)κολλητής who glues tog. (Ar., pap.); κολλητήριον glue (Ph. Bel.); κόλλητρα pl. cost of solering (pap.); κολλητός glued tog., well fixed (Il.; Amman Μνήμης χάριν 1, 16), κολλητικός (Dor. -ατ-) gluey, gluing tog. (Arist., Epid., pap.), κολλητικὰ ἔργα plumbers work (pap.). As 2. member in the backformtion πρωτό-κολλον n. the first fixed (glued) leave of a papyrus-scroll (Just.). - Rarely ἐπι-κολλαίνω glue to (Thphr.), κολλίζω (Gp.) with κολλιστής (Gloss.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably], IEX [612] *kol- glue
Etymology: κόλλα may be a ια-deriv. (Schwyzer 474, Chantraine Formation 98), but further the history of the word is rather dark. Notable is the similarity with a Slavic word for glue, e. g. Russ.-CS. klějь, klejь, Russ. klej from PSl. *kъlějь, *kъlьjь (with reduced vowel); Germanic has an isolated verb, limited to a small area: MDutch. MLG helen stick (PGm. *haljan); the details however remain unclear. Pok. 612 after Fick 1, 389, Zupitza Die german. Gutturale 113; also Vasmer Russ. et. Wb. s. klej. Rom. LW [loanword] It. colla, Fr. colle etc. - A word with similar meaning, with wide spread, is γλοιός, s. v. Or is it Pre-Greek. *kolya?

Middle Liddell

glue, Lat. gluten, Hdt.

Frisk Etymology German

κόλλα: {kóllă}
Grammar: f.
Meaning: Leim (Emp., Hdt., Hp., E. usw.);
Composita: als Vorderglied z. B. in κολλεψός Leimkocher (att. Inschr., Poll.); als Hinterglied in ταυρό-, ἰχθυόκολλα ‘Stier-, Fischleim' (Plb., Dsk. u. a.); aber ποτί-, σύγκολλος usw. (Pi., A. usw.) sind Rückbildungen zu ποτι-, συγκολλάω usw.
Derivative: Ableitungen: κολλήεντα n. pl. (Ο 389 ξυστά, Hes. Sc. 309 ἅρματα) festgefügt, vgl. κολλητός unten; κολλώδης leimig, klebrig (Pl., Arist. usw.). Denominatives Verb κολλάω, oft mit Präfix wie συν-, προσ-, ἐν-, κατα-, leimen, zusammenkleben, fest verbinden, vereinigen (Pi., Emp., ion. att. usw.). Davon κόλλημα das Zusammengeleimte, Zusammenklebung, zusammengeklebtes Blatt, pl. Papyrusblätter, die eine Rolle bilden, κόλλησις das Zusammenleimen, Lötung, Fugendichtung (ion. att. usw.) mit (συγ-)κολλήσιμος, -ον ‘zusammengeleimt(e Aktenrolle)’ (Pap.; Arbenz Die Adj. auf -ιμος 99); (συγ-)κολλητής Zusammenleimer, Löter (Ar., Pap.); κολλητήριον Leimstoff, Leim (Ph. Bel.); κόλλητρα pl. Lötkosten (Pap.); κολλητός geleimt, fest zusammengefügt (seit Il.; Amman Μνήμης χάριν 1, 16), κολλητικός (dor. -ατ-) leimig, zusammenleimend (Arist., Epid., Pap. u. a.), κολλητικὰ ἔργα Dichtungsarbeiten (Pap.). Als Hinterglied in der Rückbildung πρωτόκολλον n. das zuvorderst angeklebte Blatt einer Papyrusrolle (Just.). — Vereinzelt ἐπικολλαίνω ankleben (Thphr.), κολλίζω (Gp.) mit κολλιστής (Gloss.).
Etymology: In κόλλα ist anscheinend eine ια-Ableitung enthalten (Schwyzer 474, Chantraine Formation 98), aber die Geschichte des Wortes ist im übrigen ziemlich dunkel. Auffallend ist die Ähnlichkeit mit einem slavischen Wort für Leim, z. B. russ.-ksl. klějь, klejь, russ. klej aus ursl. *kъlějь, *kъlьjь (mit Reduktionsvokal); hinzu kommt aus dem Germanischen ein isoliertes Verb, das auf ein enges Gebiet beschränkt ist: mndl. mnd. helen kleben (urg. *haljan); die Einzelheiten bleiben indessen unklar. WP. 1, 464 (Pok. 612) nach Fick 1, 389, Zupitza Die german. Gutturale 113; dazu Vasmer Russ. et. Wb. s. klej. Rom. LW it. colla, frz. colle usw. — Ein sinnverwandtes Wort mit weiter Verbreitung ist γλοιός, s. d.
Page 1,898-899