γυμνασία
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ἡ,
A right to use γυμνάσιον, Arist.Pol.1297a17 (s.v.l.); exercise, σωματικὴ γ. 1 Ep.Ti.4.8: pl., IG22.1006.65, SIG1073.19 (Olympia, ii A. D.); of military exercises, ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις γ. Plb.4.7.6; generally, struggle, Str.3.2.7; αἱ καθ' ἡμέραν γ. lessons, D.H.Comp.20: metaph. of mental exercise, Iamb.Comm.Math.24; freq. of disputation, Pl.Tht.169c, Arist. Top.101a27, al.; training, γ. πρὸς τὰς πολιτικὰς πράξεις Plb.1.1.2.
2 Rhet., practice: hence, arrangement, disposition, τοῦ διηγήματος Theo Prog.4, cf. Aphth.Prog.6.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. γυμνασίη Hp.Morb.1.15, 21
1 ejercicio en el gimnasio, práctica de los ejercicios gimnásticos, gimnasia Arist.Pol.1297a17, σωματική 1Ep.Ti.4.8, cf. plu. IG 22.1006.65 (II a.C.), IO 54.7 (II d.C.), ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις γ. = entrenamiento militar Plb.4.7.6, D.C.69.15.3, ἡ τῶν πεζικῶν στρατοπέδων γ. Plb.10.20.1, τοῦ στρατοῦ D.C.36.12.2
• gener. ejercicio físico (ἔμπυοι) γίνονται ... ἐκ γυμνασίης Hp.Morb.1.15, cf. 21, Gal.15.221, εἰς πλείονα ... γυμνασίαν = con un esfuerzo arduo Pall.H.Laus.18.7, (el ayuno) οὐκ ἔστι σωματικὴ γ., ἀλλὰ πνευματική Chrys.M.62.560, <διὰ> ἀχθίσεως ἢ γυμνασίας Vett.Val.157.21, cf. Hsch., EM 243.15G., ref. tb. a animales ὀστρεώδη ... ὑπερβάλλει καὶ τοῖς μεγέθεσι ... διὰ τὴν γυμνασίαν Str.3.2.7.
2 ejercicio intelectual ref. una discusión, Pl.Tht.169c, γυμνασίας ἕνεκα καὶ ζητήσεως Plu.2.646a, cf. 1022c, ref. la dialéctica, Pl.Prm.135d, como una de las utilidades que se sacan de los Topica Arist.Top.101a27, para diagnosticar una enfermedad, Gal.9.666, ἐν ταῖς ἐπιστήμαις Iambl.Comm.Math.24
• ref. la educación aprendizaje Plb.1.1.2, περὶ τὰ μαθήματα Porph.VP 47, plu. ἐν ταῖς καθ' ἡμέραν γυμνασίαις = en las clases diarias D.H.Comp.20.23, 26.17, ref. la lectura e interpretación de las Escrituras, Dion.Ar.DN 2.9.
3 ret. disposición, orden τοῦ διηγήματος Theo Prog.85.28, ἡ γ. δὲ αὕτη πᾶσαν περιέχει τὴν τῆς τέχνης ἰσχύν Aphth.Prog.6 (p.14), τοῦ λόγου A.D.Synt.158.2.
German (Pape)
[Seite 509] ἡ, Uebung, Plat. Parm. 135 d u. öfter; ἡ περὶ ταῦτα γ. Theaet. 169 c; ἡ ἐν ὅπλοις Pol. 4, 7, 6; vgl. 10, 20, 1 u. a. Sp.; von der rhetorischen Uebung Arist. Top. 8, 5; παιδεία καὶ γ. πρὸς τὰς πολιτικὰς πράξεις Pol. 1, 1, 2; γυμνασίας ποιεῖσθαι Plat. Legg. VIII, 830 d.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
exercice.
Étymologie: γυμνάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυμνασία -ας, ἡ [γυμνάζω] oefening, training (lichamelijk en geestelijk).
Russian (Dvoretsky)
γυμνᾰσία: ἡ упражнение, практическое учение, практика (περί τι Plat., Arst., ἔν τινι и πρός τι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
γυμνασία: ἡ, = γύμνασις, ἄσκησις, Πλάτ. Θεαιτ. 169C, Ἀριστ. Πολ. 4. 13, 1, κ. ἀλλ.· ἄσκησις διαλεκτικὴ ἢ ρητορική, ὁ αὐτ. Τοπ. 1. 2, 1·- σωματικὴ γ. Α' Ἐπ. Τιμ. δ', 8.
English (Strong)
from γυμνάζω; training, i.e. (figuratively) asceticism: exercise.
English (Thayer)
γυμνασιας, ἡ (γυμνάζω);
a. properly, the exercise of the body in the palaestra.
b. any exercise whatever: σωματική γυμνασία, the exercise of conscientiousness relative to the body, such as is characteristic of ascetics and consists in abstinence from matrimony and certain kinds of food, Plato, legg. i., p. 648c. down.)
Greek Monolingual
γυμνασία, η (AM)
άσκηση, εξάσκηση
αρχ.
1. δικαίωμα για χρησιμοποίηση του γυμνασίου
2. στρατιωτική άσκηση
3. αγώνας
4. μάθημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζομαι (πρβλ. εργασία < εργάζομαι)].
Greek Monotonic
γυμνᾰσία: ἡ = γύμνασις, άσκηση, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:gumnas⋯a 錦那西阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:赤裸的
字義溯源:操練;源自(γυμνάζω)=赤裸著運動,操練),而 (γυμνάζω)出自(γυμνός)*=赤裸的)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 操練(1) 提前4:8