ἐπιπορεύομαι
ἀγὼν πρόφασιν οὐκ ἐπιδέχεται οὐδὲ φιλία → no excuse is allowed by a contest or by a friendship
English (LSJ)
A travel, ψυχῆς πείρατα οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν -όμενος ὁδόν Heraclit.45; march, Plb.1.12.4, al.: c.acc., τὴν χώραν traverse, ib.30.14: c.dat., τοῖς ἀγροῖς Plu.Lyc.28 (s.v.l.); ἐπὶ τοὺς τόπους PLille 3.78 (iii B.C.).
2. = ἐπιπάρειμι (B) 4, of a general, -όμενος τὰ συστήματα παρεκάλει Plb.11.12.1, cf. 15.10.1, Plu.Tim.12; also ἐ. ἐπὶ τὸ πλῆθος come before the assembly, Plb.4.9.2; πρός τινα Ev.Luc. 8.4: metaph., go or run through, τῇ διανοίᾳ, τῇ ὄψει, Plu.2.470a.
3. Astron., reach, τινὶ τῶν κέντρων Ptol.Tetr.99: c.acc., ἡλίου τὸν Κριὸν ἐ. begins to traverse the Ram, Jul.Or.5.172c.
4. ἐ. τὸν ἱστόν, = ἐποίχομαι (q.v.), Ephor.5J.
5. take legal proceedings against a person, PHib.1.96.10 (iii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 972] mit dem aor. pass., wohin, worüber gehen, durchreisen, bes. vom Heere, durchmarschiren; τοῖς ἀγροῖς Plut. Lyc. 28; τὴν οἰκουμένην 30; τὴν Βοιωτίαν ἀπολέμως Flamin. 6; oft bei Pol., ἐπὶ τὸ πλῆθος, gegen, 4, 9, 2; a. Sp. – Auch übtr., durchgehen, überlegen, τῇ διανοίᾳ, τῇ ὄψει, Plut.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπεπορεύθην;
1 marcher vers;
2 marcher à travers, traverser, parcourir, acc. ; fig. traverser (l'esprit, etc.) τινι;
NT: voyager avec.
Étymologie: ἐπί, πορεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπορεύομαι: (aor. ἐπεπορεύθην)
1 идти, направляться, приходить (ἐπὶ τὸ πλῆθος Polyb.; πρός τινα NT);
2 проходить, переходить, пересекать (χώραν τινά и τοῖς ἀγροῖς Plut.);
3 досл. обходить, перен. осматривать (τὰς τάξεις Plut.);
4 перен. пробегать, окидывать (взором), обозревать (ἕκαστον τῇ διανοίᾳ и γράμματα ἐπιπορευόμενα τῇ ὄψει Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπορεύομαι: μέλλ. -εύσομαι: ἀόρ. ἐπεπορεύθην: Ἀποθ.· (πορεύω). Πορεύομαι, ὑπάγω ἐπί τι, ἐπιπορευθέντων ἐπὶ τὸ πλῆθος Πολύβ. 4. 9, 2· πορεύομαι ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, μετ’ αἰτ., ἐπιπορευόμενος ἀδεῶς ἐπόρθει, κτλ., ὁ αὐτ. 1. 12, 4, κτλ.· μετὰ δοτ., Πλουτ. Λυκοῦργ. 28. 2) μετ’ αἰτ. ὡσαύτως, ἐπισκέπτομαι, Λατ. οbire, ἐπὶ στρατηγοῦ, Πολύβ. 11. 12, 1., 15. 10, 1· μεταφ., διέρχομαι, διατρέχω, τῇ διανοίᾳ, τῇ ὄψει Πλούτ., ἴδε Wyttenb. ἐν 107Ε.
English (Strong)
from ἐπί and πορεύομαι; to journey further, i.e. travel on (reach): come.
English (Thayer)
to go or journey to: πρός τινα, ἐπί with the accusative Epistle Jer. Epistle of Polybius 4,9, 2; frequently used by Polybius with the simple accusative of place: both to go to, traverse regions, cities (so τήν γῆν, עָבַר; τάς δυνάμεις, to make a hostile inroad, overrun, march over).
Greek Monolingual
ἐπιπορεύομαι (Α) πορεύομαι
1. βαδίζω εναντίον, πηγαίνω προς μια κατεύθυνση («ἐπιπορευόμενος ἀδεῶς ἐπόρθει τήν τε τῶν Συρακοσίων... χώραν», Πολ.)
2. (με αιτ.) διανύω, διέρχομαι, διασχίζω («ξύλον ἔχοντα τήν οίκουμένην ἐπιπορεύεσθαι», Πλούτ.)
3. (για στρατηγό) επισκέπτομαι, επιθεωρώ παράταξη
4. διατρέχω, διέρχομαι
5. (για πλανήτες) φθάνω, εισέρχομαι κάπου
6. παίρνω νομικά μέτρα εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
ἐπιπορεύομαι: μέλ. -εύσομαι, αόρ. αʹ ἐπεπορεύθην· αποθ. (πορεύω)· ταξιδεύω, οδεύω προς, επελαύνω, σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. εύσομαι aor1 ἐπεπορεύθην πορεύω
Dep, to travel, march to, march over, Plut.
Chinese
原文音譯:™piporeÚomai 誒披-坡留哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-走
字義溯源:來到,去到,出來,來,前往;由(ἐπί)*=在⋯上)與(πορεύομαι)=走過)組成;其中 (πορεύομαι)出自(πεῖρα)=察驗), (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊),而 (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 來(1) 路8:4