ἴασις
ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
English (LSJ)
[ῑ], Ion. ἴησις, εως, ἡ, (ἰάομαι)
A healing, mode of healing, remedy, Hp.Aph.2.17, S.OT68, Pl.Smp.188c; οἷς [πήμασιν] ἴ. οὐκ ἔνεστ' ἰδεῖν S.El.876; ἀδίκημα... οὗ μή ἐστιν ἴασις = wrong act... for which there is no remedy Arist.Rh.1374b31, cf. Antipho 5.94, Arr.An.7.29.2; ἔλεγχος ἴασις τοῦ λόγου Arist.Metaph. 1009a21: pl., cures, ἰάσεις ἀποτελῶ Ev.Luc.13.32.
2 mending, repairs, ζυγάστρου SIG244i53(Delph., iv B.C.).
3 Alch., cupellation, refining, PLeid.X.21.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
guérison.
Étymologie: ἰάομαι.
German (Pape)
[ᾱ], ἡ, ion. ἴησις, das Heilen, die Heilung; Soph. O.R. 68; οἷς (πήμασιν) ἴασιν οὐκ ἔνεστ' ἰδεῖν Tr. 1199; τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις Plat. Phil. 46a; übertragen, σκόπει αὐτῶν λύσιν τε καὶ ἴασιν τῶν τε δεσμῶν καὶ τῆς ἀφροσύνης Rep. VII.515c; περὶ Ἔρωτος φυλακήν τε καὶ ἴασιν Symp. 188c; vgl. Legg. I.635a; Hippocr. und Sp., wie Luc. Scyth. 2; die Heilkunde, Plut. Gryll. 9.
Russian (Dvoretsky)
ἴᾱσις: εως (ῑᾱ) ἡ
1 целебное средство, средство лечения (sc. τῶν νοσημάτων Plut.): ἴασίν τινα πρᾶξαι Soph. применить какое-л. средство; ὅσοι λόγου χάριν λέγουσι, τούτων ἔλεγχος ἴ. τοῦ λόγου (sc. ἐστίν) Arst. в отношении таких, которые говорят (просто) для того, чтобы говорить, (единственным) средством является изобличение (бессодержательности их) слов;
2 излечение, лечение, исцеление (τῶν νοσούντων Arst.; ἰάσεις ἀποτελεῖν NT; перен. λύσις τε καὶ ἴ. τῶν δεσμῶν καὶ τῆς ἀφροσύνης Plat.): πήματα, οἷς ἴασιν οὐκ ἔνεστιν ἰδεῖν Soph. страдания, которым не видно исцеления; βλάβος, οὗ μή ἐστιν ἴ. Arst. непоправимый ущерб.
Greek (Liddell-Scott)
ἴᾱσις: ῑ, Ἰων. ἴησις, εως, ἡ, (ἰάομαι) θεραπεία, τρόπος θεραπείας, Λατ. medela, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Ἀρχίλ. 39, Σοφ. Ο. Τ. 68, Πλάτ. Συμπ. 188 C, κ. ἀλλ.· οἷς πήμασιν ἴ. οὐκ ἔνεστ᾿ ἰδεῖν Σοφ. Ἠλ. 876· ἀδίκημα, οὗ μή ἐστιν ἴ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 14, 2· ἔλεγχος ἴ. τοῦ λόγου ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 5, 3.
Spanish
English (Strong)
from ἰάομαι; curing (the act): cure, heal(-ing).
English (Thayer)
ἰάσεως, ἡ, a healing, cure: Archilochus (700 B.C.>)), Hippocrates (430 B.C.>), Sophocles, Plato, Lucian, others.)
Greek Monotonic
ἴᾱσις: [ῑ], -εως, ἡ (ἰάομαι), θεραπεία, τρόπος θεραπείας, ίαση, γιατρειά, Λατ. medela, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἰάομαι
healing, a mode of healing, cure, remedy, Lat. medela, Soph., Plat., etc.
Chinese
原文音譯:‡asij 衣阿西士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:治愈(著) 相當於: (רָפָא)
字義溯源:治療,治病,治愈,痊愈,醫治;源自(ἰάομαι)*=治好)。這字用在路加所寫的福音書和行傳中。路加福音記載醫治乃是主耶穌在地上的工作;使徒行傳記載復活的基督仍藉著使徒們在地上治病
出現次數:總共(3);路(1);徒(2)
譯字彙編:
1) 醫治(1) 徒4:30;
2) 治愈(1) 徒4:22;
3) 治病(1) 路13:32
Léxico de magia
ἡ curación de Dios ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος κύριος ... ὁ ποιήσας καὶ τὰς πολλὰς καὶ ἀφάτους ἰάσεις, ... ἴασαι τὴν φοροῦσαν τοῦτο τὸ θεῖον φυλακτήριον Santo, Santo, Santo Señor, el que hizo muchas y maravillosas curaciones, cura a la que lleva este divino amuleto C 18 10
Translations
healing
Bulgarian: лечение, излекуване; Czech: hojení; Dutch: heling, genezing; French: guérison; German: Heilung; Greek: γιατρειά, θεραπεία, ίαση; Ancient Greek: ἴασις, ἀκή; Hungarian: gyógyulás; Irish: slánú; Italian: guarigione; Kyrgyz: шыпаа; Latin: sanatio; Occitan: garison; Polish: gojenie, leczenie; Portuguese: cura; Russian: исцеление, излечение, лечение, заживление; Spanish: curación; Swahili: kuponya; Swedish: läkning
remedy
Arabic: تِرْيَاق; Moroccan Arabic: دْوا; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: remedie; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: remède; Galician: remedio; German: Heilmittel; Greek: γιατρικό; Ancient Greek: ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἀντίτομον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: rimedio, medicamento; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: remedium; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: remédio; Romanian: remediu; Russian: лекарство, средство; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ; Spanish: remedio; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde