ἀπάρχομαι
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
A make a beginning, especially in sacrifice; τρίχας ἀπάρχεσθαι begin the sacrifice with the hair, i.e. by cutting off the hair from the forehead and throwing it into the fire, κάπρου ἀπὸ τρίχας ἀρξάμενος Il.19.254; ἀλλ' ὅ γ' ἀπαρχόμενος τρίχας ἐν πυρὶ βάλλεν Od. 14.422: abs., 3.446.
II later c. gen., cut off part of a thing, offer it, τοῦ ὠτὸς τοῦ κτήνεος Hdt.4.188; ἀ. κόμης E.El.91; τῶν κρεῶν καὶ σπλάγχνων offer part of them, Hdt.4.61: hence,
2 offer the first-lings or first-fruits, πάντων of all sacrifices, Id.3.24: abs., begin a sacrifice, Ar.Ach.244, Pax1056, etc.; ἀ. τοῖς θεοῖς X.Hier.4.2; ἀπηργμένοι, of eunuchs, having had their first-fruits offered, Anaxandr.39.11.
3 metaph., take as the first-fruits, take as the choice or best, δικαστήν Pl.Lg.767c: abs., offer first-fruits, Theoc.17.109.
III generally, offer, dedicate, χρυσᾶς (sc. δραχμάς) IG2.652B19, cf. Plu. Sull.27, AP7.406 (Theodorid.).
IV later, = ἄρχομαι, begin, c. gen., πημάτων Lyc.1409: c. inf., v.l. in Luc.Nigr.3; practise, prelude on, ὀργάνων Him.Or.17.2.
German (Pape)
[Seite 281] anfangen, a) bei Hom. das Stirnhaar des Opferthiers abschneiden und ins Feuer werfen, womit das Opfer begonnen wurde, Iliad. 19, 254 κάπρου ἀπὸ τρίχας ἀρξάμενος; Od. 3, 446. 14, 422, vgl. Buttm. Lexil. 1, 101 ff.; dah. übh. ein Opfer beginnen, Ar. Ach. 232 P. 1021, als Opfergabe darbringen; bes. aber – b) die Erstlinge als Opfer darbringen, πάντων ἀπαρχόμενοι καὶ θυσίας οἱ προσάγοντες Her. 3, 24; vgl. 4, 61; τοῖς θεοῖς Xen. Hier. 4, 2; absol., Cyr. 7, 1, 1; vgl. Plut. Mar. 27; übh. als das Beste auswählen, οἷον ἀπάρξασθαι πάσης ἀρχῆς ἕνα δικαστήν Plat. Legg. VI, 767 c. Auch weihen, widmen (als Opfer), Theorid. 9 (VII, 406); komische Uebtr. scheint ἀπηργμένοι Anaxndr. bei Ath. VII, 300 a, Verschnittene; vgl. Eust. 1183, 13. – Sp., wie Luc. Nigr. 3, = simpl., anfangen.
French (Bailly abrégé)
Moy.
1 commencer le sacrifice : τρίχας ἀπ. IL, OD commencer le sacrifice en offrant des poils (du front de la victime et en les brûlant sur l'autel);
2 offrir des prémices : τινί τινος ἀπ. offrir à un dieu les prémices de qch ; p. ext. offrir à un dieu, dédier;
3 c. ἄρχομαι commencer, inf..
Étymologie: ἀπό, ἄρχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάρχομαι: μέλλ. -ξομαι: ἀποθ., κάμνω ἀρχήν, ἰδίως ἐν θυσίᾳ, παρ’ Ὁμ. ἀεὶ μετ’ αἰτ., τρίχας ἀπάρχεσθαι, ἄρχεσθαι τῆς θυσίας διὰ τὴς ἀποκοπῆς τριχῶν ἀπὸ τοῦ μετώπου τοῦ θύματος καὶ ῥίψεως αὐτῶν εἰς τὸ πῦρ, κάπρου ἀπὸ τρίχας ἀρξάμενος Ἰλ. Τ. 254· ἀλλ’ ὅ γ’ ἀπαρχόμενος τρίχας ἐν πυρὶ βάλεν Ὀδ. Ξ. 422· πρβλ. Γ. 446. ΙΙ. μετὰ γεν., ἀποκόπτω μέρος πράγματός τινος ὅπως προσενέγκω ἢ ἀφιερώσω αὐτό, τοῦ ὠτὸς τοῦ κτήνεος Ἡρόδ. 4. 188· ἀπ. κόμης Εὐρ. Ἠλ. 91· τῶν κρεῶν καὶ σπλάχνων, προσφέρω μέρος αὐτῶν, Ἡρόδ. 4. 61: ἐντεῦθεν, 2) προσφέρω τὸ πρῶτον καὶ κάλλιστον πράγματός τινος, τοὺς πρώτους καρπούς, πάντων, πασῶν τῶν θυσιῶν, ὁ αὐτ. 3. 24. ― ἀπόλ., ἄρχομαι τῆς θυσίας ἤ προσφέρω τὰς ἀπαρχάς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 244, Εἰρ. 1056, κτλ.· ἀπ. τοῖς θεοῖς Ξεν. Ἱέρ. 4. 2: - οἱ εὐνούχοι ἐκαλοῦντο ἀπηργμένοι, καθότι προσηνέχθησαν αἱ ἀπαρχαὶ αὐτῶν, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πόλεσιν» 1. 3) μεταφ., λαμβάνω ὡς πρῶτον καρπόν, λαμβάνω τι ὡς τὸ κάλλιστον, Πλάτ. Νόμ. 767C, Θεόκρ. 17. 109. ΙΙΙ. ἐν γένει, προσφέρω, ἀφιερώνω, στατῆρε δύο Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 18, πρβλ. Πλουτ. Σύλλ. 27, Ἀνθ., κτλ. ΙV. παρὰ μεταγεν. ἁπλῶς ὡς τὸ ἄρχομαι, ἀρχίζω, μετὰ γεν., πημάτων Λυκόφρ. 1409· μετ’ ἀπαρ., Λουκ. Νιγρ. 3· οὕτως, ἀσκοῦμαι εἰς ὄργανόν τι, προανακρούομαι, ὀργάνων Ἱμέρ. 694· πρβλ. ἐπάρχομαι, κατάρχομαι.
English (Autenrieth)
begin a sacrifice, by cutting off hair from the forehead of the victim, Od. 3.446, Od. 14.422. Cf. κατάρχεσθαι.
Greek Monolingual
ἀπάρχομαι (AM)
1. θυσιάζω πρώτος, κάνω την αρχή της θυσίας
2. προσφέρω, αφιερώνω
3. αρχίζω, κάνω την αρχή
αρχ.
1. κόβω μέλος ή μέρος από κάτι
2. προσφέρω απαρχές
3. διαλέγω ή προσφέρω ό,τι καλύτερο υπάρχει
4. κάνω προανάκρουσμα με μουσικό όργανο
5. (μτχ.) οἱ ἀπηργμένοι
οι ευνούχοι.
Greek Monotonic
ἀπάρχομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ.·
I. κάνω την αρχή, κηρύσσω την έναρξη, ιδίως κατά τις θυσίες· τρίχας ἀπάρχεσθαι, κάνω την αρχή της θυσίας με την προσφορά μαλλιών, δηλ. κόβοντας τα μαλλιά από μέτωπο και ρίχνοντάς τα στη θυσιαστήρια πυρά, σε Ομήρ. Ιλ.· κηρύσσω την αρχή των θυσιαστικών τελετών, σε Ομήρ. Οδ.
II. με γεν., αποκόπτω μέρος ενός πράγματος για να το προσφέρω ως αφιέρωση, προσφέρω ως θυσία μέρος ενός πράγματος, σε Ηρόδ., Ευρ.
III. 1. προσφέρω το καλύτερο και εκλεκτότερο μέρος, τους πρώτους καρπούς, ως θυσία, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. μεταφ., εκλαμβάνω κάτι ως το εκλεκτότερο όλων, θεωρώ κάτι ως επίλεκτο ή ως το καλύτερο, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
Dep.
I. to make a beginning, especially in sacrifice, τρίχας ἀπάρχεσθαι to begin the sacrifice with the hair, i. e. by cutting off the hair from the forehead and throwing it into the fire, Il.: to begin the sacrificial rites, Od.
II. c. gen. to cut off part of a thing, to offer it, to offer part of a thing, Hdt., Eur.
III. to offer the firstlings or first-fruits, Hdt., Ar.
2. metaph. to take as the first-fruits, as the choice or best, Theocr.
IV. ἀπάρχω Act., to be the first, be leader, dance, Anth.