σκέπη

From LSJ
Revision as of 12:01, 10 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (1 revision imported)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέπη Medium diacritics: σκέπη Low diacritics: σκέπη Capitals: ΣΚΕΠΗ
Transliteration A: sképē Transliteration B: skepē Transliteration C: skepi Beta Code: ske/ph

English (LSJ)

ἡ, = σκέπας,
A covering, shelter, protection, Hp.VM16; σκέπη ἄκαπνος Id.Acut.65; of clothes, Id.Aër.8; of arms, Plb.6.22.3, etc.; of the flesh as the covering of bones, Ti.Locr.100b; of the hair, σκέπης χάριν αἱ τρίχες Arist.PA658a18; δεῖσθαι σκέπης ib.20; σκέπη δερματική Id.GA719b4; σκέπη φλοιῶτις, = φλοιός, Lyc. 1422.
II shelter, protection, τὰ δεόμενα σκέπης the parts of the body needing protection, X.Mem.3.10.9; σκιὰν καὶ σκέπην παρέχειν Pl. Ti.76d; ἐν σκέπῃ εἶναι Arist.PA689b29; σ. ἔχειν D.S.5.65.
2 c. gen., σκέπη πνευμάτων shelter from them, Hp. Aër.3; so ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου Hdt.7.172,215; τοῦ φόβου Id.1.143; τοῦ κρύους Ael.NA9.57: but ὑποστέλλειν ἑαυτὸν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην under their protection, Plb. 1.16.10; ὄντα αὐτοῦ ὑπὸ σκέπην being under his protection, PTeb.34.12 (ii/i B.C.); ἀντέχεσθαι τῆς σῆς σκέπης ib.40.9 (ii B.C.); ἔξω ἱεροῦ.. καὶ πάσης σκέπης Sammelb.5680.19 (iii B.C.), cf. PHib.1.93.5 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 892] ἡ, wie σκέπας, Decke, Bedeckung, bedeckter Ort, Schutz, Schirm; ἔστι μοι σκέπη τοῦ νότου, ich habe Schutz gegen den Notus, Hippocr.; ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου, in Schutz oder Sicherheit vor dem Kriege, Her. 7, 152. 215; ἐν σκέπῃ τοῦ φόβου, 1, 143, u. öfter; σκιὰν καὶ σκέπην παρέχειν, Plat. Tim. 76 d; Xen. Mem. 3, 10, 9; Sp., ἐν σκέπῃ τοῦ κινδύνου, τοῦ κρύους, Ael. H. A. 7, 6. 9, 57; – στείλας ἑαυτὸν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην, unter den Schutz der Römer, Pol. 1, 16, 10.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ce qui protège, abri ; fig. ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου HDT, τοῦ κινδύνου ÉL à l'abri de la guerre, du danger.
Étymologie: R. Σκεπ, couvrir, protéger ; v. σκέπας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκέπη -ης, ἡ [σκέπας] bedekking, bescherming:; τὰ δεόμενα σκέπης τοῦ ἀνθρώπου de delen van de mens die bescherming behoeven Xen. Mem. 3.10.9; met gen. beschut tegen, veilig voor:. ἐν σκέπῃ τοῦ φόβου gevrijwaard van angst Hdt. 1.143.1.

Russian (Dvoretsky)

σκέπη:защита, прикрытие, укрытие, покров Plat.: τὰ δεόμενα σκέπης Xen. нуждающиеся в защите, т. е. наиболее уязвимые части тела; σ. δερματική Arst. кожный покров; σ. καὶ ὑπόδυσις φυσική Diod. естественное укрытие; ἐν σκέπῃ τοῦ φόβου εἶναι Her. не иметь повода к страху, быть вне опасности; ὑποστείλας ἑαυτὸν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην Polyb. поставив себя под защиту римлян.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. σκέπασμα, κάλυμμα
2. μτφ. προ κάλυψη, προφύλαξη, προστασία, υπεράσπιση (α. «φύλαξόν με υπό την σκέπην σου», εκκλ.
β. «ὑπὸ τήν σκέπην τών σων προσέρχομαι πτερύγων», Πρόδρ.
γ. «ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου», προφύλαξη από τον πόλεμο, Ηρόδ.
δ. «σκέπη τῶν πνευμάτων» — προφύλαξη από τους ανέμους, Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. πέπλος
2. (ανατ.-βιολ.) το επίπλοον, αλλ. τσίπα, μπόλια
3. φρ. «έχω κάποιον κάτω από τη σκέπη μου» — προστατεύω, προφυλάσσω
αρχ.
1. (σε αναφορά προς τον οπλισμό, ιδίως την ασπίδα) προστατευτική προκάλυψη
2. φρ. α) «σκέπη δερματική» — το δέρμα του σώματος
β) «σκέπη τοῦ σώματος»
i) αμφίεση, ρούχα
ii) η σάρκα, που καλύπτει τα οστά
γ. «σκέπη φλοιῶτις» — φλοιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του σκέπας (βλ. και λ. σκέπας)].

Greek Monotonic

σκέπη: ἡ (σκέπω), κάλυμμα, καταφύγιο, προστασία, σε Ξεν.· με γεν., ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου, έχοντας προστασία έναντι του πολέμου, σε Ηρόδ.· ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην, υπό την προστασία των Ρωμαίων, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

σκέπη: ἡ, ὡς τὸ Ἐπικ. σκέπας (ὃ ἴδε), σκέπασμα, κάλυμμα, ὑπεράσπισις, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14· σκ. ἄκαπνος ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· ἐπὶ ἱματίων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 285· ἐπὶ ὅπλων, Πολύβ. 6. 22, 3, κτλ.· ἐπὶ τῆς σαρκὸς ὡς ἐπικαλύμματος τῶν ἰστῶν, Τίμ. Λοκρ. 100Β· ἐπὶ τῆς κόμης, σκέπης χάριν αἱ τρίχες Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 3· δεῖσθαι σκέπης αὐτόθι· ἐν σκέπῃ εἶναι αὐτόθι 4. 10, 57· σκ. δερματικὴ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 12. 2· σκ. φλοιῶτις = φλοιός, Λυκόφρ. 1422. ΙΙ. προφύλαξις, προστασία, τὰ δεόμενα σκέπης, τὰ μέρη τοῦ σώματος τὰ ἔχοντα ἀνάγκην προφυλάξεως, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 9· σκιάν καὶ σκ. παρέχειν Πλάτ. Τίμ. 76D· ἐν σκέπῃ εἶναι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 57· σκέπην ἔχειν Διόδ. 5. 65. 2) μετὰ γεν., σκέπη πνευμάτων, προφύλαξις ἀπὸ τῶν ἀνέμων, Ἱππ. π. Ἀέρ. 181· οὕτως, ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 7. 172, 215· τοῦ φόβου ὁ αὐτ. 1. 143· τοῦ κρύους Αἰλ. π. Ζ. 9. 57· - ἀλλά, ὑποστέλλειν ἑαυτὸν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην, ὑπὸ τὴν προστασίαν αὐτῶν, Πολύβ. 1. 16, 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκέπη· σκέπασμα».

Middle Liddell

σκέπη, ἡ, σκέπω
a covering, shelter, protection, Xen.:—c. gen., ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου under shelter from war, Hdt.; ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην under their protection, Polyb.

Translations

shelter

Albanian: strehë; Arabic: مَلَاذ, مَخْلَص; Armenian: ապաստան; Azerbaijani: sığıncaq, pənah; Basque: aterpe; Belarusian: прытулак, прыстанішча, прыстанак, укрыцце, укрыццё; Bengali: আশ্রয়, পানা; Bulgarian: убежище; Burmese: အရိပ်အာဝါသ; Catalan: aixopluc, recer; Chinese Mandarin: 棲身之地, 栖身之地, 住處, 住处, 庇護, 庇护, 掩蔽; Czech: útočiště; Danish: ly; Dutch: onderdak, toevluchtsoord, hokje, schuilplaats; Esperanto: ŝirmo; Estonian: peavari; Finnish: suojapaikka, turvapaikka, suoja; French: abri, refuge; Georgian: თავშესაფარი, ნავსაყუდელი, სავანე; German: Zuflucht, Obdach, Zufluchtsort, Schutzraum; Greek: καταφύγιο; Ancient Greek: σκέπη; Hebrew: מִקְלָט; Hindi: शरण, पनाह, पनाहगाह; Hungarian: menedék, védelem, oltalom, menedékhely, óvóhely, menedékház, búvóhely, fedett váró/megálló; Icelandic: skjól, athvarf; Ingrian: varjo; Irish: foscadh, fothain; Italian: rifugio, riparo; Japanese: 避難所; Kabuverdianu: gazadju; Kazakh: баспана, пана; Khmer: ជំរក; Korean: 피난처(避難處); Kyrgyz: башкалка; Ladin: sosta; Lao: ທັບ, ນິດໃສ, ສາທະນະ, ສ້ອງ; Latin: tegmen, suffugium, tutum; Latvian: pajumte, patversme; Lithuanian: pastogė; Luxembourgish: Ënnerdaach; Macedonian: засолниште; Malayalam: ഷെൽറ്റർ, അഭയസ്ഥാനം; Maori: tūrutu, pātūtū, tāwharau, māhauhau; Nepali: आवास, शरण; Norwegian Bokmål: ly; Old Czech: brh; Ottoman Turkish: التجا; Persian: پَناهْگاه, مَخْلَص, پَناه; Plautdietsch: Schulinj; Polish: schronienie, schronisko, przytułek; Portuguese: refúgio, abrigo, amparo, asilo; Romanian: adăpost; Russian: убежище, укрытие, приют, прибежище, пристанище, укрытие; Sanskrit: शरण; Scottish Gaelic: dìon; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀точӣште; Roman: ùtočīšte; Slovak: útočisko; Slovene: zaklonišče; Spanish: refugio, abrigo, amparo, asilo, abrigadero; Swedish: skydd; Tajik: паноҳгоҳ, гурезгоҳ, панох; Thai: ที่หลบภัย, อาวรณ์, ร่มไม้ชายคา, ที่พักอาศัย; Turkish: sığınak, barınak; Ukrainian: притулок, укриття; Urdu: پَناہ, شَرَن, پَناہ گاہ; Uyghur: پاناھگاھ, پاناھ; Uzbek: boshpana, panohgoh, panoh; Vietnamese: chỗ che, chỗ ẩn, chỗ núp; Welsh: cysgod, lloches; Zazaki: serte, komek