χάρμα

From LSJ
Revision as of 07:20, 25 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάρμα Medium diacritics: χάρμα Low diacritics: χάρμα Capitals: ΧΑΡΜΑ
Transliteration A: chárma Transliteration B: charma Transliteration C: charma Beta Code: xa/rma

English (LSJ)

χάρματος, τό, (χαίρω):
I in concrete sense, source of joy, delight, χάρμα γενέσθαι or χάρμα ἔσσεσθαί τινι, Il.17.636, 23.342; χ. φίλοις Thgn.692; χ. μεῖζον ἐλπίδος κλύειν A.Ag.266, cf. S.Fr.636.1; μᾶζαν, ἣν.. Δηὼ βροτοῖσι χ. δωρεῖται Antiph.1; of victory in the games, ἄπονον ἔλαβον χ. Pi.O.10 (ΙΙ).22; καλλίνικον χ. Id.I.5 (4). 54: freq. in plural, Od.6.185; μὴ γείτοσι χάρματα γήμῃς Hes.Op.701, cf. Max.87 (sg.); χάρματ' Ἐρινύος, χάρματα θηρῶν, E.Ph.1503, Supp.282 (both lyr.); χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, ἐμβαλεῖν χάρματ' ἀνθρώποισι, Pi.O.2.99, 7.44; ἀντιδιδόναι A.Eu.984 (lyr.).
2 source of malignant joy, Il.3.51, 6.82, al.; λυπρά, χάρματα δ' ἐχθροῖς A.Pers.1034 (lyr.).
II in abstract sense, joy, delight, τὴν δ' ἅμα χ. καὶ ἄλγος ἕλε φρένα Od.19.471, cf. h.Cer.371, Hes.Sc.400.—Poet. and late Prose, Plu.Mar.46.

German (Pape)

[Seite 1339] χάρματος, τό, eine Freude, ein Vergnügen, ein Gegenstand, der Einem Freude od. Vergnügen macht, χάρμα τινί, Hom. im plur. Od. 6, 185; Hes. O. 703; ἄπονον χάρμα ἔλαβον Pind. Cl. 11, 73; καλλίνικον ἀγαπάζω I. 4, 61, u. öfter, u. Tragg., wie Aesch. Ag. 257; sp. D., βροτῶν χάρμα ῥόδον Anacr. 53, 51; – bes. auch Gegenstand der Schadenfreude, Il. 3, 51. 6, 82. 10, 193. 23, 342, wie λυπρά, χάρματα δ' ἐχθροῖς Aesch. Pers. 991; – übh. Freude, Vergnügen; Od. 19, 471; H. h. Cer. 372. 411; Hes. Sc. 400; Soph. frg. 563; Eur. Gegensatz von γόος, Mel. 328; ὡς ἐπὶ χάρμασιν λέγω Phoen. 1549, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

χάρματος (τό) :
1 sujet de joie ; particul. sujet de joie maligne ou insolente;
2 joie, réjouissance, plaisir.
Étymologie: R. Χαρ, briller, d'où réjouir ; v. χαίρω.

Russian (Dvoretsky)

χάρμᾱ: II ἡ дор. = χάρμη.
χάρμᾰ: ατος τό χαίρω
1 тж. pl. предмет или причина радости Pind., Trag.: χ. τινὶ ἔσεσθαι или γενέσθαι Hom. стать причиной чьей-л. радости; λυπρά, χάρματα ἐχθροῖς Aesch. несчастья, доставляющие радость врагам;
2 радость Hom., HH, Hes., Trag., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χάρμα: τό, (√ΧΑΡ, χαίρω)· Ι. ὡς συγκεκριμένον, πηγὴ χαρᾶς, πρᾶγμα πρόξενον χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης, χαρά, χάρμα γενέσθαι ἢ ἔσεσθαί τινι Ἰλ. Ρ. 636, Ψ. 342· χ. φίλοις Θέογν. 692· ὡσαύτως χ. τινὸς Εὐρ. Φοίν. 1506, Ἱκ. 282· - χάρ. μεῖζον ἐλπίδος κλύειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 266, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 563· μᾶζαν, ἣν . . Δηὼ βροτοῖσι χάρμα δωρεῖται φίλον Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκῳ» 1· ἐπὶ νίκης ἐν τοῖς ἀγῶσιν, ἄπονον χ. ἔλαβον Πινδ. Ο. 10 (11) 26· καλλίνικον χ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. 5 (4) 69· ― συχν. ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Ζ. 185, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 699, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1034, Εὐρ.: χάρματα τιθέναι, ἐμβάλλειν τινὶ Πινδ. Ο. 2. 179., 7. 80· ἀντιδιδόναι Αἰσχύλ. Εὐμ. 984. 2)ἐπὶ χαιρεκακίας, δυσμενέσιν μὲν χάρμα, κατηφείην δέ σοι αὐτῷ; Ἰλ. Γ. 51, Ζ. 82, κ. ἀλλ.: λυπρά, χάρματα δ’ ἐχθροῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 1034· πρβλ. ἐπίχαρμα. ΙΙ. ὡς ἀφῃρημένον, χαρά, εὐφροσύνη, τέρψις, τὴν δ’ ἅμα χ. καὶ ἄλγος ἕλε φρένα Ὀδ. Τ. 471, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 372, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 400. - Ποιητ. λέξις.

English (Autenrieth)

χάρματος (χαίρω): concr., a thing of joy, Il. 14.325; esp., γίγνεσθαί τινι, be a source of malignant joy,’ Il. 3.51, Il. 6.82.

English (Slater)

χάρμα (ἡ)
   a joy of victory, success ἄλλαι δὲ δὔ ἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ' ἔπειτα χάρμαι (O. 9.86)
   b ]ς τε χάρμας (τὰς ἐπιδορατίδας Σ.) Δ. 3. 13.
χάρμα (χάρμ(α) nom., acc., χαρμάτων, -ατ(α).) joy, pleasure ἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει (O. 2.19) καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; (O. 2.99) ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς (O. 7.44) ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες, ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος (O. 10.22) χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος (P. 1.59) τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας (P. 8.64) ἀνδράσι χάρμα φίλοις (sc. Ἀρισταῖον) (P. 9.64) σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων (N. 3.66) φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον (N. 7.88) ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι (I. 5.54) χαρμ[ Πα. 7. b. 3. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
καθετί που προκαλεί χαρά, ευχαρίστησηχάρμα ὀφθαλμῶν», Απολλ. Ρόδ.)
αρχ.
χαρά, ευχαρίστηση, τέρψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. σχηματισμένος < θ. χαρ- του χαίρω + κατάλ. -μα (πρβλ. πῆμα)].

Greek Monotonic

χάρμα: χάρματος, τό (χαίρω
I. 1. με συγκεκριμένη σημασία, πηγή χαράς, χαρά, ευφροσύνη, τινί, για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, χάρμα τινός, χαρά κάποιου, σε Ευρ.· συχνά σε πληθ., χαρές, ευφροσύνες, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
2. πηγή κακεντρέχειας, σε Ομήρ. Ιλ.· χάρματα ἐχθροῖς, σε Αισχύλ.
II. χαρά, ευφροσύνη, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.

Middle Liddell

χάρμα, χάρματος, τό, χαίρω
I. in concrete sense, a source of joy, a joy, delight, τινί to any one, Il.; also, χ. τινός one's delight, Eur.; oft. in plural joys, delights, Od., etc.
2. a source of malignant joy, Il.; χάρματα ἐχθροῖς Aesch.
II. joy, delight, Od., Hes.

English (Woodhouse)

delight, joy, pleasure

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

τό. Ἀπό τό χαίρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.