λεαίνω
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
also λειαίνω, Sol.4.35, Nic.Th.95, Gp.4.12.13: A fut. λεᾰνῶ Arist.PA674b21; Ep. λειᾰνέω Il.15.261: aor. 1 ἐλέηνα Hdt.1.200, Nic.Fr.70.15, -ᾱνα Arist.GA788b31, ἐλείανα IG12.372E11,373.174; Ep. ἐλείηνα, λείηνα, Il.4.111, Od.8.260:—Med., Muson.Fr.18 B p.101 H.: Ep.aor. λειηνάμην Nic.Th.646:—Pass., Pl.Plt. 270e: aor. ἐλεάνθην Dsc.3.158, S.E.P.1.130; Ion.subj. λειανθέωσι Hp.Mul.2.168; part. λειανθείς Gp.11.13.2, Philotim. ap. Orib.4.10.1: pf.inf.λελειάνθαι Thphr. Fragmenta 30.2, Ph.2.510; part. λελεασμένος Damocr. ap. Gal.13.989, Dsc.5.75, Dieuch. ap. Orib.4.6.2, Porph.Abst.4.7, λελειασμένος Ph.1.302:—smooth, polish, of a worker in horn or stone, πᾶν δ' εὖ λειήνας Il.4.111, cf. IGll.cc.; ἵπποισι κέλευθον πᾶσαν λειανέω I will smooth the way, Il.15.261; λείηναν δὲ χορόν Od.8.260, λ. τὰ τραχυνθέντα Pl. Ti.66c; λ. τὰ κηρία, of bees, Arist.HA625b19:—Pass., λεαινόμενοι τὰ σώματα Theopomp.Hist.195.
2 triturate, pound in a mortar, Hdt.l.c.; grind down (of the teeth), X.Mem.1.4.6, Arist.Ph.198b26, HA501b31, Nic.Th.95, Ph.1.63:—Med., grind small, Nic.Th.646:—Pass., Philotim. ap. Orib. l.c.
b generally, crush, extirpate, τὰ φυόμενα Hdt.4.122.
3 smooth away, τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας Pl.Smp. 191a, cf. Plt.l.c. (Pass.): metaph., smooth or soften down, τὸν Μαρδονίον λόγον Hdt.8.142; τὸ ἐπίχολον λ. τῷ ὕπνῳ Philostr.Im.2.11; polish style, D.H.Comp.16: metaph., also, λ. τὴν κατάποσιν tickle the palate, Muson.l.c.; τὴν ἀκοήν D.H.Comp.12: abs., [ὁ χυλὸς] λεαίνει lubricates, soothes, Thphr. CP 6.2.1.
II intr., to be smooth, Arist.Pr.936a15.
German (Pape)
[Seite 21] ep. λειαίνω, fut. λεανῶ, ep. λειανέω, glatt machen, glätten, poliren; vom Hornarbeiter, πᾶν δ' εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην Il. 4, 111; ἵπποισι κέλευθον πᾶσαν λειανέω, τρέψω δ' ἥρωας Ἀχαιούς, den Weg für die Rosse bahnen, 15, 260; λείηναν δὲ χορόν Od. 8, 260; ὁπόταν λεαίνῃ τὰ τραχυνθέντα Plat. Tim. 66 c; τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας Conv. 191 a; παρειαὶ λεαινόμεναι Polit. 270 e; λίθος ὅταν λεανθῇ S. Emp. pyrrh. 1, 130; – ξυρούμενοι καὶ λεαινόμενοι Theopomp. bei Ath. VI, 260 e, vgl. XII, 518 a u. Luc. Cyn. 14; – ἐστρατοπεδεύοντο τὰ ἐκ τῆς γῆς φυόμενα λεαίνοντες Her. 4, 122, alle Bäume und Sträucher abhauend; zerreiben, zermalmen, z. B. im Mörser, 1, 200, wie Nic. Alex. 545, δοίδυκι λεήνας; von den Zähnen, die Speisen zermalmen, Xen. Mem. 1, 4, 6, wie Arist. part. anim. 3, 1 H. A. 2, 5. – Übertr., mildern, in ein milderes Licht stellen, τὸν λόγον, Her. 8, 142. – Auch τὴν ἀκρόασιν, das Ohr kitzeln, dem Ohre schmeicheln, Schäf. zu D. Hal. C. V. p. 137; vgl. λ. τὴν κατάποσιν Muson. bei Stob. fl. 18, 38.
French (Bailly abrégé)
f. λεανῶ, ao. ἐλέανα, pf. inus.
Pass. ao. ἐλεάνθην, pf. λελέασμαι;
I. rendre uni :
1 lisser, polir un ouvrage;
2 aplanir : κέλευθον IL, χορόν OD un chemin, un emplacement pour la danse ; fig. τὸν λόγον τινός HDT adoucir l'âpreté du langage de qqn;
II. arracher ou broyer pour niveler :
1 extirper : τὰ φυόμενα HDT ce qui pousse;
2 broyer dans un mortier ou avec les dents.
Étymologie: λεῖος ; cf. λεαίνω.
Russian (Dvoretsky)
λεαίνω: эп.-ион. λειαίνω (fut. λεᾰνῶ, aor. ἐλέᾱνα - ион. ἐλέηνα; pass.: aor. ἐλεάνθην, pf. λελέασμαι)
1 делать гладким, полировать (τόξον Hom.);
2 делать ровным, выравнивать (κέλευθον, χορόν Hom.): λ. τὰ τραχυνθέντα Plat. сглаживать шероховатости;
3 перен. сглаживать, смягчать, скрашивать (τὸν λόγον τινός Her.);
4 разбивать, толочь (ὑπέροις τι Her.);
5 перемалывать, измельчать, разжевывать (sc. τοῖς γομφίοις Xen.; τὴν τροφήν Arst.);
6 срывать, срезывать, срубать, уничтожать (τὰ φυόμενα Her.).
Greek (Liddell-Scott)
λεαίνω: Ἡρόδ. Ἀττ.· Ἐπικ. λειαίνω, Σόλων 4. 35, Νικ.· μέλλ. λεᾰνῶ, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9· Ἐπικ. λειανέω ΙΙ. ἀόρ. ἐλέηνα Ἡρόδ., -ᾱνα Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 5. 8, 6· Ἐπικ. λείηνα Ὅμ. - Μέσ., Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 1· Ἐπικ. ἀόρ. λειηνάμην Νικ. Θηρ. 646. - Παθ. Πλάτ. Πολιτικ. 270Ε· ἀόρ. ἐλεάνθην Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 130, Διοσκ.· Ἰων. ὑποτ. λειαν θέωσι Ἱππ. 622. 25 (ἴδε Föes. ἐν τόπῳ)· πρκμ. ἀπαρ. λελειάνθαι Φίλων 2. 510, 619· μετοχ. λελεασμένος Διοσκ. 8. 85, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 7, λελειασμένος Φίλων 1. 302· (λεῖος). Κάμνω τι λεῖον, στιλβώνω, ἐπὶ ἀνθρώπου ἐργαζομένου τὸ κέρας, πᾶν δ’ εὖ λειήνας Ἰλ. Δ. 111· ἵπποισι κέλευθον πᾶσαν λειανέω, θὰ κάμω λείαν τὴν ὁδόν, Ο. 201· λείηναν δὲ χορὸν Ὀδ. Θ. 260· λ. τὰ τραχυνθέντα Πλάτ. Τίμ. 66C· λ. τὰ κηρία, ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 32· - ξυρίζω τὸν πώγωνα, Θεοπόμπ. Ἱστ. 222. 2) τρίβων κάμνω τι λεῖον, κοπανίζω ἐντὸς ἰγδίου, Λατ. levigare, Ἡρόδ. 1. 200· κατατρίβω, συντρίβω διὰ τῶν ὀδόντων, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6, Ἀριστ. Φυσ. 2. 8, 3, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 5· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Νικ. Θηρ. 646· - καθόλου, συντρίβω, ἀφανίζω, ἐκριζώνω, τὰ φυόμενα Ἡρόδ. 4. 122. 3) λεαίνων, ἐξαλείφω, τὰς ῥυτίδας Πλάτ. Συμπ. 191Α· - μεταφ., μετριάζω, λεήνας τὸν Μαρδονίου λόγον Ἡρόδ. 8. 142· τὸ ἐπίχολον τῷ ὕπνῳ λ. Φιλόστρ. 828· καλλύνω τὸ ὕφος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16. - μεταφ., ὡσαύτως, λ. τὴν κατάποσιν, γαργαλίζω τὸν οὐρανίσκον, Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 1· τὴν ἀκοὴν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12. - Ἴδε καὶ Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 99.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λεαίνω: Επικ. λειαίνω, μέλ. λεᾰνῶ, Επικ. λειανέω, αόρ. ἐλέηνα, Επικ. λείηνα (λεῖος)·
1. κάνω κάτι λείο, γυαλίζω, στιλβώνω, σε Όμηρ.· ἵπποισι κέλευθον λειανέω, θα εξομαλύνω τον δρόμο, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κάνω κάτι λείο τρίβοντάς το, κοπανίζω σε γουδί, Λατ. levigare, σε Ηρόδ.· συντρίβω με τα δόντια, σε Ξεν.· γενικά, συντρίβω, αφανίζω, ξεριζώνω, συνθλίβω, σε Ηρόδ.
3. εξαλείφω τις ρυτίδες λειαίνοντάς τις, σε Πλάτ.· μεταφ., μετριάζω τα σκληρά λόγια, μιλώ με μετριοπάθεια, εκλεπτύνω, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
λεαίνω, λεῖος
1. to smooth or polish, Hom.; ἵπποισι κέλευθον λειανέω I will smooth the way, Il.
2. to rub smooth, pound in a mortar, Lat. levigare, Hdt.; to grind with the teeth, Xen.:— generally, to crush, extirpate, Hdt.
3. to smooth away wrinkles, Plat.:—metaph. to smooth or soften down harsh words, Hdt.
Mantoulidis Etymological
καί λειαίνω (=στιλβώνω). Ἀπό τό λεῖος πού παράγεται ἀπό τή ρίζα λεϝἤ λειϝ-. Θέμα λειανj-ω → λειαίνω καί λεαίνω.
Παράγωγα: λέανσις ἤ λείανσις, λεαντέον, λεαντήρ (=γουδοχέρι), λεάντειρα, λεαντικός (=μαλακτικός), καί ἀπό τήν ἴδια ρίζα τά: λευρός (=λεῖος), λείαξ (=νεογέννητο).