πάνυ
English (LSJ)
[ᾰ], Adv., (πᾶς)
A altogether, first in Xenoph.1.18, then in Trag. and Att., mostly in Prose:
1 with Verbs, A.Ch.861 (anap.), Pl.Cra.386c, Euthd.272d, etc.; πάνυ μανθάνω perfectly, Ar.Ra.65,195; ὡς πάνυ εἰδῆτε X.An.6.1.31: with Adjs., very, exceedingly, πάνυ πολλοί, πάνυ ὀλίγοι, πάνυ μικρός, etc., very many or few, very small, A.Ag.1456 (anap.), Pl. Ap.25b, Arist.HA542a5; πάνυ ταρφύς A.Pers.926 (anap.); πάνυ πλούσιοι Lys.19.15. etc.: freq. in opposed clauses, οὐ πονηρός, ἀλλὰ καὶ πάνυ χρηστός D.21.83; οὐκ ὀρθῶς, οὐδὲ δικαίως, ἀλλὰ καὶ πάνυ αἰσχρῶς ibid.: after the Adj., ὀλίγοι πάνυ, σπάνιος πάνυ, X.An.4.7.14 (v.l.), 1.9.27, cf. Pl.Cra.402a; separated from it, ἐκτὸς πάνυ τινῶν ὀλίγων Id.R.605c, cf. Euthd.287b: with Nouns in adj. sense, πάνυ εἶναι ὑβριστής Id.Ap. 26e: in late writers with Sup., πάνυ φαυλότατος Sch.Ar.Ra.1363, cf. Ath.1.22d (πάνυ γάρ ἐστιν ὡρικωτάτη is dub. in Crates Com.40): with Advbs., πάνυ ταχύ Eup.311; ταχὺ πάνυ Ar.Pl.57; πάνυ σφόδρα ib.25,745, Pl.Ap.25a; σφόδρα πάνυ Aeschin.2.36; πάνυ πολύ = very much, Pl.Chrm. 157d, X.Cyr.6.1.41, etc.; μόγις πάνυ Pl.Ap.21b; πάνυ μόλις or μόλις πάνυ, Philem.88, Eub.30; εὖ πάνυ Theopomp. Com.14, etc.: with adverbial phrases, πάνυ σπουδῇ in very great haste, D.20.105; σπουδῇ πάνυ Th.8.89; πάνυ ἐν τῷ μεγίστῳ κινδύνῳ ib.50; πάνυ ἐξ εἰκότος λόγου Pl.Euthd. 305e; ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ πάνυ Id.Hp.Ma.282e; πάνυ παρὰ πολλοῖς Id.Euthd. 305c; πάνυ ἐπὶ σμικροῖς Id.Ap.40a; ἀπὸ σμικροῦ πάνυ Ar.Pl.377: with part., πάνυ ἀδικῶν if ever so criminal, Th.3.44.
2 strengthened, καὶ πάνυ Id.2.11, X.Mem.1.3.13, Pl.Ap.17c, Euthd.276d, Cra.400c; δοκεῖ μοι… καὶ πάνυ οὐδὲ εἶναι ἡ ἐπίκλησις αὕτη I believe this name actually did not exist, Th.1.3.
3 οὐ πάνυ = not quite, οὐ πάνυ τι μανθάνω Pl.Euthd. 286e, cf. Phd.63a, Prt.331e, X.An.6.1.26, etc.; ἡ οὐσία οὐδὲ τριῶν ταλάντων πάνυ τι ἦν not quite so much... D.59.7; οὐ πάνυ εὐδαιμονικὸς... ἔτι δ' ἴσως ἧττον Arist.EN1099b3: sometimes with litotes, not quite, implying 'not at all', ταῦτα νεκρῷ μὲν οἷόν τε ποιεῖν, ζῶντι δὲ οὐ πάνυ Hp.Art. 46; εὐφόρως δὲ οὐ πάνυ ἔχει it is not very (or not at all) easy, ib.77; οὐ πάνυ μοίρας εὐδαιμονίσαι πρώτης hardly to be congratulated... S.OC144 (anap.); οὐ πάνυ προσίεμαι X.Mem.2.8.5.
4 in affirmative answers, by all means, no doubt, Ar.Pl.393: mostly with a Particle added, πάνυ γε Pl.Alc.1.107e, etc.; καὶ πάνυ γε Id.Chrm.154e; πάνυ γε, ἀλλά… very well, but... D.21.89; πάνυ μὲν οὖν Ar.Pl.97, Pl.Euthphr. 13d, al.; πάνυ καλῶς no I thank you, Ar.Ra.512.
II ὁ πάνυ the real, the very (τοῦ πάνυ Διός Luc.Icar.2): hence, the excellent, the famous, οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν Th.8.1, D.C.Fr.70.6; ὁ πάνυ Περικλῆς X.Mem.3.5.1; οἱ πάνυ ἐπ' ἀξιώματος IG12(7).407.14 (Amorgos); οἱ πάνυ alone, prob. in Th.8.89 (omitting στρατηγῶν); ἡ πάνυ Luc.Vit.Auct. 22.
German (Pape)
[Seite 465] sehr, gar sehr, zur Verstärkung zu Verbis u. Adjectivis gesetzt; τὰς πολλάς, τὰς πάνυ πολλὰς ψυχάς, Aesch. Ag. 1431 Ch. 848; Ar. Equ. 1134; ὅτι πάνυ πολὺ δοκεῖ σωφρονέστατος εἶναι τῶν νυνί, Plat. Charm. 157 d; πάνυ ἐν τῷ μεγίστῳ κινδύνῳ ὤν, Thuc. 8, 50, u. sonst; πάνυ σφόδρα vrbdn, Ar. Plut. 745 Plat. Apol. 25 a; aber auch gegen Phot. Bemerkung σφόδρα πάνυ gestellt, Aesch. 2, 36; πάνυ σπουδῇ, Dem. 20, 105; eben so πάνυ ὀλίγοι Xen. An. 5, 6, 7, ὀλίγοι πάνυ 4, 7, 14; ganz und gar, durchaus, πάνυ ἐξέφθινται, Aesch. Pers. 890; οὐ πάνυ εὐδαιμονίσαι, Soph. O. C. 142; οὐδὲν πάνυ, ganz und gar Nichts, Ar. Nub. 733. 901; δοκεῖ δέ μοι καὶ πάνυ οὐδὲ εἶναι ἡ ἐπίκλησις αὕτη, Thuc. 1, 3; ὡς πάνυ εἰδῆτε, Xen. An. 5, 9, 3; Folgde. – In der Antwort nachdrücklich bejahend, jawohl, Ar. Plut. 393; πάνυ γε, Plat. Alc. I, 107 f; καὶ πάνυ γε, ἔφη, Charm. 154 e; πάνυ μὲν οὖν, Euthyphr. 13 d, u. öfter, u. Folgde. – Zu οὐ πάνυ tritt auch noch oft τι hinzu, Plat. Lys. 204 d Xen. An. 5, 9, 26 Cyr. 1, 6, 21; ἔφυγον μηδέν τι πάνυ διωκόμενοι, Hell. 5, 4, 45; οὐδεὶς πάνυ τι ἐπιχωριάζει, Plat. Phaed. 57 a. – Beim subst., ὁ πάνυ Περικλῆς, der sehr bekannte, allberühmte, Xen. Mem. 3, 5, 1; τῶν πάνυ στρατηγῶν, Thuc. 8, 89; Ἀλέξανδρος ὁ πάνυ, Ath. XII, 537 d; Ἠλέκτραν μὲν ἐκείνην τὴν πάνυ, τὴν Ἀγαμέμνονος, Luc. Vit. auct. 22; oft auch bei a. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
tout à fait, très fort :
1 en gén. avec un verbe : ὡς πάνυ εἰδῆτε XÉN afin que vous le sachiez bien ; avec un adj. ὀλίγοι πάνυ XÉN, πάνυ ὀλίγοι XÉN très peu nombreux ; avec un adv. : πάνυ ῥᾳδίως XÉN très facilement ; πάνυ πολλάκις PLUT très souvent;
2 dans les réponses pour affirmer fortement oui certes, sans doute, très certainement ; πάνυ μὲν οὖν XÉN m. sign.
3 renforcé par une particule : καὶ πάνυ très, beaucoup;
4 précédé de οὐ : οὐ πάνυ pas très, pas précisément : οὐ πάνυ πρὸς τῷ στρατεύματι XÉN pas précisément tout près de l'armée, càd assez loin d'elle;
5 ὁ πάνυ (s.e. περιβόητος, ou autre mot anal.) le très connu, le fameux : οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν THC ces soldats renommés ; ὁ πάνυ Περικλῆς XÉN ce célèbre Périclès.
Étymologie: πᾶς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάνυ [πᾶς] adv. helemaal, zeer; met verbum:; πάνυ μανθάνω ik begrijp het volkomen Aristoph. Ran. 65; met adj.:; ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ πάνυ in heel korte tijd Plat. HpMa 282e; πάνυ ὀλίγοι heel weinigen Xen. Cyr. 1.1.1; met adv. of adv. uitdr.:; σπουδῇ πάνυ in zeer grote haast Thuc. 8.89.2; πάνυ αἰσχρῶς op zeer schandalige wijze Dem. 21.83; πάνυ σφόδρα heel nadrukkelijk Aristoph. Pl. 25; subst. ὁ πάνυ de echte, precies die, de beroemde, de voortreffelijke:; καὶ τοῖς πάνυ τῶν στρατιωτῶν... διαπεφευγόσι zelfs precies die soldaten die ontkomen waren Thuc. 8.1; attr..; ὁ πάνυ Περικλῆς de beroemde Pericles Xen. Mem. 3.5.1; versterkt καὶ πάνυ wel degelijk, zeer zeker:. χρὴ καὶ πάνυ ἐλπίζειν men mag ongetwijfeld verwachten Thuc. 2.11.6. met ontk. οὐ πάνυ niet helemaal:; οὐ πάνυ πρός... τῷ στρατεύματι niet helemaal vlak bij het leger Xen. An. 1.8.14; ἡ οὐσία οὐδὲ τριῶν ταλάντων πάνυ τι ἦν het bezit bedroeg nog niet eens drie talenten Apollod. [Dem.] 59.7; litotes helemaal niet:. οὐ πάνυ προσίεμαι ik accepteer helemaal niet Xen. Mem. 2.8.5. in antw. zeker, ongetwijfeld; alg. versterkt met partikels zeer zeker, wel degelijk, ongetwijfeld.
Russian (Dvoretsky)
πάνῠ: (ᾰ) adv.
1 вполне, совершенно, в высшей степени, весьма: πάνυ ὀλίγοι Xen. очень немногие; ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ πάνυ Plat. в очень короткое время; οὐ πάνυ Xen. не вполне, не совсем, не очень; ἡ οὐσία οὐδὲ τριῶν ταλάντων πάνυ τι ἦν Dem. состояние не достигало и трех талантов; οὕτω λέγεις; - Π. σφόδρα ταῦτα λέγω Plat. ты так говоришь? - Да, именно это я и говорю; πάνυ καλῶς ирон. Arph. (нет), благодарю покорно;
2 отлично, прекрасно (μανθάνειν Arph.): ὡς πάνυ εἰδῆτε Xen. чтобы вы хорошо знали (в чем дело);
3 (в ответах), конечно, разумеется, (π. γε Plat.; πάνυ μὲν οὖν Xen.);
4 (как adj. indecl.) превосходный, славнейший, знаменитый (ὁ πάνυ Περικλῆς Xen.): οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν Thuc. наиболее выдающиеся воины.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ («πάνυ πολλάς ψυχάς», Αισχύλ.)
αρχ.
1. (με το ου) καθόλου, ουδαμώς («εὐφόρως δὲ οὐ πάνυ ἔχει», Ιπποκρ.)
2. (σε αποκρίσεις ως ισχυρό βεβαιωτικό) μάλιστα, βεβαιότατα
3. (με άρθρο) ὁ πάνυ
ο περίφημος, ο ξακουστός, ο έξοχος («ἠπίστουν καὶ τοῖς πάνυ τῶν στρατιωτῶν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. πᾶς, παντός. Το -υ του τ. παραμένει δυσερμήνευτο, αν και ορισμένοι το συνδέουν με το -υ- του οὗτος. Τέλος, η άποψη ότι το επίρρ. προέρχεται από αρχικό αμάρτυρο πάν εὖ δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
πάνῠ: [ᾰ], επίρρ. (πᾶς)·
I. 1. συνολικά, εντελώς, σε Αισχύλ. κ.λπ.· πάνυ μανθάνω, τέλεια, σε Αριστοφ.· με επίθ., πολύ, υπερβολικά, πάνυ πολλοί, ὀλίγοι, πάνυ μικρός, μέγας, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με επίρρ., πάνυ σφόδρα, σε Αριστοφ.· μόλις ή μόγις, σε Πλάτ.· με ουσ. στην επιρρ. σημασία, πάνυ σπουδῇ, σε πολύ μεγάλη βιασύνη, σε Δημ.· πάνυ ἐξ εἰκότος λόγου, σε Πλάτ.· με μτχ., πάνυ ἀδικῶν, πάρα πολύ άδικος, σε Θουκ.
2. επιτετ., καὶ πάνυ, στον ίδ., Ξεν.
3. οὐ πάνυ όπως οὐ πάντως, Λατ. omnino non, καθόλου, σε Σοφ. κ.λπ.
4. σε απαντήσεις, ναι με κάθε τρόπο, χωρίς αμφιβολία, βεβαίως, σε Αριστοφ.· πάνυ γε, πάνυ μὲν οὖν, στον ίδ., Πλάτ.· — πάνυ καλῶς, Λατ. benigne, όχι ευχαριστώ, σε Αριστοφ.
II. ὁ πάνυ (όπου το κλεινός μπορεί να προστεθεί), τέλειος, φημισμένος, οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν, σε Θουκ.· ὁ πάνυ Περικλῆς, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πάνῠ: [ᾰ], Ἐπίρρ., (πᾶς) πρῶτον παρ’ Ἀττ. καὶ τὸ πλεῖστον παρὰ πεζογράφοις: 1) μετὰ ῥημάτων, Αἰσχύλ. Χο. 861, Πέρσ. 926, κλ.· πάνυ μανθάνω, ἐντελῶς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 65. 196· ὡς πάνυ εἰδῆτε Ξεν. Ἀν. 5. 9, 31· μετ’ ἐπιθέτων, λίαν, παραπολύ, πάνυ πολλοί, ὀλίγοι, μικρός, μέγας, Αἰσχύλου Ἀγ. 1456, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1134, Πλάτ., κτλ.· πάνυ πλούσιος Λυσίας 153. 18, κτλ.· συχνάκις ἐν ἀντιθετικαῖς προτάσεσιν, οὐ πονηρός, ἀλλὰ καὶ πάνυ χρηστὸς Δημ. 541. 19· (οὕτω, οὐκ ὀρθῶς, οὐδὲ δικαίως, ἀλλὰ καὶ πάνυ αἰσχρῶς αὐτόθι 20)· ὡσαύτως μετὰ τὸ ἐπίθ., ὀλίγοι πάνυ, σπάνιος πάνυ Ξεν. Ἀν. 4. 7, 14., 1. 9, 27· καὶ κεχωρισμένον ἀπ’ αὐτοῦ, ἐκτὸς πάνυ τινῶν ὀλίγων Πλάτ. Πολ. 605C· παρὰ μεταγενεστ. μετὰ τοῦ ὑπερθ., πάνυ φαυλότατος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Βατρ. 1363, πρβλ. Ἀχ. 331, Ἀθήν. 22D· ὁ Dobree ἀναγινώσκει πάνυ γάρ ἐστιν ὡρικά, ἀντὶ -ώτατα, παρὰ τῷ Κράτητι ἐν Ἀδήλ. 4· - μετ’ ἐπιρρημάτων, πάνυ ταχὺ Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 36· ταχὺ πάνυ Ἀριστοφ. Πλ. 57· πάνυ σφόδρα αὐτόθι 25. 745· σφόδρα πάνυ Αἰσχίν. 33. 4· πάνυ πολὺ παρὰ πολύ, Πλάτ. Χαρμ. 157D, Ξενοφ., κτλ.· μόλις ἢ μόγις πάνυ Πλάτ. Ἀπολ. 21Β· πάνυ μόλις ἢ μόλις πάνυ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 4, Εὔβουλ. ἐν «Δόλωνι» 1· εὖ πάνυ λέγεις Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἡδυχάρει» 3, κλ.· ― οὕτω μετὰ ὀνομάτων ἐπὶ ἐπιρρηματικῆς σημασίας, πάνυ σπουδῇ, λίαν ἐσπευσμένως, Δημ. 488, ἐν τέλ.· σπουδῇ πάνυ Θουκ. 8. 89· πάνυ ἐν τῷ μεγίστῳ κινδύνῳ αὐτόθι 50· πάνυ ἐξ εἰκότος λόγου Πλάτ. Εὐθύδημος 305Ε· ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ πάνυ ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζονι 282Ε· πάνυ παρὰ πολλοῖς ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 305C· ἀπὸ σμικροῦ πάνυ Ἀριστοφ. Πλ. 377· ― μετὰ μετοχ., πάνυ ἀδικῶν Θουκ. 3. 44. 2) ἐπιτεταμ., καὶ πάνυ ὁ αὐτ. 2. 11, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 13. 3) οὐ πάνυ, ὡς τὸ οὐ πάντως, Λατ. omnino non, οὐδόλως, Σοφ. Ο. Κ. 141, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 5, κτλ.· πάνυ οὐδὲ... Θουκ. 1. 3· οὐ πάνυ τι Ξεν. Ἀν. 6. 1, 26, Πλάτ. Φαίδων 57Α, πρβλ. Πολ. 419Α, κτλ.· ἡ οὐσία οὐδὲ τριῶν ταλάντων πάνυ τι ἦν Δημ. 1347. 14· οὐ πάνυ εὐδαιμονικός..., ἔτι δ’ ἴσως ἧττον Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 8, 16· ― πάνυ τι, σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται ἄνευ ἀρνήσεως. 4) ἐν ἀποκρίσει χρησιμεύει ὡς ἰσχυρὸν βεβαιωτικὸν, μάλιστα, ἀναμφιβόλως, βεβαιότατα, Ἀριστοφ. Πλ. 393· ἀλλὰ σπανίως ἄνευ τῆς προσθήκης μορίου τινός, οἷον πάνυ γε, αὐτόθι 97, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 170Ε, κτλ.· καὶ πάνυ γε ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 154Ε· πάνυ γε, ἀλλά..., πολὺ καλά, ἀλλά..., Δημ. 543. 8· οὕτω, πάνυ μὲν οὖν Ἀριστοφ. Πλ. 97, Πλάτ. Εὐθύφρων 13D, κ. ἀλλ.· ― πάνυ καλῶς, ὡς τὸ Λατ. benigne, = ὄχι, εὐχαριστῶ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 512. ΙΙ. ὁ πάνυ (ἔνθα ἐξυπακούεται λέξις τις ὡς τὸ περιβόητος ἤ τι τοιοῦτον), οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν Θουκ. 8. 1, πρβλ. 89· ὁ πάνυ Περικλῆς Ξεν. Ἀπομν. 3. 5. 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 179.
Frisk Etymological English
See also: s. πᾶς.
Middle Liddell
[πᾶς]
I. altogether, entirely, Aesch., etc.; πάνυ μανθάνω perfectly, Ar.:—with Adjs. very, exceedingly, πάνυ πολλοί, ὀλίγοι, πάνυ μικρός, μέγας Aesch., etc.:— with Advs., πάνυ σφόδρα Ar.; μόλις or μόγις πάνυ Plat.; with Nouns in adv. sense, πάνυ σπουδῇ in very great haste, Dem.; πάνυ ἐξ εἰκότος λόγου Plat.:—with a Part., πάνυ ἀδικῶν if ever so criminal, Thuc.
2. strengthened, καὶ πάνυ Thuc., Xen.
3. οὐ πάνυ, like οὐ πάντως, Lat. omnino non, not at all, Soph., etc.
4. in answers, yes by all means, no doubt, certainly, Ar.; πάνυ γε, πάνυ μὲν οὖν Ar., Plat.: —πάνυ καλῶς, Lat. benigne, no I thank you, Ar.
II. ὁ πάνυ (where κλεινός may be supplied), the excellent, the famous, οἱ πάνυ τῶν στρατιωτῶν Thuc.; ὁ πάνυ Περικλῆς Xen.
Frisk Etymology German
πάνυ: {pánu}
See also: s. πᾶς.
Page 2,471
English (Woodhouse)
Translations
altogether
Bulgarian: напъ́лно, съвсем; Catalan: totalment, completament; Danish: uden undtagelse; Dutch: zonder uitzondering, geheel, totaal; Finnish: täysin; French: complètement; German: ganz und gar, ohne Ausnahme, ausnahmslos, insgesamt, gänzlich; Ancient Greek: πάνυ; Hungarian: mindannyian; Irish: ar fad; Italian: del tutto; Latin: omnino; Maori: tokitoki; Norwegian Bokmål: uten unntak; Nynorsk: utan unntak; Occitan: completament; Polish: całkowicie, całkiem, zupełnie; Portuguese: completamente; Romanian: complet, total; Russian: всецело, совсем; Scots: awthegither; Scottish Gaelic: air fad, gu lèir; Slovak: celkom, úplne; Spanish: totalmente, completamente; Turkish: hep birlikte, topluca, cümbür cemaat
Lexicon Thucydideum
omnino, admodum, very, exceedingly, 1.3.2, 1.73.2, 2.11.6, 2.13.5, 2.15.1, 2.49.5, 2.51.2, 2.58.2, 2.65.13. 3.30.2. 3.38.2, 3.44.2. 3.93.2, 4.129.4, 6.10.4. 6.17.8, 6.18.6, 6.33.2, 6.35.1. 6.53.2, 6.85.2. 6.92.1. 8.24.5, 8.27.3, 8.28.3, 8.38.3, 8.46.5. 8.50.5, 8.56.2. 8.56.4. 8.71.1, 8.82.2. 8.86.6. 8.89.2, 8.91.3.
praecipuus, especial, particular, 8.1.1, 8.89.2.