τρίγωνος
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A three-cornered, triangular, τὴν τ. ἐς χθόνα Νειλῶτιν, of the Delta, A.Pr.813; τ. ῥυθμοί Id.Fr.78; βάσεις Pl.Ti.55b; of the hearts of certain fish, Arist.Frr.314,330,333; of Sicily, Plb.1.42.3; of Britain, Str.4.5.1.
2 ἀριθμοὶ τρίγωνοι, triangular numbers, are those whose units can be disposed in a triangle, as 3 †, 6 †, etc., being represented by the formula n(n + 1)/2, Plu.2.1003f, cf. Nicom.Ar.2.8; these numbers are also called triangles (τρίγωνοι), Plu. 2.744b.
3 Astrol., in triangular or trine aspect, of planets when there are three signs of the zodiac between them, so that they are at the apices of an equilateral triangle, S.E.M.5.39, Plot.2.3.4; τ. σχηματισμοί Ptol.Tetr.35, cf. Man.3.344.
II as substantive, τρίγωνον, τό, triangle, Ti.Locr.98a, Pl.Ti.50b, etc.
2 a musical instrument of triangular form, with strings of equal thickness but unequal lengths, Eup.77, Pl.Com.69.13, Pl.R. 399c, Arist.Pol.1341a41, Diog.Ath.1.9; called τ. ψαλτήρια in Arist.Pr.919b12:—also as masc., πολὺς δὲ Φρὺξ τρίγωνος S.Fr.412, cf. Ath.4.183e.
3 one of the Athenian lawcourts, Din.Fr.89.35, Lycurg.Fr.10, Men.1076, Paus.1.28.8, Poll.8.121.
4 the constellation Triangulum, Eudox. ap. Hipparch.1.2.13.
5 τρίγωνος, ἡ, name of a lozenge, Orib.Syn.3.183; as masc., Paul.Aeg.7.12.
German (Pape)
[Seite 1142] dreiwinklig, dreieckig, dreispitzig; χθών, Aesch. Prom. 815; ἐπίγραμμα, Schol. Il. 3, 156; σχῆμα, Pol. 1, 42, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trois angles, triangulaire ; τρίγωνος ἀριθμός PLUT nombre triangulaire (comme 3 = 1+1+1, ou 6 = 2+2+2) càd multiple de 3 ; τὸ τρίγωνον harpe.
Étymologie: τρεῖς, γωνία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίγωνος -ον [τρι -, ~ γωνία] adj. driehoekig. subst. τὸ τρίγωνον driehoek; trigonon (driehoekig muziekinstrument).
Russian (Dvoretsky)
τρίγωνος: (ῐ) треугольный Aesch., Plat., Arst. etc.
II ὁ Soph. = τρίγωνον 2.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίγωνος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τρεις γωνίες, τριγωνικός
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. τρίγωνο
νεοελλ.
1. ονομασία διαφόρων ανατομικών στοιχείων λόγω του σχήματός τους (α. «τρίγωνος μυς τών χειλέων» — μικρός δερματικός μυς του προσώπου
β. «τρίγωνος στερνίτης μυς» — λεπτός αποπεπλατυσμένος μυς που βρίσκεται στην οπίσθια στερνοπλευρική επιφάνεια
γ. «τρίγωνος χόνδρος» — ινοχόνδρινο πέταλο το οποίο εκτείνεται μεταξύ της στυλοειδούς αποφύσεως της ωλένης και της κάτω αρθρικής επιφάνειας της κερκίδας)
2. το αρσ. ως ουσ. ο τρίγωνος
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, συνήθως πολύ μικρού μεγέθους, τα οποία ζουν στις θερμές περιοχές
3. φρ. «τρίγωνα ιστία»
ναυτ. ιστία τριγωνικού σχήματος τών οποίων η άνω μακριά πλευρά αγγίζει την κεραία
αρχ.
1. (για αριθμό) αυτός που αποτελείται από μονάδες οι οποίες μπορούν να τεθούν σε σχήμα ισόπλευρου τριγώνου, π.χ. 3.·., 6.·., και παριστάνονται με τον τύπο n(n + 1)/2
2. αστρολ. (για πλανήτη) αυτός που βρίσκεται στην κορυφή ισόπλευρου τριγώνου το οποίο σχηματίζεται από τον ίδιο και δύο άλλους λαμπρούς αστέρες γύρω από τα ζώδια
3. το αρσ. ως ουσ. το μουσικό όργανο τρίγωνο
4. (το θηλ. και σπαν. το αρσ. ως ουσ.) ἡ τρίγωνος και σπαν. ὁ τρίγωνος
ονομασία καραμέλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -γωνος (< γωνία), πρβλ. τετράγωνος].
Greek Monotonic
τρίγωνος: -ον (γωνία)·
I. αυτός που έχει τρεις γωνίες, σε Αισχύλ.
II. ως ουσ., τρίγωνον, τό, το γεωμετρικό σχήμα τρίγωνο, σε Πλάτ.· όνομα μουσικού οργάνου, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
τρίγωνος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων τρεῖς γωνίας, τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα Νειλῶτιν, ἐπὶ τοῦ Δέλτα, Αἰσχύλ. Πρ. 815˙ τρ. ῥυθμοὶ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 72˙ βάσεις Πλάτ. Τίμ. 55Β ἐπὶ τῆς καρδίας ἰχθύων τινῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 296, 311, 314˙ ἐπὶ τῆς Σικελίας, Πολύβ. 1. 42, 3˙ ἐπὶ τῆς Βρεττανίας, Στράβ. 199. 2) ἀριθμοὶ τρίγωνοι, εἶναι ἐκεῖνοι ὧν αἱ μονάδες δύνανται νὰ διατεθῶσιν ἐν εἴδει τριγώνου, οἷον 3 . ˙ ., 6 . ˙ ., κτλ., -παριστάνονται διὰ τοῦ τύπου ½ (χ2+χ), Πλούτ. 2. 1003F˙Ϗ οἱ ἀριθμοὶ οὗτοι καλοῦνται καὶ τρίγωνα, αὐτόθι 744Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τρίγωνον, τό, τὸ σχήμα, Τίμ. Λοκρ. 98Α, Πλάτ. Τίμ. 50Β, κλπ. 2) μουσικὸν ὄργανον τριγωνικὸν τὸ σχῆμα ὅμοιον κατά τι πρὸς ἅρπην καὶ ἔχον χορδὰς ἴσας πρὸς τὸ πάχος ἀνίσους δὲ πρὸς τὸ μῆκος, ὃς καλῶς μὲν τυμπανίζει καὶ διαψάλλει τριγώνοις Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 1˙ κἄλλην τρίγωνον εἶδον ἔχουσαν, εἶτ’ ᾖδεν πρὸς αὐτὸ μέλος Ἰωνικόν τι Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 13, Πλάτ. Πολ. 399C˙Ϗ καλούμενον τρ. ψαλτήρια, Ἀριστ. Προβλ. 19, 23˙ - ὡσαύτως ὡς ἀρσ., πολὺς δὲ Φρὺξ τρίγωνος Σοφ. Ἀποσπ. 361, πρβλ. Ἀθήν. 183F. 2) οὕτως ἐκαλεῖτο ἓν τῶν Ἀθήνησι δικαστηρίων, «τρίγωνον δικαστήριον: Λυκοῦργος κατ’ Ἀριστογείτονος. ὄνομα ἐστὶ δικαστηρίου, ἴσως καὶ τῷ σχήματι τριγώνου ὄντος, μνημονεύουσιν αὐτοῦ ἄλλοι τε καὶ Μένανδρος» Ἁρποκρ. ἐν λ., Παυσ. 1. 28, 8, Πολυδ. Η΄, 121.
Middle Liddell
τρί-γωνος, ον, γωνία
I. three-cornered, triangular, Aesch.
II. as substantive, τρίγωνον, ου, a triangle, Plat.: name of a musical instrument, Plat.
English (Woodhouse)
musical instrument, three-cornered
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό τρίς + γωνία. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη τρίαινα.