ζεύγνυμι
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
A ζεύγνῡσι A.Pers.191, (ὑπο-) Pl.Plt.309a; 2pl. imper. ζεύγνῠτε E.Rh.33 (lyr.); inf. -ύναι (μετα-) X.Cyr.6.3.21, Ep. ζευγνῦμεν Il.16.145; part. ζευγνύς Hdt.1.206, 4.89; impf. 3pl. ἐζεύγνῠσαν Id.7.33, Ep. ζεύγν- Il.24.783: also ζευγνύω Hdt.1.205, Plb.5.52.4, etc.: impf. ἐζεύγνυον Hdt.4.89 (Ep. ζεύγν- v.l. Il.19.393): fut. ζεύξω Pi.I.1.6, etc.: aor. 1 ἔζευξα Od.3.478, etc.: late pf. ἔζευχα (ἐπ-) Philostr.VA2.14:—Med., Ep. impf. 3dual ζευγνύσθην Il.24.281, 3pl. ἐζεύγνυντο Od.3.492: fut. ζεύξομαι E.Hec.469(lyr.), etc.: aor. 1 ἐζευξάμην Hdt.3.102, E.Ion901 (lyr.):—Pass., fut. ζευχθήσομαι (δια-) Gal.9.938: aor.1 ἐζεύχθην Pi.O.3.6, Hdt.7.6, A.Ag.842, Pl.Plt.302e: more commonly aor. 2 ἐζύγην [ῠ] Pi.N.7.6, E.Supp.822 (lyr.), (συ-) Pl.R.546c: pf. ἔζευγμαι Il.18.276: plpf. ἔζευκτο Hdt.4.85.—Usu. in aor. Act. in Hom.: the simple Verb is rare in Att. Prose:—yoke, put to, ὑπ' ὄχεσφιν ἵππους Il.23.130; ὑφ' ἅρμασιν ἵππους 24.14; ὑπ' ἀμάξῃσιν βόας ἡμιόνους τε ib.783; κἄζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα A.Pr.462:—Med. (esp. in Od.), ἵππους ζεύγνυσθαι put to one's horses, Od.3.492, al.: abs., ζευγνύσθην Il.24.281; ζεύξομαι ἆρα πώλους E.Hec. 469(lyr.); καμήλους Hdt.3.102; of riding horses, harness, saddle and bridle, ζεῦξαι Πάγασον Pi.O.13.64, cf.Ar.Pax128, 135; of chariots, put to, get ready, ζ. ἅρμα, ὄχους, Pi.P.10.65, E.Andr.1020(lyr.):—Med., τέθριππα Id.Alc.428. 2 bind fast, ἀσκοὺς δεσμοῖς X.An.3.5.10: —Pass., φάρη . . ἐζευγμέναι πόρπαισιν having them fastened . ., E.El. 317. 3 metaph., πότμῳ ζυγείς in the yoke of fate, Pi.N.7.6; ζυγεὶς ἐν ἅρμασι πημάτων A.Ch.795(lyr.); ἀνάγκῃ ζυγείς S.Ph.1025; ζεύχθη was tamed, Id.Ant.955 (lyr.); θεσφάτοις . . ζυγείς E.Supp.220; ὁρκίοισι ζ. Id.Med.735; μοναρχία ζευχθεῖσα ἐν γράμμασιν ἀγαθοῖς Pl.Plt.302e: —Med., τόνδ' ἐν ὅρκοις ζεύξομαι E.Supp.1229. II join together, σανίδες . . μακραὶ ἐΰξεστοι ἐζευγμέναι well-joined, Il.18.276 (elsewh. in Hom. only in signf. 1); ζεῦξαι ὀδόντας, in setting a fractured jaw, Hp.Art. 32; τὼ πόδε ζευγνύντες, of sculptors who made their statues with joined feet, Hld.3.13. 2 join in wedlock, ἐπειδὰν εὐφρόνη ζεύξῃ μία yokes her in wedlock, S.Fr.583.11; of the parents or authors of the marriage, τίς ταύτην ἔζευξε; E.IA698; ζ. τὴν θυγατέρα τινί App. BC2.14, cf. Ath.12.554d:—in Med., of the husband, wed, ἄκοιτιν ζεύξασθαι E.Alc.994(lyr.); παρθένειον ἐζεύξω λέχος Id.Tr.676 (so in Act., γάμοις ἔζευξ' Ἀδράστου παῖδα I married his daughter, Id.Ph. 1366; ὁ Σεμέλην ζεύξας γάμοις Id.Ba.468):—Pass., to be married, ἐζευγμένη, opp. κόρη, S.Tr.536; γάμοις ζευχθῆναι or ζυγῆναι, Id.OT 826, E.IA907, etc.; ἐν γάμοις Id.El.99; ἐς ἀνδρὸς εὐνάν Id.Supp.822 (lyr.): metaph., ζ. μέλος ἔργμασι Pi.N.1.7, cf.I.1.6. 3 join opposite banks by bridges, ποταμὸν ζεῦξαι Hdt.1.206; τὸν Ἑλλήσποντον Id.7.33, Lys.2.29; μηχαναῖς ἔζευξεν Ἕλλης πορθμόν A.Pers.722 (troch.):—also in Med., ζεύγνυσθαι τὸν Βόσπορον Hdt.4.83 (v.l. -νύναι):—Pass., Id.7.6, 34; διῶρυξ ἐζευγμένη πλοίοις X.An.1.2.5; but also, b γεφύρας ζεῦξαι Hdt.1.205, cf. 4.85, 118,al. 4 furnish ships with cross-benches (ζυγόν 111), Hes.Fr.76.6; but ζεύξαντες τὰς παλαιὰς [ναῦς] ὥστε πλωΐμους εἶναι having strengthened them with thwarts, Th.1.29, cf. Sch. ad loc. 5 pair or match gladiators, Arr.Epict.1.29.37. 6 join issue at law, in Pass., [δίκαι] ὑπέρ τινος ἐζευγμέναι SIG742.44 (Ephesus, i B.C.). (Cf. Skt. yunákti, pl. yuñjánti 'yoke', Lat. jungo, jugum.)
German (Pape)
[Seite 1137] u. ζευγνύω, ζεύγνυε, Strat. 48 (XII, 206), ζεύξω, ἔζευξα, pert. pass. ἔζευγμαι, aor. gew. ἐζύγην, auch ἐζεύχθην, Tragg., z. B. Soph. Ant. 945, doch auch Plat. Polit. 302 e; – 1) anjochen, anspannen, oft bei Hom. ἵππους, ἡμιόνους, βόας, auch mit dem Zusatz ὑφ' ἅρμασιν, ὑπ' ὄχεσφιν, ὑπ' ἀμάξῃσιν, Il. 23, 130. 24, 14. 782 Od. 3, 478. So auch med., ἵππους ζεύγνυσθαι. die Rosse für sich anspannen, Od. 3, 492. 15, 145 u. öfter. Auch vom Reitpferde, aufzäumen, satteln, Ar. Pax 128. 135. Aehnl. Pind. σθένος ἡμιόνων, Ol. 6, 22; ἅρμα P. 10, 64, wie Plat. Tim. 22 c; καμήλους, ἵππους ὑπ' ἅρματα, Her. 3, 102. 5, 9; κνώδαλα ἐν ζυγοῖς Aesch. Prom. 460. – 2) übh. zusammenfügen, verbinden, σανίδες ἐζευγμέναι, fest zusammengefügte, Il. 18, 276. Dah. – al durch die Ehe verbinden, heirathen, γάμοις ζυγῆναι Soph. O. R. 826; μήποτ' ἐζύγη δέμας εἰς ἀνδρὸς εὐνήν Eur. Suppl. 848; dah. ἐζευγμένη entgeggstzt der κόρη, Soph. Tr. 533; vgl. Plut. Sull. 33 u. Parthen. 17, 2; τὴν θυγατέρα τινί, App. Civ. 2, 14. Auch med., ἄκοιτιν ζεύξασθαι κλισίαις Eur. Alc. 977. – b) durch Brücken verbinden, sowohl γέφυραν ζευγνύναι, Her. 4, 88 u. sonst, wie pass., 4, 85, als ποταμόν, Ἑλλήσποντον, 7, 24. 157; Plat. Legg. III, 699 a; Pol. 5, 52, 4 u. sonst. – c) ναῦς, Schiffe in Stand setzen, kalfatern, Thuc. 1, 29, vgl. ὑπόζωμα. – d) übertr., ἐν ἀνάγκῃ ζυγείς Soph. Phil. 1014, wie Plat. Menex. 240 c, τοὺς Ἀθηναίους ἐν τῇ αὐτῇ ἀνάγκῃ ζευγνύναι; vgl. ἐν δεσμῷ ζευχθεῖσα Soph. Ant. 945; μοναρχία ἐν γράμμασιν ἀγαθοῖς ζευχθεῖσα Plat. polit. 302 e; πότμῳ ζυγείς Pind. N. 7, 6 [ζευγνῦμεν, inf., Il. 16, 145].
Greek (Liddell-Scott)
ζεύγνῡμι: ζεύγνῡσι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 191, (ὑπο-) Πλάτ. Πολιτ. 309Α· προστ. ζεύγνῠτε Εὐρ. Ρήσ. 33· ἀπαρ. -ύναι (μετα-) Ξεν. Κύρ. 6. 3, 21· μετοχ. ζευγνὺς Ἡρόδ. 1. 206., 4. 89· παρατ. γ΄ πληθ. ἐζεύγνῠσαν Ἡρόδ., Ἐπ. ζευγν-Ἰλ. Ω. 783· ὡσαύτως ζευγνύω Ἡρόδ. 1. 205, Πολύβ., κτλ.· παρατ. ἐζεύγνυον Ἡρόδ. (Ἐπ. ζευγν- Ἰλ.), μέλλ. ζεύξω, ἀόρ. ἔζευξα, μεταγεν. πρκμ. ἔζευχα (ἐπ) Φιλόστρ. 64. - Μέσ., ἐπ. παρατ. γ΄ δυϊκ. ζευγνύσθην Ἰλ. Ω. 281, γ΄ πληθ. ζεύγνυντο Ὀδ. Γ. 492· μέλλ. ζεύξομαι Εὐρ. Ἑκ. 469, κλ.· ἀόρ. ἐζευξάμην Ἡρόδ., Τραγ. καὶ Πλάτ. Πολιτ. 302Ε· κοινότερον ἀόρ. β΄ ἐζύγην (ῠ) Πίνδ. Ν. 7. 8,Τραγ., (συν-) Πλάτ. Πολ. 546C. - Ὁ Ὅμ. συνηθέστατα μεταχειρίζεται ἀόρ. ἐνεργ.· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Π. 145 ἄξιος σημειώσεως εἶναι ὁ ἀνώμαλος τύπος ζευγνῦμεν ἢ ὁ κατὰ Βουττμ. ζευγνύμεν, ἀπαρ. ἐνεργ. ἐνεστ. ἀντὶ ζευγνύμεναι, ζευγνύναι, μετὰ ῡ· - μοναδικὴ ἐξαίρεσις τοῦ κανόνος ὅτι τό υ εἶνε μακρὸν μόνον ἐν τῷ ἑνικῷ τῆς ὁριστ. τοῦ ἐνεστ., πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λ. νῶϊ 9. Τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα εἶναι σπάνιον παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. (Ἐκ. τῆς √ΖΥΓ παράγονται ζυγόν, ζυγῆναι, σύζυξ· ἐν τῇ Σανσκρ., Λατ., κτλ., τὸ ἰσοδύναμον πρὸς τὸ ζ εἶνε τὸ y (ἤ j) ἴδε Ζζ ΙΙ. 3· πρβλ. Σανσκρ. yuǵ, yunaǵ-mi (jungo), yuk (conjuctus), yug- am (par), yug-yam (jumen- tum)· Λατ. jung- o, jug-um, con-jux, jug-erum, ju-mentum· Γοτθ. juk, ga-juk (ζεῦγος), jukusi (ζυγός) Ἀρχ. Γερμ. joch (Ἀγγλ. yoke). Θέτω ὑπὸ τὸν ζυγόν, ἵππους, ἡμιόνους, βόας Ὅμ.· ἐνίοτε μετὰ τῆς προσθήκης ὑφ’ ἅρματα, ὑφ’ ἅρμασιν, ὑπ’ ὄχεσφιν, ὑπ’ ἀμάξῃσιν Ἰλ. Ψ. 130, Ω. 14, 782, κτλ.· κἄζευξα πρῶτος ἐν ζύγοι κνώδαλα Αἰσχύλ. Πρ. 462· - οὕτω καὶ τὸ μεσ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ὀδ.). ἵππους ζεύγνυμαι, βάλλω τοὺς ἵππους μου ὑπὸ τὸν ζυγὸν, ζευγνύω πρὸς χρῆσίν μου, Ὀδ. Γ. 492. κτλ., Ἰλ. Ω. 281· ζεύξομαι ἅρματι πώλους Εὐρ. Ἑκ. 469· οὕτως ἐπὶ καμήλων, Ἡρόδ. 3. 102· -καὶ ἐπὶ ἵππων πρὸς ἱππασίαν, ἑτοιμάζω, χαλινῶ, ἐπισάττω, ζεῦξαι Πάγασον Πίνδ. Ο. 13. 91, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 128, 135· - ἐπὶ ἁρμάτων, ἑτοιμάζω, ζ. ἅρμα, ὄχους, Πίνδ. Π. 10. 102, Εὐρ. Ἀνδρ. 1019· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τέθριππα ὁ αὐτ. Ἀλκ. 428. 2) δένω, στερεώνω, ἀσκοὺς δεσμοῖς Ξεν. Ἀν. 3. 5, 10· - φάρη... ἐζευγμέναι πόρπαισιν, στερεώσασαι μέ..., Εὐρ. Ἑλ. 317. 3) μεταφ., πότμῳ ζυγείς, ὑπὸ τὸν ζυγὸν τῆς μοίρας, Πίνδ. Ν. 7. 9· ζυγεὶς ἐν ἅρμασι πημάτων Αἰσχύλ. Χο. 794· ἀνάγκῃ ζυγείς Σοφ. Φ.1025· ζεύχθη, ὁ αὐτός ἐν Ἀντιγόνῃ 955· θεσφάτοις... ζυγείς Εὐρ. Ἱκέτ. 220· ἴδε σειραφόρος. - Μέσ., τόνδ’ ἐν ὅρκοις ζεύξομαι αὐτόθι 1229. - Παθ., ὁρκίοις ζυγείς ὁ αὐτ. Μηδ. 735. ΙΙ. συνενώνω, συνάπτω, σανίδες… μακραί, ἐΰξεστοι, ἐζευγμέναι, καλῶς συνημμέναι, Ἰλ. Σ. 276 (ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ σημ. 1)· ζεῦξαι ὀδόντας, ἐπὶ τοποθετήσεως τεθραυσμένης σιαγόνος, Ἱππ. Ἀρθ. 799· τὼ πόδε ζ., ἐπὶ τῶν ἀρχαίων γλυπτῶν, οἵτινες ἐποίουν τὰ ἀγάλματα αὑτῶν ἔχοντα συμβεβηκότας τοὺς πόδας, σύμποδα. Ἡλιόδ. 3. 13. 2) ἑνώνω διὰ τοῦ γάμου, ἐπειδὰν εὐφρόνη ζεύξῃ μία, συνδέσῃ διὰ γάμου, Σοφ. Ἀποσπ. 517. 11· ἐπὶ τῶν γονέων ἢ τῶν αἰτίων τοῦ γάμου, τὴν σύζευξιν, τὶς ταύτην ἔζευξε; Εὐρ. Ι. Α. 698· ζ. τὴν θυγατέρα τινί Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 14, πρβλ. Ἀθήν. 554D· - ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὶ τοῦ ἀνδρὸς, λαμβάνω γυναῖκα, ἄκοιτιν ζεύξασθαι Εὐρ. Ἀλκ. 994· παρθένειον ἐζεύξω λέχος ὁ αὐτ. Τρῳ. 671· (οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., γάμοις ἔζευξ’ Ἀδράστου παῖδα, συνεζεύχθην τὴν θυγατέρα τοῦ Ἀδρ., ὁ αὐτ. Φοιν. 1365· ὁ Σεμέλην ζεύξας γάμοις ὁ αὐτ. Βάκχ. 468). - Παθ., συζεύγνυμαι, ἐζευγμένη, ἀντιθ. κόρη, Σοφ. Τρ. 536· γάμοις ζευχθῆναι ἢ ζυγῆναι ὁ αὐτ. Ο. Τ. 826, Εὐρ. Ι. Α. 907, κτλ.· ἐν γάμοις ὁ αὐτ. Ἠλ. 99· εἰς εὐνὴν τινος ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 823· - μεταφ., ζ. μέλος ἔργμασι Πίνδ. Ν. 1. 10, πρβλ. Ι. 1. 6. 3) ἑνώνω τὰς ἀπέναντι ὄχθας διὰ γεφυρῶν, ποταμόν ζεῦξαι Ἡρόδ. 1. 206· τὸν Ἐλλήσποντον ὁ αὐτ. 7. 33, κ. ἀλλ.· μηχαναῖς ἔζευξεν Ἕλλης πορθμὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 72, πρβλ. Λυσ. 193. 23· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ζεύγνυσθαι τὸν Βόσπορον Ἡρόδ. 4. 83. - Παθ., ὁ αὐτ. 7. 6, 34· διῶρυξ ἐζευγμένη πλοίοις Ξεν. Ἀν. 1. 2, 5· ἀλλ’ ὡσαύτως, β) γέφυραν ξεῦξαι Ἡρόδ. 1. 205., 4. 118, κ. ἀλλ.· καὶ ἐν τῷ παθ. 4. 85. 4) συνδέω τὰ τοιχώματα πλοίου διὰ θρανίων (ζυγὸν ΙΙΙ), Ἡσ. Ἀποσπ. 37· - ἀλλά, ζεύξαντες τὰς παλαιὰς ναῦς, ὥστε πλοΐμους εἶναι, ὑποδήσαντες, ὑποζώσαντες διὰ σχοινίων. Θουκ. 1. 29, ἔνθα ἴδε Σχόλ. καὶ πρβλ. ὑπόζωμα. 5) σχηματίζω ζεύγη ἀντιπάλων ξιφομάχων, Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 29, 37.
French (Bailly abrégé)
f. ζεύξω, ao. ἔζευξα, pf. inus.
Pass. ao. ἐζεύχθην, ao.2 ἐζύγην, pf. ἔζευγμαι;
mettre sous le joug, attacher au joug :
1 au propre ἵππους ὑφ’ ἅρμασι IL, ὑφ’ ἅρματα OD, ὑπ’ ἅρματα HDT, ἐν ἅρμασι ESCHL atteler des chevaux à des chars ; ἐν ζυγοῖσι ESCHL atteler sous le joug ; ἀνάγκῃ ζυγείς SOPH soumis au joug de la nécessité;
2 fig. en parl. de mariage, au Pass. : γάμοις ζευχθῆναι SOPH ou ζυγῆναι EUR être uni par un mariage ; ἐζευγμένη SOPH femme mariée;
3 p. anal. joindre, unir deux extrémités : ποταμόν HDT, Ἑλλήσποντον HDT joindre par un pont les deux rives d’un fleuve, de l’Hellespont, y jeter un pont ; γέφυραν HDT réunir les deux extrémités d’un pont, jeter un pont;
4 en gén. joindre, unir : παλαιὰς ναῦς réparer de vieux navires, litt. substituer des baux (v. ζυγόν) neufs aux anciens ; σανίδες ἐζευγμέναι IL poutres fortement unies, formant un assemblage solide;
5 p. ext. lier, attacher fortement : ἀσκοὺς δεσμοῖς XÉN des outres avec des liens;
Moy. ζεύγνυμαι attacher pour soi ou à son char, atteler en gén. acc. ; p. ext. joindre, unir : τὸν Βόσπορον HDT jeter un pont sur le Bosphore ; fig. ἄκοιτιν ζεύξασθαι EUR unir à soi une épouse.
Étymologie: R. Ζυγ joindre ; cf. ζυγόν, lat. jugum, jungo.