σκήπτω
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
A.Ag.310: fut. σκήψω (ἐπι-) Pl.Tht.145c (s. v.l.): aor.
A ἔσκηψα E.Hel.834: pf. ἔσκηφα (ἐπ-) D.L.1.117:—Med., fut. σκήψομαι Hdt.7.28, Ar.Ec.1027: aor. ἐσκηψάμην D.6.13:—Pass., aor. ἐσκήφθην IG22.1629.746, (ἐπ-) Pl.Lg.937b: pf. ἔσκημμαι (ἐπ-) Is. 3.12. I prop, stay one thing against or upon another:—Pass. and Med., prop oneself or lean upon a staff, of an aged beggar, πτωχῷ . . ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι, σκηπτόμενον Od.17.203; of a wounded man, αὐτῷ σκηπτόμενον (sc. τῷ ἄκοντι) Il.14.457; βάκτρῳ A.R.2.198: metaph., lean or depend upon a person or thing, μάρτυρι D.34.28, 47. 2 c. acc. rei, put forward by way of support, allege by way of excuse, τὴν βίαν σκήψασ' ἔχεις,= σκήπτεις, E.Hel.834:—in this signf. mo[sdot ]t freq. in Med., allege on one's own behalf, τὸ σκηπτόμενοι οἱ Πέρσαι . . Hdt.5.102; σ. τὸ μὴ εἰδέναι Id.7.28; σκήπτεσθαί τι πρός τινας Th. 6.18, Pl.Sph.217b; σ. ἀσθένειαν allege, pretend illness, Plb.39.1.11; simply pretend, simulate, προσποιητὴν χαρὰν σκηψαμένη prob. l. in Ps.Plu. Fluv.16.1: c. inf., pretend to be, ἔμπορος εἶναι σκήψομαι Ar.Ec. 1027, cf. Pl.904, D.6.13, etc.; σ. εἶναι [φυλῆς τινος] Lys.23.2; καθ' ἥντινα πρόφασιν ἐσκήψατο εἰς θήρας ἰέναι Ant.Lib.41.2: c. acc. et inf., allege or pretend that . ., σ. [τινὰ] παίζοντα λέγειν Pl.Tht.145c, cf. Is. 6.13; σ. τοῦτο, ὡς . . Aeschin.3.242; σ. ὅτι . . Pl.Smp.217d: abs., σ. ὑπέρ τινος make a defence for another, Id.Lg.864d. II let fall or hurl upon, βέλος A.Ag.366 (anap.): metaph., σ. ἀλάστορα εἴς τινα E.Med.1333:—Med., σκήψασθαι κότον τῇ γῇ A.Eu.801 (s. v.l.):— Pass., τῶν τριήρων . . τῶν σκηφθεισῶν κατὰ χειμῶνα which were fallen upon (i.e. caught) in the storm, IG l.c. 2 intr., fall, πέδοι σκήψασα having fallen on the plain below, A.Pr.749; Διὸς ἔριν πέδοι σκήψασαν Id.Th.429; of plague, ὁ πυρφόρος θεὸς σκήψας ἐλαύνει . . πόλιν S. OT28; λίμνην ὑπὲρ Γοργῶπιν ἔσκηψεν φάος shot down across., of the beacon-light, A.Ag.302, cf. 308,310.
German (Pape)
[Seite 896] trans. stützen, feststellen, u. im med. sich stützen, sich auf den Stab lehnen, am Stabe einhergehen, bes. von Greifen u. Bettlern, absol., Od. 17, 203. 338. 24, 158; αὐτῷ (ἄκοντι), sich auf den Speer stützen, Il. 14, 457; βάκτρῳ σκηπτόμενος, Ap. Rh. 2, 198; Etwas als Stütze oder Schutz vor sich stellen, vorschützen, als Vorwand gebrauchen, Her. 5, 102. 7, 128; ἔμπορος εἶ; – ναί, σκήπτομαί γ' ὅταν τύχω, Ar. Plut. 904, wie ἔμπορος εἶναι σκήψομαι Eccl. 1027, ich werde vorgeben, daß ich ein Kaufmann sei; πρὸς τοὺς ξυμμάχους σκηπτόμενος, sich gegen die Bundesgenossen entschuldigend, Thuc. 6, 18; σκηπτόμενος παίζοντα λέγειν τόνδε, Plat. Theaet. 145 c; σκηπτόμενος, ὅτι ὀψὲ εἴη, Conv. 217 d; ὁ δὲ ταῦτα ἐσκήπτετο πρὸς ἡμᾶς, Soph. 217 b; auch ὑπέρ τινος, Einen vertheidigen, Legg. IX, 864 d; πῶς ἂν τῷ δίκαια νομίζειν ταῦτ' εἶναι πεποιηκέναι σκήψαιτο; Dem. 6, 13, u. öfter; οὐ γὰρ τοῦτό γε σκήψῃ ὡς οὐ δυνατὸς εἶ λέγειν, Aesch. 3, 242; σκηψάμενος Λημνίαν, Is. 6, 13; σκήψασθαι ἀσθένειαν, Pol. 40, 6, 11, u. a. Sp.; auch im pass., σκηφθεῖσαι κατὰ χειμῶνα, entschuldigt, Att. Seew. XIV d 25. – Auch im act., wie Hesych. erkl. σκήψας, προφασίσας. – Intrans., sich worauf stämmen, sich mit Gewalt, Heftigkeit worauf werfen, stürzen, bes. von Blitzen, u. von jcder Noth u. Gefahr, die plötzlich mit Gewalt über Einen hereinbricht, schwer auf Einem lastet, u. übh. von schneller Bewegung; λίμνην δ' ὑπὲρ Γοργῶπιν ἔσκηψεν φάος, Aesch. Ag. 293; Ἀτρειδῶν ἐς τόδε σκήπτει στέγος φάος, 301; τὴν Διὸς ἔριν πέδῳ σκήψασαν, Spt. 411, vgl. Prom. 751 (aber im med. trans., ὑμεῖς δὲ τῇ γῇ τῇδε μὴ βαρὺν κότον σκήψεσθε, werfet nicht euern schweren Groll auf das Land, Aesch. Eum. 768, wie Eur. auch im act., τὸν σὸν ἀλάστορ' εἰς ἔμ' ἔσκηψαν θεοί, Med. 1333; ὕπνος δεῖμα πέλωρον ἔσκηψεν βασιλῆϊ περὶ φρένας, Orph. Arg. 781); ἐν δ' ὁ πυρφόρος θεὸς σκήψας ἐλαύνει πόλιν, Soph. O. R. 28, von der Pest; u. sp. D., ἐς δεξιτερὲν ἔσκηψεν ἄλγος Opp. Hal. 3, 153. – Ein perf. ἔσκηφα findet sich D. L. 1, 117.
Greek (Liddell-Scott)
σκήπτω: Αἰσχύλ.· μέλλ. σκήψω (ἐπι-) Πλάτ. Θεαίτ. 145 C· ἀόρ. ἔσκηψα Τραγ.· πρκμ. ἔσκηψα (ἐπ-) Διογ. Λ. 1. 117· ― Μέσ., μέλλ. σκήψομαι Ἡρόδ., Ἀττικ.· ἐσκηψάμην Ἀττικ. ― Παθ., ἀόρ. ἐσκήφθην Ἐπιγραφ. ἐν Böckh. Urk. σ. 214, (ἐπ-) Πλάτ.· πρκμ. ἔσκημμαι (ἐπ-) Ἰσαῖ. 39. 15. (Ἐκ τῆς √ΣΚΑΠ παράγονται καὶ τὰ σκᾶπος (Δωρ.), σκῆπτρον, σκηπάνιον, σκήπων (σκηρίπτω), ὡσάυτως σκηπτός, σκῆψις· καὶ ἐξ ἑτέρας ῥίζης ΣΚΙΠ, σκίπων, σκίμπτω· πρβλ. σκηρίπτω· Λατιν. scã-pus, scip-io, scõp-us, scam-num· Ἀρχ. Σκανδιν. skap-t· Ἀρχ. Γερμ. scaf-t (shaft)). Ι. ὑποστηρίζω, ὑπερείδω, πιέζω τι ἐπί τινος. Παθ. καὶ μέσ., στηρίζομαι, ἀκκουμβῶ ἐπί τινος, πτωχῷ .. ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι, σκηπτόμενον Ὀδ. Ρ. 203, 338, Ω. 158· ἐπὶ τετραυματισμένου ἀνθρώπου, αὐτῷ σκηπτόμενον (ἐξυπακ. τῷ ἄκοντι) Ἰλ. Ξ. 457· Βάκτρῳ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 198· μεταφορ., ἀκκουμβῶ, στηρίζομαι ἐπί τινος προσώπου ἢ πράγματος, μάρτυρι Δημ. 915. 14., 921. 13. 2) μετ᾿ αἰτ. πράγματ., προβάλλω πρὸς ὑποστήριξιν, ἀναφέρω πρὸς δικαιολογίαν, τὴν βίαν σκήψασ᾿ ἔχει = σκήπτει, Εὐρ. Ἑλ. 834· ― ἀλλ᾿ ἡ σημασία αὕτη εἶναι συνηθεστάτη ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀναφέρω εἰς ὑπεράσπισίν τινος, ὑπέρ τινος, τὸ σκηπτόμενοι οἱ Πέρσαι Ἡρόδ. 5. 102· σκ. τὸ μὴ εἰδέναι ὁ αὐτ. 7. 28· σκήπτεσθαί τι πρός τινα Θουκ. 6. 18, Πλάτ. Σοφιστ. 217Β· σκ. ἀσθένειαν, ἀναφέρω ἢ προσποιοῦμαι νόσον, Πολύβ. 40. 6, 11· σκ. πρόφασιν Ba-t Ep. Cr. 201· ― ὡσαύτως μετ᾿ ἀπαρ., προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι, σκήπτομαι ἔμπορος εἶναι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1027, πρβλ. Πλ. 904, Δημ. 69. 13, κτλ.· σκ. εἶναι φυλῆς τινος Λυσ. 166. 34· μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., ἀναφέρω ἢ ἰσχυρίζομαι ὅτι .., σκ. [τινα] παίζοντα λέγειν Πλάτ. Θεαίτ. 145C, πρβλ. Ἰσαῖ. 57. 25· οὕτω, σκ. τοῦτο ὡς .. Αἰσχίν. 88. 21· σκ. ὅτι .. Πλάτ. Συμπ. 217D· ― ἀπολ., σκήπτεσθαι ὑπέρ τινος, συνηγορῶ ὑπέρ τινος, ὑπερασπίζω τινά, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 864D. ΙΙ. ὡς τὰ ἐνσκήπτω, ἐνσκίμπτω, ἐπισκήπτω, ἀφίνω νὰ πέσῃ ἐπί τινος, ἐξακοντίζω κατά τινος, ἐκσφενδονίζω, ἐκτοξεύω, βέλος Αἰσχύλ. Ἀγ. 366· μεταφορ., σκ. ἀλάστορα εἴς τινα Εὐρ. Μήδ. 1333· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σκήψασθαι κότον τῇ γῇ Αἰσχύλ. Εὐμ. 801. 2) ἀμετάβ., πίπτω βαρέως, πέδῳ (ἢ πέδοι) σκήψασα, καταπεσοῦσα εἰς τὴν ὑποκάτω πεδιάδα, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 749· Διὸς ἔριν πέδῳ (ἢ πέδοι) σκήψασαν ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 429· ἐπὶ λοιμοῦ, σκήψας ἐλαύνει ... πόλιν Σοφ. Ο. Τ. 28· λίμνην ὑπὲρ Γοργῶπιν ἔσκηψε φάος, ἔπεσον αἱ ἀκτῖνές του, ἐφώτισε ..., ἐπὶ τοῦ φωτὸς τῆς φρυκτωρίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 302, πρβλ. 308, 310.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. ἔσκηψα, pf. ἔσκηφα;
I. tr. lancer avec force : βέλος ESCHL un trait ; fig. σκ. ἀλάστορα εἴς τινα EUR lancer un vengeur (du crime) contre qqn;
II. intr. s’élancer avec force contre, tomber de tout son poids sur : πέδῳ sur le sol ; abs. s’élancer;
Moy. σκήπτομαι (f. σκήψομαι, ao. ἐσκηψάμην);
A. intr. s’appuyer sur : τινι sur qch ; abs. σκήπτεσθαι OD s’appuyer sur un bâton;
B. tr. I. lancer avec force contre, faire retomber sur : τί τινι qch sur qqn;
II. fig. lancer devant soi, mettre en avant, càd :
1 prétexter : τι πρός τινα qch auprès de qqn ; abs. σκήπτεσθαι πρός τινα THC s’excuser auprès de qqn;
2 feindre : ἔκστασιν τῶν λογισμῶν PLUT un trouble d’esprit ; avec l’inf. : ἀρρωστεῖν PLUT feindre d’être malade ; avec ὡς : feindre que.
Étymologie: R. Σκαπ, s’appuyer ; cf. σκῆπτρον, σκήπων, lat. scapus, scamnum, scipio.
English (Autenrieth)
only mid. pres. part. σκηπτόμενος, supporting himself, leaning on his staff; ironically of one transfixed with a spear, Il. 14.457.