λακτίζω
English (LSJ)
A pf. λελάκτῐκα Ar.Nu.136:—kick, kick with the heel or kick with the foot, λ. ποσὶ γαῖαν, of a defeated boxer, Od.18.99, cf. 22.88; φλὸξ αἰθέρα λακτίζοισα καπνῷ flames lashing heaven with smoke, Pi.I.4(3).66; κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει my heart 'knocks at my ribs' for fear, A.Pr.881 (anap.); [ἔρως] λ. κραδίην AP12.16 (Strat.); τὸν πεσόντα λακτίσαι trample on the fallen, A.Ag.885; λακτίζω βωμὸν εἰς ἀφάνειαν trample on the altar so as utterly to destroy it, ib.383 (lyr.); τὴν θύραν λακτίζω = kick at the door, Ar.l.c.; λ. ἀλλήλους Pl.R.586b; of horses, λ. τὸ λυποῦν Arist.PA690a21; ἑαυτόν Pl.Grg.516a; ὑπὸ ἵππου λακτισθείς X.An. 3.2.18: metaph., λ. πολλὴν χάριν E.Rh.411; βοῦς ὁ λακτίσας ὑμᾶς, of a clumsy-footed person, Herod.7.118:—Med. in act. sense, Mim. Oxy.413.65.
2 abs., kick, struggle, Batr.90; of horses, X.Eq. Mag.1.4: freq. in prov. λακτίζω ποτὶ κέντρον, λακτίζω πρὸς κέντρα, kick against the pricks, Pi.P.2.95, A.Ag.1624, E.Ba.795, Act.Ap.26.14, etc.; so πρὸς κῦμα λ. E.IT1396.
German (Pape)
[Seite 8] mit der Ferse stoßen, mit dem Fuße ausschlagen, λακτίζειν ποσὶ γαῖαν, Od. 18, 97; zappeln, 22, 88; τὴν θύραν λελάκτικας Ar. Nubb. 135; λακτίζοντες καὶ κυρίττοντες ἀλλήλους σιδηροῖς κέρασι καὶ ὁπλαῖς Plat. Rep. IX, 596 a; von den Pferden, ausschlagen, Xen. Hipp. 1, 4, der auch passiv. sagt ὑπὸ ἵππου λακτισθείς, An. 3, 2, 18; τοῖς ὄπισθεν χρῆται κώλοις λακτίζοντα τὸ λυποῦν Arist. part. anim. 4, 10; von den mit dem Stachel angetriebenen und dagegen ausschlagenden Tieren ist das sprichwörtliche πρὸς κέντρον λακτίζειν, »gegen den Stachel läken« genommen, von thörichtem u. vergeblichem Widerstreben, Pind. P. 2, 95; Aesch. Ag. 1624; Eur. Bacch. 794 u. Sp.; πρὸς κῦμα, Eur. I. T. 1396. – Übh. von heftigen Bewegungen, φλὸξ αἰθέρα λακτίζοισα καπνῷ, die mit Dampf zum Himmel schlagende Flamme, Pind. I. 3, 84; κραδία φόβῳ φρένα λακτίζει, das Herz schlägt vor Furcht gegen das Zwerchfell, Aesch. Prom. 883; ἔρως λακτίζει κραδίαν Strat. 15 (XII, 16). – Übh. schlagen, mißhandeln, τὸν πεσόντα λακτίσαι πλέον, Aesch. Ag. 859; übertr., ἀνδρὶ λακτίζοντι μέγαν Δίκας βωμόν Ag. 373, der gegen den Altar schlägt, ihn frech zertritt od. verhöhnt; ὧν σὺ λακτίσας πολλὴν χάριν φίλων νοσούντων ὑστερον βοηδρομεῖς Eur. Rhes. 411; auch in späterer Prosa, πρὸς ἐνίων ἀτίμως λακτιζόμενος καὶ λαφυσσόμενος Luc. Tim. 17.
French (Bailly abrégé)
f. λακτίσω, att. λακτιῶ, ao. ἐλάκτισα, pf. λελάκτικα;
1 frapper du talon ou du pied, ruer, trépigner ; fig. λ. πρὸς κύμα EUR lutter contre le flot;
2 frapper du pied : γαῖαν OD la terre ; ὑπὸ ἵππου λακτισθείς XÉN frappé d'un coup de pied de cheval ; κραδία φόβῳ φρένα λακτίζει ESCHL mon cœur bat de frayeur contre l'enveloppe qui l'enserre ; avec idée de mépris τὰ πεσόντα λακτίσαι ESCHL fouler aux pieds celui qui est renversé ; ἀτίμως λακτιζόμενος LUC foulé aux pieds avec ignominie;
NT: regimber.
Étymologie: λάξ.
Russian (Dvoretsky)
λακτίζω: (fut. λακτίσω и λακτιῶ)
1 топтать, бить (ποσὶ γαῖαν Hom.; λ. καὶ ἀπωθεῖν τινα εἰς τὴν θάλασσαν Plut.);
2 бить копытами, лягать (sc. τοῖς ὄπισθεν κώλοις Arst.; ὑπὸ ἵππου λακτισθείς Xen.): λ. ποτὶ κέντρον Pind. и προς κέντρα погов. Aesch., Eur. лезть на рожон; λ. πρὸς κῦμα Eur. плыть против течения;
3 ударять ногой (θύραν Arph.);
4 биться, стучать (κραδία φόβῳ φρενα λακτίζει Aesch.): φλὸξ αἰθέρα λακτιζοισα καπνῷ Pind. пламя, выбрасывающее дым в небо;
5 топтать, попирать ногами (τὸν πεσόντα, Δίκας βωμόν Aesch.; перен. πολλὴν χάριν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λακτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ: πρκμ. λελάκτικα Ἀριστοφ. Νεφ. 136: (λάξ). Κτυπῶ διὰ τοῦ ποδός, μάλιστα διὰ τῆς πτέρνης, «κλωτσῶ», λ. ποσὶ γαῖαν, ἐπὶ ἀποθνήσκοντος ἀνθρώπου, Ὀδ. Σ. 99, πρβλ. Φ. 88· φλὸξ αἰθέρα λακτίζοισα καπνῷ Πινδ. Ι. 4. 113 (3. 84)· κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει Αἰσχύλ. Πρ. 881· (ἔρως) λ. κραδίην Ἀνθ. Π. 12. 16· τὸν πεσόντα λακτίσαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 885· λ. βωμὸν εἰς ἀφάνειαν, καταπατεῖν τὸν βωμὸν μέχρι παντελοῦς καταστροφῆς, αὐτόθι 383· τὴν θύραν λ. Ἀριστοφ. Νεφ. 136· λ. ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 586Β, Ἀριστ., κτλ.· ἐπὶ ἵππων, λ. τὸ λυποῦν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 61· καὶ ἐν τῷ παθ., ὑπὸ ἵππου λακτισθεὶς Ξεν. Ἀν. 3. 2, 18· - μεταφ., λ. πολλὴν χάριν Εὐρ. Ρῆσ. 411. 2) ἀπολ., «κλωτσῶ», εὑρίσκομαι ἐν ἀγωνίᾳ, ἐπὶ ἀποθνήσκοντος ἀνθρώπου, Ὀδ. Χ. 88, πρβλ Βατραχομ. 90· ἐπὶ ἵππων, Πλάτ. Γοργ. 516Α, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 4· πρβλ. λακτιστής· - συχν. ἐν τῇ παροιμίᾳ, λ. πρὸς κέντρα, περὶ ματαίας ἀντιστάσεως, Πινδ. Π. 2. 174, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1624, Εὐρ. Βάκχ. 795, (ὡς τὸ πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτείνειν Αἰσχύλ. Πρ. 323), κτλ.· οὕτω, πρὸς κῦμα λ. Εὐρ. Ι. Τ. 1396.
English (Autenrieth)
kick with the heel, of the mortally wounded, struggling convulsively, Od. 18.99 and Od. 22.88.
English (Slater)
λακτίζω kick ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος (λακτισδέμεν v.l.) (P. 2.95) met., c. acc., φλὸξ αἰθέρα κνισάεντι λακτίζοισα καπνῷ (I. 4.66)
English (Strong)
from adverb lax (heelwise); to recalcitrate: kick.
English (Thayer)
(from adverb λάξ, with the heel); (fr. Homer down); to kick, strike with the heel: in κέντρον, 2.
Greek Monolingual
(AM λακτίζω)
1. χτυπώ με το πόδι, ιδίως με τη φτέρνα, χτυπώ με λακτίσματα, κλοτσώ («βοῦς ὁ λακτίσας ὑμᾱς», Ηρώνδ.)
2. μτφ. εκδιώκω κάποιον, περιφρονώ κάποιον
μσν.
(για ιππέα) παροτρύνω τον ίππο χτυπώντας τον με τον πτερνιστήρα ή με τη φτέρνα
αρχ.
1. μτφ. χτυπώ κάποιον ή κάτι με ορμή («κραδία δὲ φόβω φρένα λακτίζει», Αισχύλ.)
2. καταστρέφω κάτι ιερό ποδοπατώντας το, ασεβώ («λακτίσαντι μέγαν Δίκας βωμὸν εἰς ἀφάνειαν», Αισχύλ.)
3. (για πόρτα) κρούω με το πόδι («ἀμερίμνως τὴν θύραν λελάκτικας», Αριστοφ.)
4. μέσ. λακτίζομαι (με ενεργ. σημ.) κλοτσώ
5. παροιμ. α) «πρὸς κῡμα λακτίζω» — ματαιοπονώ
β. «πρὸς κέντρα λακτίζω» — λέγεται για μάταιη, ανόητη και καταστρεπτική για τον επιτιθέμενο επίθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάξ, κατά τα ρ. σε -τίζω.
Greek Monotonic
λακτίζω: Αττ. μέλ. λακτιῶ, παρακ. λελάκτῐκα (λάξ)·
1. κτυπώ με τη φτέρνα ή με το πόδι, κλωτσώ, σε Ομήρ. Οδ.· φλὸξ αἰθέρα λακτίζουσα, φλόγες μαστιγώνουν τον ουρανό, σε Πίνδ.· κραδία φόβῳ φρένα λακτίζει, η καρδιά μου ριγεί από φόβο, σε Αισχύλ.· τὸν πεσόντα λακτίσαι, να πατήσει πάνω σ' αυτόν που έχει πέσει, στον ίδ.· τὴν θύραν λακτίζω, κτυπώ την πόρτα, σε Αριστοφ. — Παθ., ὑπὸ ἵππου λακτισθείς, σε Ξεν.
2. απόλ., «κλωτσώ», παλεύω, χαροπαλεύω, λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Ομήρ. Οδ.· παροιμ., λακτίζω πρὸς κέντρα, σε Πίνδ., Αισχύλ., κ.λπ.
Middle Liddell
[λάξ]
1. to kick with the heel or foot, kick at, spurn, Od.; φλὸξ αἰθέρα λακτίζοισα flames lashing heaven, Pind.; κραδία φόβωι φρένα λακτίζει my heart "knocks at my ribs" for fear, Aesch.; τὸν πεσόντα λακτίσαι to trample on the fallen, Aesch.; τὴν θύραν λ. to kick at the door, Ar.:—Pass., ὑπὸ ἵππου λακτισθείς Xen.
2. absol. to kick, struggle, of one dying, Od.: proverb., λ. πρὸς κέντρα to kick against the pricks, Pind., Aesch., etc.
Chinese
原文音譯:lakt⋯zw 拉克提索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:踢
字義溯源:踢回,踢,用足跟踢,掙扎;或源自(λανθάνω)X=足跟的*)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 踢(2) 徒9:5; 徒26:14
Mantoulidis Etymological
(=κλωτσῶ). Ἀπό ρίζα καλκ- μέ ἀποβολή τοῦ κ: αλκ καί μέ μετάθεση τοῦ λ → λακ + πρόσφυμα τ + ίζω → λακτίζω.
Παράγωγα: λάξ (=μέ τίς κλωτσιές), λάκτισμα (=κλωτσιά), λακτιστής, λακτικός, λακτισμός, λακπάτητος, (=τσαλαπατημένος).