ἀκάνθινος
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
η, ον,
A of thorns, στέφανος Ev.Marc.15.17, Jo.19.5.
2 metaph., thorny, ἐν ἀκανθίνοις ἀταρποῖς Anacreont.53.12.
II of shittah-wood, ἱστός Hdt. 2.96; ξύλα PLond.3.1177.191 (ii A. D.); τὰ ἀκάνθινα cloths made of ἀκάνθιον 2, Str.3.5.10.
2 ἀκάνθινος πάππος = thistle-down, Dsc.4.81.
Spanish (DGE)
(ἀκάνθῐνος) -η, -ον
• Grafía: graf. ἀκάγθ- PCair.Zen.270.5 (III a.C.), ἀγάνθ- PVindob.Tandem 24.7 (I d.C.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1de espinas στέφανος Eu.Marc.15.17, Eu.Io.19.5
•espinoso de abrojos ἐν ἀκανθίνοις ἀταρποῖς Anacreont.55.12
•τὰ ἀκάνθινα = tejidos a base de fibra espinosa Str.3.5.10.
2 bot. ἀκάνθινος πάππος = papo del cardo, vilano del cardo Dsc.4.81.
II del árbol de la goma, de acacia ἱστός Hdt.2.96, ξύλα PCair.Zen.l.c., LXX Is.34.13, PLond.1177.191 (II d.C.)
•de madera de acacia ὄρκανον ἀγάνθινον ἐλαιοργίου (sic) PVindob.Tandem l.c., cf. BGU 2486.10 (I d.C.), ἀκάνθινα ἐγκοίλια cuadernas de acacia en un barco PFlor.69.15, 17 (III d.C.) en BL 9.84
•ἀκάνθινος χυλός = jugo de acacia, e.e., goma arábiga, PRyl.242.5 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 68] von Dornen, dornig, ἀταρποί Anacr. 53, 12; στέφανος, Dornenkrone, N.T. – Bei Her. 2, 96 aus dem ägypt. ἄκανθα gemacht.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait de bois d'acacia;
NT: épineux, fait avec des brindilles de plante épineuse.
Étymologie: ἄκανθα.
Russian (Dvoretsky)
ἀκάνθινος:
1 акантовый (ἱστός Her.);
2 тернистый (ἀταρποί Anacr.);
3 терновый (στέφανος NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάνθινος: -η, -ον, ἐξ ἀκανθῶν, στέφανος, Εὐαγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 17. Ἰω. ιθ΄, 5. 2) μεταφ., ἀκανθώδης, ἐν ἀκ. ἀταρποῖς, Ἀνακρεοντ. 53. 12. ΙΙ. ἐκ ξύλου ἀκάνθης (ἀκακίας)· ἱστός, Ἡρόδ. 2. 96· τὰ ἀκ. = ὑφάσματα κατασκευασθέντα ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ φλοιοῦ αὐτῆς, Στράβ. 175.
English (Abbott-Smith)
ἀκάνθινος, -ον (< ἄκανθα), [in LXX: Is 34:13 (סיר) *;]
1.of thorns: Mk 15:17, Jo 19:5.
2.of acantha-wood (Hdt.; π. ap. MM, VGT, s.v.). †
English (Strong)
from ἄκανθα; thorny: of thorns.
English (Thayer)
(ἄκανθα; Cf. ἀμαράντινος), thorny, woven out of the twigs of a thorny plant: Isaiah 34:13.) Cf. the preceding word.
Greek Monolingual
-η, -ο και αγκάθινος, -η, -ο (Α ἀκάνθινος, -ίνη, -ον) ἄκανθα
φτιαγμένος με αγκάθια
«ακάνθινο στεφάνι», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον»
αρχ.
1. κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «ἄκανθα» (είτε από το ξύλο του δέντρου είτε από το εσωτερικό του φλοιού)
«ἱστῴ ἀκανθίνῳ χρέονται» (Ηρόδ. Β, 96)
«δένδρον ἐξ ἀκάνθης φλοιὸν ἀφιέναι ἐξ οὗ ὑφάσματα γίνεται κάλλιστα» (Στράβ. Γ, 5, 10)
2. μτφ. ακανθώδης, δύσκολος, τραχύς
«ἐν ἀκανθίνοις ἀτραποῖς» (Ανακρ. 53, 12)
3. «ἀκάνθινος πάππος» — το γήρειον, το χνούδι που βγαίνει από μερικά είδη αγκαθιών και αιωρείται στον αέρα.
Greek Monotonic
ἀκάνθινος: -η, -ον (ἄκανθα),
I. αγκάθινος, φτιαγμένος από πλέγμα αγκαθιών, σε Καινή Διαθήκη
II. κατασκευασμένος από ξύλο ακακίας, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἄκανθα
I. of thorns, NT.
II. of acacia wood, Hdt.
Chinese
原文音譯:¢k£nqinoj 阿刊提挪士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:尖刺植物(的)
字義溯源:多刺的,荊棘的,荊棘編製的;源自 (ἄκανθα)*=荊棘。主耶穌釘十字架時,兵丁用荊棘編作冠冕,戴在他頭上,這表明他擔當罪的刑罰與咒詛而死
出現次數:總共(2);可(1);約(1)
譯字彙編:
1) 荊棘(1) 約19:5;
2) 荊棘的(1) 可15:17
Translations
thorny
Arabic: شَائِك; Armenian: փշոտ; Assamese: কাঁইটীয়া; Bikol Central: matunok; Bulgarian: бодлив, трънлив; Cherokee: ᏧᏣᏲᏍᏗ; Chinese Esperanto: dorna; Finnish: piikikäs, okainen; French: épineux; German: dornig; Greek: αγκαθερός; Ancient Greek: ἀκάνθινος, ἀκανθώδης; Hebrew: קֹוצָנִי; Icelandic: þyrnóttur; Irish: deilgneach, spíonach; Italian: spinoso; Latin: spinifer, spinosus; Latvian: ērkšķains; Macedonian: трнлив, боцкав; Maori: pūtaratara, kōtaratara; Old English: þorniġ; Polish: ciernisty, kolczasty; Portuguese: espinhento, espinhoso; Russian: колючий, тернистый; Scottish Gaelic: droighneach, deilgneach; Spanish: espinoso, espinudo; Tagalog: matinik; Welsh: dreiniog, pigog