ἐκπληρόω
English (LSJ)
A fill up, ἑκατὸν ἐχίδναις ἀσπίδ' ἐ. E.Ph.1135.
2 make up to a certain number, ἐκπληροῦσι τὰς ἴσας μυριάδας ἐκείνοισι Hdt.7.186; ἐξεπληροῦτο τὸ ναυτικὸν ἐς τὰς..τριηκοσίας ναῦς Id.8.82; δέκατον ἐκπληρῶν ὄχον making up the number of ten chariots, S.El. 708; ἐ. τοὺς ἱππέας εἰς δισχιλίους X.Cyr.5.3.24.
3 man completely, τριήρεις Arist.Pol.1327b14.
4 fulfil, ἡ χάρις ἐκπεπλήρωται Hdt. 8.144; μοῖραν Hp.Vict.1.5; εὐαγγελίαν Act.Ap.13.33.
5 pay off, τὸ χρέος Pl.Lg.958b.
II ἐ. λιμένα πλάτῃ make one's way over, E. Or.54.
Spanish (DGE)
I tr.
1 terminar de llenar, llenar del todo, completar una cantidad o un espacio ἐξισούμενοι δὲ ... ἐκπληροῦσι τὰς ἴσας μυριάδας ἐκείνοισι Hdt.7.186, δέκατον ἐκπληρῶν ὄχον S.El.708, ἱππέας ἐξεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους X.Cyr.5.3.24, μέχρι τοῦ τὸ προκείμενον ἐκπληρῶσαι hasta completar la cantidad (de trigo) arriba mencionada, PTeb.48.12 (II a.C.), c. dat. instrum. ἑκατὸν ἐχίδναις ἀσπίδ' ἐκπληρῶν γραφῇ completando el dibujo del escudo con cien sierpes E.Ph.1135, en v. pas. c. dat. y εἰς c. ac. ταύτῃ τῇ νηὶ ... καὶ τῇ Λημνίῃ ἐξεπληροῦτο τὸ ναυτικὸν ... ἐς τὰς ὀγδώκοντα ... νέας Hdt.8.82
•fig. ἐξεπλήρου τὴν ὅλην ψυχὴν τὸ ἕτερον τῷ προειργασμένῳ τμῆμα συνυφαίνων Ph.1.150, c. gen. δεσμὸς οὗτος πάντα τῆς οὐσίας ἐκπεπληρωκώς ese vínculo que llena todas las cosas de su esencia divina, Ph.1.499
•esp. dotar de tripulación a las naves πολλὰς γὰρ ἐκπληροῦσι τριήρεις Arist.Pol.1327b14.
2 cumplir τὴν ... μοῖραν Hp.Vict.1.5, τὰς ἐλπίδας καὶ τὰς ἐπαγγελίας Plb.1.67.1, cf. Act.Ap.13.33, τὸ τῆς προθέσεως ἐκπληροῦν διανοουμένου LXX 3Ma.1.22, πάτριον ἔθος ἐκπληρώσοντες μετ' εὐχῶν τε καὶ ὕμνων Ph.2.292, τὸν τῆς εἱμαρμένης ἐκπληροῖ σκοπόν Vett.Val.258.17, cf. A.Io.74.8, Origenes Or.11.4, Gr.Nyss.M.46.937B, Callinic.Mon.V.Hyp.27.2, Cod.Iust.8.10.12.9a, b, en v. pas. ὑμῖν μὲν ἡ χάρις ἐκπεπλήρωται Hdt.8.144, φρόντισον ὡς τὰ τῆς ὑποσχέσεως ἐκπληρωθήσεται cuida de que se cumplan los términos de este acuerdo, PTeb.10.7 (II a.C.)
•desempeñar cargos o funciones τὴν ἱερωτάτην ἐκπληρῶν πρυτανείαν IEphesos 1024.4 (II d.C.), τὴν δὲ ἀρχιερωσύνην τῶν Σεβαστῶν εὐσεβῶς TAM 2.905.9G.8 (Rodiápolis II d.C.).
3 saldar, pagar πρὶν ἂν ἐκπληρώσῃ τὸ χρέος Pl.Lg.958b, τὸν φόρον τῷ βασιλεῖ LXX 2Ma.8.10, αἵματι ... ἀμοιβὴν ἐκπληρώσας Ast.Am.Hom.9.3.1
•satisfacer τὴν ἐπιθυμίαν Clem.Al.Prot.2.32, χρείαν Aristid.Quint.42.22, τὴν ὀργήν Ast.Am.Hom.7.1.3
•expiar τὰς ἡμέρας τῶν ἁμαρτιῶν Herm.Vis.3.7.6.
II intr. en v. med., c. sent. temp. completarse, cumplirse, pasar μὴ λύρας κτύπος ἔστω σελήνας δώδεκ' ἐκπληρουμένας que no haya tañido de lira hasta que pasen siete lunas como señal de duelo, E.Alc.431.
German (Pape)
[Seite 774] ausfüllen, anfüllen, wie ἐκπίμπλημι; ἑκατὸν ἐχίδναις ἐκπληρῶν ἀσπίδα γραφῇ Eur. phoen. 1135; von Schiffen, bemannen, Arist. polit. 7, 6; – vollzählig machen, δέκατον ὄχον Soph. El. 698, die Zahl der zehn Wagen vollmachen; τὰς ἴσας μυριάδας Her. 7, 186, vgl. 8, 82; τοὺς ἱππεῖς εἰς δισχιλίους Xen. Cyr. 5, 3, 24; vgl. Mem. 3, 6, 5; vollständig bezahlen, τὸ χρέος Plat. Legg. XII, 958 b; τὴν ὑπόσχεσιν, das Versprechen erfüllen, Her. 5, 35; vgl. Pol. 1, 67, 1. – Aber λιμένα πλάτῃ, durchlaufen, Eur. Or. 54.
French (Bailly abrégé)
ἐκπληρῶ :
1 compléter : δέκατον ἐκπληρῶν ὄχον SOPH complétant le nombre de dix chars;
2 accomplir : ὑπόσχεσιν HDT une promesse.
Étymologie: ἐκ, πληρόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπληρόω:
1 наполнять, заполнять: ἐχίδναις ἀσπίδ᾽ ἐ. γραφῇ Eur. покрыть щит изображениями змей;
2 пополнять, восполнять, доводить (τὸ ναυτικὸν ἐς τὰς τριακοσίας ναῦς Her., τοὺς ἱππεῖς εἰς δισχιλίους Xen.): δέκατον ἐ. ὄχον Soph. доводить число колесниц до десяти, т. е. управлять десятой (и последней) колесницей;
3 обеспечивать людьми, укомплектовывать (τριήρεις Arst.);
4 (о числе) составлять, равняться: ἐ. τὰς ἴσας μυριάδας ἐκείνοισι Her. составлять столько же десятков тысяч, сколько и те;
5 исполнять (ὑπόσχεσιν Her.);
6 уплачивать, погашать (χρέος Plat.);
7 (о пути и т. п.) проделывать, совершать: τὴν τῶν εἴκοσιν ἐτῶν προθεσμίαν ἐκπληρῶσαι Plut. достигнуть двадцатилетнего возраста; λιμένα ἐ. πλάτῃ Eur. приплыть на корабле в порт.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπληρόω: ἐκπίμπλημι, ἐντελῶς γεμίζω, τινὶ..., Εὐρ. Φοίν. 1135. 2) συμπληρῶ ἀριθμόν τινα, ἐκπληροῦσι τὰς ἴσας μυριάδας ἐκείνῃσιν Ἡρόδ. 7. 186· ἐξεπληροῦτο τὸ ναυτικὸν ἐς τὰς... τριηκοσίας ναῦς ὁ αὐτ. 8. 82· δέκατον ἐκπληρῶν ὄχον, ἀποτελῶν τὸ δέκατον ἅρμα, Σοφ. Ἠλ. 708· ἱππέας ἐξεπλήρωσεν εἰς δισχιλίους Ξεν. Κύρ. 5. 3, 24. 3) πληρῶ ναυτῶν, βάλλω πλήρωμα εἰς τὸ πλοῖον, πολλὰς γὰρ ἐκπληροῦσι τριήρεις Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 8. 4) ἐκπληρῶ, ὑπόσχεσιν, χάριν Ἡρόδ. 5. 35., 8. 114. 5) ἀποτίνω, πληρώνω ὁλόκληρον, τὸ χρέος Πλάτ. Νόμ. 958Β. ΙΙ. λιμένα δὲ Ναυπλίειον ἐκπληρῶν πλάτῃ, κατέχων, Εὐρ. Ὀρ. 54, ἀλλὰ τὸ χωρίον τοῦτο ἄλλοι ἑρμηνεύουσιν ἄλλως· ὁ W. Dindorf. προτείνει τὴν ἑρμηνείαν: ‘πληρῶν τὸν λιμένα διὰ τοῦ στόλου του’ (ἴδε Πόρσωνα ἐν τόπῳ).
English (Strong)
from ἐκ and πληρόω; to accomplish entirely: fulfill.
English (Thayer)
perfect ἐκπεπλήρωκα; to fill full, to fill up completely; metaphorically, τήν ἐπαγγελίαν, to fulfill, i. e. make good: Polybius 1,67, 1. (From Herodotus down.)
Greek Monotonic
ἐκπληρόω: μέλ. -ώσω, = ἐκπίμπλημι·
I. 1. γεμίζω κάτι εντελώς, γεμίζω ως επάνω, απογεμίζω, σε Ευρ.
2. συμπληρώνω ένα συγκεκριμένο αριθμό, σε Ηρόδ., Σοφ.
3. επανδρώνω πλήρως με ναύτες, ναῦς, σε Ηρόδ.
4. εκπληρώνω, πραγματοποιώ, στον ίδ.
II. ἐκπλ. λιμένα, διασχίζω το λιμάνι, Λατ. emetiri, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ώσω, = ἐκπίμπλημι
I. to fill quite up, Eur.
2. to make up to a certain number, Hdt., Soph.
3. to man completely, ναῦς Hdt.
4. to fulfil, Hdt.
II. ἐκπλ. λιμένα to make one's way over the harbour, Lat. emetiri, Eur.
Chinese
原文音譯:™kplhrÒw 誒克-普累羅哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-充滿
字義溯源:完全實現,應驗;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(πληρόω)=使其充滿)組成;其中 (πληρόω)出自(πλήρης)=滿的,滿溢的),而 (πλήρης)又出自(πίμπλημι)*=充滿)
同源字:1) (ἀναπληρόω)完成 2) (ἐκπληρόω)完全實現 3) (πληρόω)使其充滿 參讀 (ἀναπληρόω)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 應驗了(1) 徒13:33