ὀσφύς

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483

German (Pape)

[Seite 401] ύος, ἡ, od. ὀσφῦς, Arcad. 92 (nach Arist. H. A. 1, 12 von ἰσοφυής), die Hüfte; μακρὰν ὀσφὺν πυρώσας, Aesch. Prom. 495, vom Schenkelknochen der Opfer, wie Ar. Pax 1018; Vesp. 225 heißt es von den Wespen ἔχουσι γὰρ καὶ κέντρον ἐκ τῆς ὀσφύος; – Her. 2, 40; Xen. Hipp. 1, 12 u. Sp. ὀσφὺς διπλῆ, die oberhalb der Hüften vorstehenden fleischigen Teile am Ende des Rückens, die Hanke. – Den acc. ὀσφύα hat Strat. 55 (XII, 213).

French (Bailly abrégé)

ὀσφύος (ἡ) :
acc. ὀσφύν, rar. ὀσφύα;
partie du corps au-dessus des hanches, reins, flanc.
Étymologie: DELG plusieurs parties du corps en -ύς, mais rien de plus.

Russian (Dvoretsky)

ὀσφύς: или ὀσφῦς, ύος ἡ тж. pl. (ῡ только в двухсложных формах) (acc. ὀσφύν и ὀσφῦν, редко ὀσφύα)
1 бедра, бока, тазобедренный пояс, поясница Her., Aesch., Arph.: καρπὸς τῆς ὀσφύος NT = σπέρμα;
2 (у насекомых), задняя часть брюшка Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀσφύς: ἡ, γεν. ὀσφύος· αἰτ. ὀσφύν, ὡσαύτως ὀσφύα, Ἀνθ. Π. 12. 213· - τὸ κατὰ τοὺς νεφροὺς μέρος τῶν νώτων, «τὰ νεφρά», ἡ μέση, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 2, κ. ἀλλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὦμμοι, Ἡρόδ. 2. 40, Αἰσχύλ. Πρ. 497· Μένανδρος ἐν «Μέθῃ» 1. 12· ἐπὶ σφηκῶν, ἔχουσι κέντρον ἐκ τῆς ὀσφύος Ἀριστοφ. Σφ. 225, πρβλ. 740· - ὁ Ξεν. περιγράφει τὴν ὀσφύν τοῦ ἵππου, - ὀσφὺς ἡ διπλῆ τῆς ἁπλῆς καὶ ἐγκαθῆσθαι μαλακωτέρα καὶ ἰδεῖν ἡδίων Ἱππ. 1, 11· αὕτη δὲ ἡ διπλῆ ὀσφύς, καλουμένη οὕτως ὡς ἐκ τῆς αὔλακος ἥτις ἐκτείνεται κατὰ μῆκος τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ἑρμηνεύεται οὐχὶ ἀκριβῶς duplex spina ὑπὸ τοῦ Οὐάρρωνος καὶ τοῦ Οὐεργιλίου ἐν τοῖς Γεωργ. 3. 87. 2) παρὰ τοῖς Ἑλληνισταῖς, μεταφορ., ὁ καρπὸς τῆς ὀσφύος, ἐπὶ υἱοῦ, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 30, πρβλ. Ἑβδ. (Γεν. ΛΕ΄, 11, κ. ἀλλ.). 3) περιζώννυσθαι ἢ ἀναζώννυσθαι τὴν ὀσφύν Ἑβδ., καὶ Καιν. Διαθ. - Ὁ Κούρτ. κλίνει νὰ σχετίσῃ τὸ ὀσφὺς πρὸς τὸ ψύα, ψόα, παραβάλλων τὸ Σανσκρ. sphik (νεφροί).) [ῡ κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτ. ἑνικ., ἅπερ φέρονται ὀσφῦς, ὀσφῦν παρὰ τῷ Ἡρῳδιανῷ π. μον. λέξ. σ. 31, Ἰω. Ἀλεξ. 8, Ἀρκάδ. 92· πρβλ. ὀφρῦς].

English (Thayer)

(or ὀσφύς, so R Tr in G in Chandler §§ 658,659; Tdf. Proleg., p. 101), ὀσφύος, ἡ, from Aeschylus and Herodotus down;
1. the hip (loin), as that part of the body where the ζώνη was worn (the Sept. for מָתְנַיִם): περιζωννυσθαι τάς ὀσφύας, to gird, gird about, the loins, ἀναζωννυσθαι τάς ὀσφύας (to gird up the loins), ἀναζώννυμι.
2. a loin, the Sept. several times for חֲלָצַיִם, the (two) loins, where the Hebrews thought the generative power (semen) resided (?); hence, καρπός τῆς ὀσφύος, fruit of the loins, offspring, καρπός, 1at the end); ἐξέρχεσθαι ἐκ τῆς ὀσφύος τίνος, to come forth out of one's loins i. e. derive one's origin or descent from one, ἐξέρχομαι, 2b.); ἔτι ἐν τῇ ὀσφύϊ τίνος, to be yet in the loins of someone (an ancestor), Hebrews 7:10.

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀσφύς, -ύος, Α και ὀσφῡς)
1. η οπίσθια χώρα τών κοιλιακών τοιχωμάτων δεξιά και αριστερά της σπονδυλικής στήλης κάτω από το σύστοιχο ημιθωράκιο και πάνω από τη λαγόνια ακρολοφία, η μέση («τῶν δ' ὄπισθεν διάζωμα μὲν ή ὀσφύς
ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔχει», Αριστοτ.)
2. το μέρος του σώματος μεταξύ της βάσης του θώρακα και τών λαγόνων, όπου μπαίνει η ζώνη
αρχ.
φρ. α) «ὁ καρπὸς τῆς ὀσφύος τινός» — ο γιος κάποιου (ΠΔ)
β) «περιζώννυσθαι τὴν ὀσφύν» — το να ζώνεται κανείς τον ζωστήρα και να βρίσκεται σε εγρήγορση, σε ετοιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -ύς, που απαντά και σε άλλες ονομασίες μελών του σώματος (πρβλ. ιξύς, νηδύς). Οι απόψεις σύμφωνα με τις οποίες η λ. είναι σύνθ. με α' συνθετικό το θ. της λ. ὀστοῦν και β' συνθετικό το θ. φῦ- του ἔφυν ή τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος σφυδῶν
ἰσχυρός προσκρούουν σε αξεπέραστες μορφολογικές δυσχέρειες. Εξίσου απίθανη φαίνεται και η σύνδεση της λ. με αβεστ. asču-. Το -, τέλος, του τ. είναι πιθ. προθεματικό φωνήεν].

Greek Monotonic

ὀσφύς: [ῡ], ἡ, γεν. ὀσφύος [ῠ], αιτ. ὀσφύν, επίσης ὀσφύα· πλευρό ή πλευρά, το κατώτερο τμήμα της σπονδυλικής στήλης, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ἀναζώννυσθαι τὴν ὀσφύν, περιδένω, περιζώνω τα πλευρά μου, σε Καινή Διαθήκη· ὁκαρπὸς τῆς ὀσφύος, ο καρπός των πλευρών, δηλ. ο γιος, στο ίδ.

Middle Liddell


the loin or loins, the lower part of the back, Hdt., Aesch., etc.: —ἀναζώννυσθαι τὴν ὀσφύν to gird up one's loins, NTest.; ὁ καρπὸς τῆς ὀσφύος the fruit of the loins, i. e. a son, NTest.

Mantoulidis Etymological

-ύος (=τά νεφρά, ἡ μέση). Πιθανόν ἀπό τό οστ- (ὀστοῦν) + φυ ἤ ἀπό τό ὀ + σφύς (=ἐξόγκωμα).