καταστρατοπεδεύω
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
A encamp, τοὺς ἑαυτοῦ X.Cyr.7.2.8, cf. Onos.6.12; station, τὸ ναυτικόν X.HG6.2.7.
II intr., take up quarters, εἰς [πόλιν], ἐν μέρεσι τῆς πόλεως, πρὸ τῆς πόλεως, Plb.1.30.15, 1.18.2, 3.77.1: abs., Ph.Bel.103.48:—Med., X.An.3.4.18, Arr.An. 5.9.1.
III march, εἰς Φοινίκην LXX 2 Ma.4.22.
French (Bailly abrégé)
établir dans un camp, dans des cantonnements, acc.;
Moy. καταστρατοπεδεύομαι prendre position.
Étymologie: κατά, στρατοπεδεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-στρατοπεδεύω met acc. doen legeren:. κ. τοὺς ἑαυτοῦ de eigen soldaten doen legeren Xen. Cyr. 7.2.8; κ. τὸ ναυτικόν de vloot laten aanleggen Xen. Hell. 6.2.7. intrans. zich legeren; ook med.: κατεστρατοπεδεύσαντο zij sloegen hun kamp op Xen. An. 4.5.1.
German (Pape)
ein Lager aufschlagen und beziehen lassen, einquartieren, τοὺς στρατιώτας Xen. Cyr. 7.2.8; τὸ ναυτικόν Hell. 6.2.7; εἰς πόλιν Pol. 1.30.15; ἐν τῇ πόλει 1.73.3.
Med. sich lagern, sich einquartieren, Xen. An. 3.4.18 und öfter.
Russian (Dvoretsky)
καταστρᾰτοπεδεύω:
1 располагать лагерем, расквартировывать (τοὺς στρατιώτας Xen.);
2 размещать (τὸ ναυτικόν Xen.);
3 расквартировываться, размещаться (εἰς πόλιν, ἐν πόλει и διὰ τῆς πόλεως Polyb.; med. sc. ἐν κώμαις Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
καταστρᾰτοπεδεύω: στρατοπεδεύω, καταλαμβάνω μέρος τι ὡς στρατόπεδον καὶ ἐκεῖ τοποθετῶ, τοὺς στρατιώτας Ξεν. Κύρ. 7. 2, 8· τοποθετῶ στόλον ἐν ἀσφαλεῖ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 6. 2, 7· στρατιὼτας τινὰς εἰς πόλιν, ὁρίζω κατάλυμα δι’ αὐτούς, Πολύβ. 1. 30, 15. ΙΙ. ἀμεταβ., καταλύω, εἰς πόλιν, ἐν πόλει, διὰ τῆς πόλεως Πολύβ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ., κατεστρατοπεδεύσαντο Ξεν. Ἀν. 3. 4, 18., 4. 5, 1, Ἀρρ. Ἀν. 1. 5, 9, Διόδ. 17, 4.
Greek Monolingual
καταστρατοπεδεύω (Α)
1. καταλαμβάνω κάποιο τόπο και εγκαθιστώ εκεί τους στρατιώτες, χρησιμοποιώ ένα μέρος ως στρατόπεδο
2. (για στόλο) τοποθετώ τα πλοία σε ασφαλές μέρος
3. καταλαμβάνω ως κατάλυμα
4. μέσ. καταστρατοπεδεύομαι
τοποθετώ τον εαυτό μου, τοποθετούμαι στο στρατόπεδο
5. πορεύομαι, βαδίζω («εἰς τὴν Φοινίκην κατεστρατοπέδευσε», ΠΔ).
Greek Monotonic
καταστρᾰτοπεδεύω: μέλ. -σω,
I. τοποθετώ σε στρατόπεδα, στρατοπεδεύω, σε Ξεν.· τοποθετώ στόλο σε ασφαλή θέση, στον ίδ.
II. Μέσ., χωρίζω σε στρατούς, στρατωνίζω, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. σω
I. to put into cantonments, encamp, Xen.: to station a fleet, Xen.
II. Mid. to take up quarters, encamp, Xen.