ἐπίπροσθεν

From LSJ

Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt

Menander, Monostichoi, 518
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπροσθεν Medium diacritics: ἐπίπροσθεν Low diacritics: επίπροσθεν Capitals: ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΝ
Transliteration A: epíprosthen Transliteration B: epiprosthen Transliteration C: epiprosthen Beta Code: e)pi/prosqen

English (LSJ)

rarely ἐπίπροσθε Antiph.250, SIG493.12 (Delos, iii B.C.), Adv.:
I. of place, before, ἐπίπροσθεν τίθεσθαι, ποιεῖσθαί τι, put before one as a screen, E.Or.468, X.Cyr.1.4.24; ἐπίπροσθεν γίγνεσθαι to be in the way, intercept the view, Pl.Grg.523d, cf. Ti.40c; κώμας καὶ γηλόφους ἐπίπροσθεν ποιεῖσθαι = take cover behind, X.Cyr.3.3.28.
2. c. gen., ἐπίπροσθεν τῶν ὀφθαλμῶν ἔχειν Pl.Smp.213a; ταῖς νήσοις οὐδὲν ἐπίπροσθεν τῆς φορᾶς Thphr.Vent.30; εὐθὺ οὗ ἂν τὸ μέσον ἀμφοῖν τοῖν ἐσχάτοιν ἐπίπροσθεν ᾖ Pl.Prm.137e.
II. of Degree, θεῖναί τι ἐπίπροσθεν τινος = prefer one before another, E.Supp.514; ἐπίπροσθεν εἶναί τινος to be better than... Id.Or.641; ἐπίπροσθεν τᾀσχρὰ . . τῶν καλῶν Antiph.l.c.; ἐπίπροσθεν τι θέσθαι τινός J.AJ2.4.3; γίγνεται ἐπίπροσθεν τοῦ δικαίου τὰ τριακόσια τάλαντα Id.BJ1.6.3.
III. of Order, first, prior τὰ ἐπίπροσθεν αὐτῶν . . τάξαντες αὐτὰ ἐπίπροσθεν ποιησόμεθα Pl.Lg.783b, 783c.

German (Pape)

[Seite 973] auch ἐπίπροσθε, Eur. Suppl. 514 Antiph. Stob. fl. 16, 4, vor; – a) vom Orte, ἐπίπροσθεν ὀφθαλμῶν ἔχειν, vor den Augen haben, Plat. Conv. 213 a; ἐπίπροσθεν ποιεῖσθαί τινα, Einen vorschieben, um sich dahinter zu verstecken, Xen. Cyr. 1, 4, 24; κώμας καὶ γεωλόφους, d. i. sich dahinter begeben u. verstecken, 3, 2, 28; ποῖον ἐπίπροσθεν νέφος θῶμαι Eur. Or. 468; τὸ τῆς αἰσχύνης ἐπίπροσθεν ποιούμενος, sich die Schande hinstellend, sie vor Augen habend, Plat. Legg. I, 648 d. – b) vom Range, τὰ μακρὰ τῶν σμικρῶν λόγων ἐπίπρ. ἐστι καὶ σαφῆ μᾶλλον κλύειν Eur. Or. 640; μὴ 'πίπροσθε τῶν ἐμῶν τοὺς σοὺς λόγους θῇς, vorziehen, Suppl. 514; Sp., wie Pol. κέρδη ἄδικα ἐπ. ἢ πιστὸς εἶναι ποιούμενος 4, 4, 6; τί τινος, Plut. Brut. 4; ἄγειν τινά τινος, Hel. 1, 25. – c) vor Einem im Wege, hinderlich, Plat. Parm. 137 e; ταῦτα αὐτοῖς πάντα ἐπ. γίγνεται Gorg. 523 d; Sp., wie Plut. consol. Apoll. p. 368, ταῦτα δὴ αὐτοῖς πάντα ἐπ. γίγνεται, wo früher ἐπιπρόσθεσις stand.

French (Bailly abrégé)

adv.
I. par devant, en avant, devant : γηλόφους ἐπ. ποιεῖσθαι se placer de manière à avoir les collines devant soi, s'abriter derrière les collines;
II. fig. 1 de préférence à;
2 avec idée d'hostilité en avant de, sur le chemin de, de manière à faire obstacle à, gén. ou dat..
Étymologie: ἐπί, πρόσθεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπροσθε: (ν) adv. впереди: ἐπίπροσθε ποιεῖσθαί τινα и τι Xen. поставить кого(что)-л. впереди (себя), т. е. укрыться (спрятаться) за кем(чем)-л.; ταῦτα αὐτοῖς πάντα ἐπίπροσθε γίγνεται Plat. все это служит для них (богачей) покровом; ποῖον ἐπίπροσθε νέφος θῶμαι; Eur. за каким облаком мне укрыться?, т. е. куда мне спрятаться?
(ν) praep. cum gen.
1 впереди, перед (ἐπίπροσθε τῶν ὀφθαλμῶν ἔχειν Plat.; ἐπίπροσθε τινος φέρεσθαι Arst.): ἐπίπροσθε τινος εἶναι Plat. быть впереди чего-л., т. е. закрывать что-л.;
2 выше, лучше: τί τινος ἐπίπροσθε θεῖναι Eur. или ποιεῖσθαι Plat., Plut. ставить что-л. выше чего-л., т. е. предпочитать что-л. чему-л.; ἐπίπροσθε εἶναί τινος Eur. быть лучше чего-л. (ср. 1).
Eur. v. l. = ἐπίπροσθεν.

Greek Monolingual

ἐπίπροσθεν (AM) πρόσθεν
επίρρ.
1. (για τόπο) μπροστά («ποῖον ἐπίπροσθεν νέφος θῶμαι», Ευρ.)
2. (με γεν.) μπροστά σε κάτιἐπίπροσθεν τῶν ὀφθαλμῶν ἔχοντα», Πλάτ.)
3. (για βαθμό, τάξη, σειρά) πρώτα, σε πρώτη θέση (α. «καί μὴ ‘πίπροσθεν τῶν ἐμῶν τοὺς σοὺς λόγους θῇς», Ευρ.
β. «τὰ ἐπίπροσθεν αὐτῶν... τάξαντες αὐτὰ ἐπίπροσθεν ποιησόμεθα», Πλάτ.)
4. φρ. «ἐπίπροσθεν ποιοῦμαί τι» — τοποθετώ μπροστά μου, μένω πίσω για να καλύπτομαι
5. φρ. «ἐπίπροσθεν γίγνομαι» — εμποδίζω, γίνομαι εμπόδιο.

Greek Monotonic

ἐπίπροσθεν: ποιητ. -προσθε, επίρρ.:
I. λέγεται για τόπο, ενώπιον, μπροστά, σε Ευρ., Ξεν.· γεωλόφους, ἐπ. ποιεῖσθαι, φροντίζοντας να έχει λόφους μπροστά του, στον ίδ.
II. λέγεται για σύγκριση, ἐπ. εἶναί τινος, είμαι καλύτερος από κάποιον άλλο, σε Ευρ.

Middle Liddell

I. of place, before, Eur., Xen.; γεωλόφους ἐπ. ποιεῖσθαι to make the hills cover one, Xen.
II. of Degree, ἐπ. εἶναί τινος to be better than another, Eur.