δυσνίκητος
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
[ῑ], ον, hard to conquer, ἔρως J.AJ18.1.6, cf. Plu.Comp.Pel.Marc.2, D.C.43.28.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δυσνίκατος IGBulg.12.344.5 (Mesambria I a.C.)
1 difícil de doblegar τὸ φρονοῦν I.AI 18.269
• difícil de derrotar militarmente, D.C.43.28.1
• subst. τὸ δυσνίκητον = dificultad de vencer militarmente un general, Plu.Comp.Pel.Marc.2.
2 invencible Eros AP 5.179.9 (Mel.), Ἄδας IGBulg.l.c.
• indoblegable, indómito δ. δὲ τοῦ ἐλευθέρου ἔρως I.AI 18.23 (cj. pero δυσκίνητος cód.), φύσις Plu.Alex.7, ἰσχύς Gal.5.29.
German (Pape)
[Seite 684] schwer zu besiegen; Plut. Pelop. 2 Marc. 2; ἔρως Mel. 52 (V, 179).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à vaincre.
Étymologie: δυσ-, νικάω.
Russian (Dvoretsky)
δυσνίκητος: (ῑ)
1 труднопобедимый (Πελοπίδας Plut.; ἔρως Anth.);
2 непреклонный (ἡ τοῦ Ἀλεξάνδρου φύσις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσνίκητος: [ῑ], -ον, δυσκατάβλητος, δυσκολονίκητος, Πλούτ. Συγκρ. Πελοπ. Μαρκ. 2.
Greek Monolingual
δυσνίκητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα νικιέται.
Greek Monotonic
δυσνίκητος: -ον (νῑκάω), δύσκολος να τον κατακτήσει κάποιος, δυσκολονίκητος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δυσ-νίκητος, ον [νῑκάω]
hard to conquer, Plut.
Translations
invincible
Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний