εφέπω

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262

Greek Monolingual

ἐφέπω (Α)
Ι. ενεργ.
1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ' ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.)
2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.)
3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία, ξυλοφορτώνω («ἐφέπων [ἵππους] μάστιγι», Ομ. Ιλ.)
4. (για πολεμιστές) ταλαιπωρώ, βασανίζω τον εχθρό («σφεδανὸν ἔφεπ' ἔγχεϊ», Ομ. Ιλ.)
5. καταδιώκω, τιμωρώ («ἐφέπων παραιβασίας», Ησίοδ.)
6. εξασκώ ή χρησιμοποιώ κάποια τιμωρία ή καταδίωξη («τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων» — εφαρμόζοντας την τιμωρία του Φιλοκτήτη
7. διοικώ, κυβερνώ («ἐφέπων Θήβας», Αισχύλ.)
8. αντιμετωπίζω κάποιο έργο (α. «οὐδὲ κ' Ἀθήνη τοσσῆσδ' ὑσμίνης ἐφέποι στόμα», Ομ. Ιλ.
β. «μαιμώων ἔφεπ' ἔγχεϊ» — τους αντιμετώπιζε με το δόρυ, Ομ. Ιλ.)
9. (για θεούς, νύμφες κ.λπ.) συχνάζω, διέρχομαι από κάποιο τόπο («ἐφέπων γαῖαν καὶ βένθεα λίμνης», Ησίοδ.)
10. επισκέπτομαι («σῴζων ἐφέποις ἡμᾶς», Αριστοφ.)
11. (για γυναίκα) ενοχλώ, παίρνω από πίσω
12. συναντώ τυχαία, απαντώ («πότμον ἐπισπεῖν», Ομ. Ιλ.)
13. επιταχύνω («ὀλέθριον ἦμαρ ἐπισπεῖν», Ομ. Ιλ.)
14. παρακολουθώ
15. (για χρόνο) φθάνω («αἰὼν ἔφεπε μόρσιμος», Πίνδ.)
II. μέσ. ἐφέπομαι, ποιητ. τ. ἐφέσπομαι και ἐπιέσπομαι
1. (με εχθρική σημασία) ακολουθώ, καταδιώκω («ληϊστῆρσιν ἐπισπόμενος Ταφίοισιν», Ομ. Οδ.)
2. ακολουθώ, συνοδεύω («λαῶν ἔθυος ἐπισπόμενον ἑοῖ αὐτῷ», Ομ. Ιλ.)
3. συμβαδίζω, ακολουθώ πεζός (α. «ἐπισπέσθαι ποσίν», Ομ. Ιλ.
β. μτφ. «εἰ μὴ οἱ τύχη ἐπίσποιτο» — αν δεν τὸν ακολουθήσει η τύχη, Ηρόδ.)
4. υπακούω, προσέχω («ἐπισπόμενοι θεοῦ ὀμφῇ», Ομ. Οδ.)
5. (μτχ. αορ.) ὁ ἐπισπόμενος, -ένη, -ον
αυτός που δεν έπεισε, αντίθ. πείσας («ὅ τε πείσας καὶ ὁ ἐπισπόμενος ὁμοίως ἐβλάπτοντο», Θουκ.)
6. συμφωνώ, επιδοκιμάζω («εἰ δέ... ἐπὶ δ' ἕσπωνται θεοὶ ἄλλοι», Ομ. Οδ.)
7. ακολουθώ κάποιο λογικό συλλογισμό («μόγις μήπως ἐφέπομαι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕπω].