καθά

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθά Medium diacritics: καθά Low diacritics: καθά Capitals: ΚΑΘΑ
Transliteration A: kathá Transliteration B: katha Transliteration C: katha Beta Code: kaqa/

English (LSJ)

[θᾰ], Adv. for καθ' ἅ,
A according as, just as, IG12.90.43, 116.27, Men.Mon.551, PCair.Zen.188.8 (iii B.C.), Plb.3.107.10, LXX Ge.7.9, etc.; ὁ κ. παρατεταγμένος σφυγμός the (so to speak) 'regular' pulse (a military metaphor), Archig. ap. Gal.8.626.
II also καθάπερ, Ion. κατάπερ, Philol.14, Democr.164, Hdt.1.182, al., Ar.Eq.8, Ec. 61, IG12.39.42, al., D.37.16, etc.: freq. in legal instruments, ἡ πρᾶξις ἔστω κ. ἐκ δίκης PEleph.1.12 (iv B.C.), etc.: with a part., like ὡς, ἅτε, D.C.37.54 (nisi leg. καίπερ):—strengthened, καθάπερ εἰ (Ion. κατάπερ εἰ, Hdt.1.170), like as if, exactly as, Pl.Phlb. 22e, 59e, al.; καθάπερ ἄν (for ἐάν) D.23.41; καθάπερ ἂν εἰ Pl.Lg.684c, Arist.Ph.240b10, Plb. 3.32.2, etc.:—μάχαιραν κ. like a knife, Porph.Chr.31. Cf. καθό, καθώς.

German (Pape)

[Seite 1279] d. i. καθ' ἅ, dem zufolge, jenachdem, Pol. 3, 107, 10 u. oft bei Sp.; ähnlich sind καθό u. καθώς gebildet. S. unter καθάπερ.

French (Bailly abrégé)

adv.
de même que, comme.
Étymologie: = καθ' ἇ.

Russian (Dvoretsky)

καθά: adv. (καθ᾽ ἅ) как, сообразно, в зависимости от: κ. δύνῃ Men. по возможности, по мере сил; κ. συνέταξέ μοι NT как он приказал мне.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰθά: ᾰ, Ἐπίρρ., ἐν χρήσει ἀντὶ καθ’ ἅ, συμφώνως πρός, ἀκριβῶς, ὡς, Μένανδρ. ἐν «Μονοστίχ.» 551, Πολύβ. 3. 107, 10, Ἑβδ., κτλ.· γραφόμενον καθ’ ἃ ἐν Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 5, Ἑλλ. 1. 7. 29. ΙΙ. παρὰ παλαιοτέροις συγγραφ. καθάπερ, Ἰων. κατάπερ, Ἡρόδ. 1. 182, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 8, Ἐκκλ. 61, κτλ.· μετὰ μετοχ., ὡς τὸ ὡς, ἄτε, Δίων Κ. 37. 54· - μετὰ προσθήκης τοῦ εἰ πρὸς ἐπίτασιν, καθάπερ εἰ (Ἰων. κατάπερ εἰ Ἡρόδ. 1. 170), ὡς εἰ, ἀκριβῶς ὡς, Πλάτ. Φίληβ. 22Ε, 59Ε, κ. ἀλλ.· μετὰ τοῦ ἄν, καθάπερ ἂν Δημ. 633. 17· μετὰ τοῦ ἂν καὶ τοῦ εἰ συγχρόνως καθάπερ ἂν εἰ Πλάτ. Νόμ. 684C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 16, κτλ. - Πρβλ. καθό, καθώς.

English (Strong)

from κατά and the neuter plural of ὅς; according to which things, i.e. just as: as.

English (Thayer)

adverb for καθ' ἅ, according as, just as: Xenophon, Polybius, Diodorus, others; O. T. Apocrypha; the Sept. for כַּאֲשֶׁר, כְּ, Exodus 12:35, etc.)

Greek Monolingual

(AM καθά)
επίρρ. (αντί καθ' , σε παλαιότ. συγγραφ. καθάπερ και ιων. τ. κατάπερ)
1. ακριβώς όπως, καθώς, σύμφωνα με («καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος», ΚΔ)
2. ούτως ειπείν, τρόπον τινά («ὁ καθὰ παρατεταγμένος σφυγμός» — ο τρόπον τινά παρατεταγμένος, δηλ. κανονικός, σφυγμός, Γαλ.).

Greek Monotonic

κᾰθά: [ᾰ], επίρρ., αντί καθ' ἅ, σύμφωνα με, ακριβώς όπως, σε Ξεν.· ομοίως και καθάπερ, Ιων. κατάπερ, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· επιτετ. καθάπερ εἰ, Ιων. κατάπερ εἰ, ωσάν, όπως ακριβώς, σε Ηρόδ., Πλάτ.· καθάπερ ἄν, σε Δημ.· καθάπερ ἂν εἰ, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

for καθ' ἅ, according as, just as, Xen.:— so καθάπερ, ionic κατάπερ, Hdt., Ar., etc.:—strengthened, καθάπερ εἰ, ionic κατάπερ εἰ, like as if, exactly as, Hdt., Plat.; καθάπερ ἄν Dem.; καθάπερ ἂν εἰ Plat., etc.

Chinese

原文音譯:kaq£ 卡他
詞類次數:副,連(1)
原文字根:向下-這
字義溯源:照此,照著;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ὅς / ὅσγε)*=那)組成
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 是照著(1) 太27:10

Lexicon Thucydideum

uti, quemadmodum, as, since, 4.118.11.