καταφαίνω
English (LSJ)
Dor. aor. 1 -έφᾱνα,
A declare, make known, τοῦτον λόγον Pi.N.10.11.
II Pass., fut. -φᾰνήσομαι dub. in E.Fr.781.65 (lyr.):—become visible, appear, h.Ap.431, Hdt.7.51, Th.5.6, E.l.c., Plu.Luc. 27:—also intr. in Act., Orph.A.370,762.
2 to be clear, plain, τῷ Ὀτάνῃ μᾶλλον κατεφαίνετο τὸ πρῆγμα Hdt.3.69, cf. Plu.2.40c,682a; seem, appear, ὥς γε κ. ἐμοί Pl.Phlb. 16c; ὅτι μοι ἄτοπ' ἄττα κ. περὶ σωφροσύνης Id.Chrm.172c, cf. Plu.2.802f, etc.: also c. inf., ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι Hdt.1.58, cf. 6.13; κατεφάνη τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν, i.e. Darius well knew that he was evading, Id.3.130; ταὐτόν σοι πάθος -φαίνομαι πεπονθέναι Pl.Lg.712e; πάντων μοι μετριώτατοί γε εῖναι κατεφάνησαν ib.811d: c. part., ὀρθῶς ἔτι μοι κατεφάνης λέγων ib. 631a, cf. Sph.232b; δαιμονία… τις ἔμοιγε κ. τὸ μέγεθος Id.Grg.456a, cf. Sph.217e; τοιαύτη ἡ ἕξις τοῦ σώματος κ. X.Oec.7.2; οἱ ἀντιλέγοντες ὄχλος καὶ βασκανία κατεφαίνετο D.19.24.
French (Bailly abrégé)
1 tr. montrer ou expliquer clairement;
2 intr. se montrer;
Moy. καταφαίνομαι (f. καταφανήσομαι, ao. Pass. κατεφάνην) se montrer visible, évident ; avec un part. apparaître comme étant, se montrer.
Étymologie: κατά, φαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-φαίνω Dor. aor. act. 3 sing. κατέφανε act. met acc., duidelijk bekend maken. med.-pass. verschijnen, zichtbaar worden:; κατεφαίνεται πάντα αὐτόθεν vandaar was een mooi uitzicht naar alle kanten Thuc. 5.6.3; duidelijk worden:; Ὀτάνῃ μᾶλλον κατεφαίνετο τὸ πρῆγμα de zaak werd Otanes duidelijker Hdt. 3.69.1; in pers. constr., met inf.: κατεφάνη τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν het werd Darius duidelijk dat hij zich van de domme hield Hdt. 3.130.2. schijnen, lijken:; ὥς γε καταφαίνεται ἐμοί zoals het mij toeschijnt Plat. Phlb. 16c; met adj. als pred. nomen:; ὅτι μοι ἄτοπ’ ἄττα καταφαίνεται omdat enige zaken mij vreemd lijken Plat. Chrm. 172c; met inf.:; ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι zoals het mij schijnt te zijn Hdt. 1.58; met ptc.: οὔτε ὀρθῶς ἔτι μοι κατεφάνης λέγων jij leek mij niet meer juist te redeneren Plat. Lg. 631a.
German (Pape)
(φαίνω), verstärktes φαίνω, vorzeigen, κατέφανε λόγον, erklären, Pind. N. 10.11. – Gew. im med. mit aor.2 pass., sichtbar werden, erscheinen; H.h. Apoll. 431; ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι Her. 1.58; öfter bei Plat., wie Soph. 268a; c. partic., ib. 232b; c. inf., Legg. VII.811d; Sp.
Russian (Dvoretsky)
καταφαίνω: (med.-pass. fut. καταφᾰνήσομαι, aor. κατεφάνην)
1 воочию показывать, объявлять (τοῦτον λόγον Pind.);
2 med.-pass. становиться ясным, показываться (Κρίσης κατεφαίνετο κόλπος HH; τινί Her.);
3 med.-pass. казаться: ὡς καταφαίνεταί μοι εἶναι Her. или ὥς γε καταφαίνεται ἐμοί Plat. как мне кажется; ὀρθῶς κατεφάνης λέγων Plat. ты, кажется, сказал правильно.
English (Slater)
καταφαίνω make clear Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν τοῦτον κατέφᾶνε λόγον (N. 10.11)
Greek Monolingual
(Α καταφαίνω)
(επιτ. τ. του φαίνω)
παθ. καταφαίνομαι
καθίσταμαι φανερός, γίνομαι ολοφάνερος
αρχ.
1. φανερώνω κάτι εντελώς, κάνω κάτι γνωστό
2. παθ. καταφαίνομαι
α) φαίνομαι, είμαι ορατός
β) αποδεικνύομαι, αποκαλύπτομαι
γ) διακηρύσσω, δηλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φαίνω «φανερώνω»].
Greek Monotonic
καταφαίνω: μέλ. -φᾰνῶ,
I. φανερώνω, καθιστώ γνωστό, σε Πίνδ.
II. Παθ., μέλ. -φᾰνήσομαι, αόρ. βʹ κατ-εφάνην [ᾰ], γίνομαι ορατός, εμφανίζομαι, σε Όμηρ., Ηρόδ.
2. είμαι αρκετά σαφής ή απλός, σε Ηρόδ., Πλάτ.· κατεφάνη τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν, ήταν φανερό στο Δάρειο ότι έκανε τεχνάσματα, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
καταφαίνω: μέλλ. -φᾰνῶ, φαίνω καλῶς, φανερώνω κάμνω γνωστόν, τοῦτον λόγον Πινδ. Ν. 10. 20. ΙΙ. ὁ Παθ., μέλλ. φᾰνήσομαι, γίνομαι ὁρατός, ἐμφανίζομαι, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 431, Ἡρόδ. 7. 51, Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 61·― οὕτως, ἀμεταβ. καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., Ὀρφ. Ἀργ. 372. 765. 2) εἶμαι ἐντελῶς σαφὴς ἢ φανερός, τῷ Ὀτάνῃ… κατεφαίνετο τὸ πρῆγμα Ἡρόδ. 3. 69, ὥς γε κατ. ἐμοὶ Πλάτ. Φίληβ. 16C· ὅτι μοι ἄτοπ᾿ ἄττα κ. περὶ σωφροσύνης ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 172C, κτλ.·― ὡσαύτως μετ᾿ ἀπαρ., ὡς καταφαίνεταί μοι εἶναι Ἡρόδ. 1. 58, πρβλ. 6. 13· κατεφάνῃ τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν, ὃ ἐ. ὁ Δαρεῖος ἐγίνωσκε καλῶς ὅτι αὐτὸς παρεσκεύαζε τεχνάσματα, ὁ αὐτ. 3. 130· ταὐτόν σοι πάθος… κ. πεπονθέναι, φαίνεται καθαρῶς ὅτι ἔχει πάθει…, Πλατ, Νόμ. 712Ε· μετριώτατοι εἶναι κ. ὁ αὐτ. 811D· δαιμόνια… τις ἔμοιγε κ. (δηλ. εἶναι) ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 456Α, πρβλ. Σοφ. 217Ε· τοιαύτη ἡ ἕξις τοῦ σώματος κ. (δηλ. εἶναι) Ξεν. Οἰκ. 7. 2, πρβλ. Δημ. 348. 23·― μετὰ μετοχ., ὀρθῶς κατεφάνης λέγων Πλάτ. Νόμ. 631Α, πρβλ. Σοφ. 232Β.
Middle Liddell
fut. -φᾰνω
I. to declare, make known, Pind.
II. Pass., fut. -φᾰνήσομαι, aor2 κατ-εφάνην [ᾰ], to become visible, appear, Hhymn., Hdt.
2. to be quite clear or plain, Hdt., Plat.; κατεφάνη τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν it was apparent to Darius that he was playing tricks, Hdt.
Lexicon Thucydideum
conspicuum esse, to be visible, 5.6.3.