παραιθύσσω

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραιθύσσω Medium diacritics: παραιθύσσω Low diacritics: παραιθύσσω Capitals: ΠΑΡΑΙΘΥΣΣΩ
Transliteration A: paraithýssō Transliteration B: paraithyssō Transliteration C: paraithysso Beta Code: paraiqu/ssw

English (LSJ)

poet. aor.
A παραίθυξα Pi.O.10(11).73:—move in passing or stir in passing, ἄκρα πτερύγων AP7.204 (Agath.): metaph., θόρυβον παραιθύσσω raise a shout in applause, Pi. l.c.
II whizz past, λαίφεα πτερύγεσσιν A.R.2.1253.
2 metaph., of words, fall by chance from a person's lips, εἴ τι καὶ φλαῦρον π. Pi.P.1.87.

German (Pape)

[Seite 479] daneben in Bewegung setzen, erregen, anfachen; Pind. P. 1, 87; συμμαχία θόρυβον παραίθυξε, Ol. 11, 73; sp. D.; λαίφεα πάντ' ἐτίναξε παραιθύξας πτερύγεσσιν, Ap. Rh. 2, 1253.

French (Bailly abrégé)

1 tr. agiter vivement;
2 intr. jaillir de, s'échapper de fig.
Étymologie: παρά, αἰθύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αιθύσσω, poët. aor. παραίθυξα, in snelle beweging brengen:; θόρυβον π. geklap en gejoel laten horen Pind.; overdr., intrans.: εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει als er ook maar nog zoiets onbeduidends wegspringt Pind. P. 1.87.

Russian (Dvoretsky)

παραιθύσσω: (дор. aor. παραίθυξα)
1 встряхивать, приводить в быстрое движение (ἄκρα πτερύγων Anth.): π. θόρυβον Pind. шуметь в знак одобрения;
2 раздаваться (εἴ τι φλαῦρον παραιθύσσει Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

παραιθύσσω: μέλλ. -ξω: ποιητ. ἀόρ.-αίθυξα Πινδ. Ο. 10 (11). 90· -παραπνέω, λαίφεα πάντ’ ἐτίναξε παραιθύξας πτερύγεσσι, «παραπνεύσας, τουτέστι πνοὴν ποιήσας τῇ βίᾳ τῶν πτερύγων ἐτίναξε τὰ ἱστία» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1253· ἄκρα πτερύγων Ἀνθ. Π. 7. 204· - μεταφορ., θόρυβον παραίθυξε μέγαν, ἤγειρε μέγαν θόρυβον ἐπιδοκιμασίας, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ λέξεων, ἐξέρχομαι κατὰ τύχην ἔκ τινος, Πινδ. Π. 11. 169.

English (Slater)

παραιθύσσω
   a intrans., fly out of sparks. εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν any small spark struck out, Bowra (P. 1.87)
   b trans., make to fly out, emit met. καὶ συμμαχία θόρυβον παραίθυξε μέγαν (O. 10.73)

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.)
1. κινώ ή τινάσσω κάτι, κατά τη διάβαση, κατά το πέρασμα, τινάζω περνώντας («παραιθύσσειν ἄκρα πτερύγων», Ανθ. Παλ.)
2. συρίζω, αφήνω συριγμό κατά τη δίοδο, προκαλώ πνοή, φυσώ περνώντας («λαίφεα πάντ' ἐτίναξε παραιθύξας πτερύγεσσι», Απολλ. Ρόδ.)
3. μτφ. α) (σχετικά με επιδοκιμασία) εγείρω, ξεσηκώνω, προκαλώσυμμαχία θόρυβον παραίθυξε μέγαν», Πίνδ.)
β) (για λέξη) εξέρχομαι τυχαία από το στόμα κάποιου, ξεφεύγω («εἴ τι και φλαῡρον παραιθύσσει», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + αἰθυσσω «αναταράζω»].

Greek Monotonic

παραιθύσσω: μέλ. -ξω, ποιητ. αόρ. αʹ -αίθυξα·
I. κινώ ή ξεσηκώνω στο πέρασμά μου, σε Ανθ.· μεταφ., θόρυβον παραιθύσσω· υψώνω κραυγή επευφημίας, σε Πίνδ.
II. αμτβ., λέγεται για λέξεις, ξεστομίζομαι κατά τύχη ή αλόγιστα, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ξω poet. aor1 -αίθυξα
I. to move or stir in passing, Anth.:—metaph., θόρυβον π. to raise a shout in applause, Pind.
II. intr., of words, to fall by chance from a person, Pind.