περίβλεπτος
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
περίβλεπτον, looked at from all sides, admired of all observers, βίος E.Andr.89; ταὧς Antiph.175.5; ἵππος X.Eq.10.1 (Comp.); π. τὴν φύσιν τινὸς ποιεῖν Isoc.10.17; mostly of persons, π. βροτοῖς E.HF508, cf. Epicur. Sent.7, LXXPr.31.23, etc.; πάντων… περιβλεπτότατοι X.HG7.1.30; διὰ ταῦτα π. εἶναι ἐν Ἕλλησι καὶ ἐν βαρβάροις Id.Smp.8.38, etc.; π. παρά τισι Carneïsc.Herc.1027.12, D.S.13.92; π. ἐπ' ἀρετῇ Isoc.8.141, cf. 16.48; ὑπὸ πάντων ἐπὶ κακίᾳ Id.6.95; π. τὸ σῶμα Anon. ap. Suid. s.v. Ἀρσάκης (Sup.), Philostr.VA1.7; freq. as a title of honour, POxy. 1038.11 (vi A. D.), etc. Adv. περιβλέπτως = in noteworthy manner, ἀγωνίσασθαι D.S.18.30.
German (Pape)
[Seite 570] von ringsher gesehen, geachtet, bewundert; βίος, Eur. Andr. 89; περίβλεπτος βροτοῖς, Herc. Fur. 508; Xen. Cyr. 6. 1, 5; καὶ ὀνομαστός, Conv. 8, 38; οὐδὲν περίβλεπτον ποιήσας, Mem. 3, 4, 1; τοῖς πολλοῖς, Luc. Nigr. 4; a. Sp., wie Automed. 1 (XII, 34); περίβλεπτος καὶ μακαριστὴ δυναστεία, Pol. 10, 40, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui attire les regards de tous côtés ; qui est en vue, notable, célèbre : ἐν Ἕλλησι XÉN parmi les Grecs ; ὑπό τινος admiré de qqn;
Cp. περιβλεπτότερος, Sp. περιβλεπτότατος.
Étymologie: περιβλέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίβλεπτος -ον [περιβλέπω] alom bewonderd.
Russian (Dvoretsky)
περίβλεπτος: всем видный, т. е. известный, славный, прославленный, замечательный (βροτοῖς Eur.; ἐν Ἓλλησι Xen.; παρά τισι Diod.; τῷ σωφρονεῖν καὶ πεπαιδεῦσθαι π. ὑπὸ τῶν πολιτῶν Plut.): οὐ π. βίος δούλης γυναικός Eur. жалкая жизнь рабыни.
Greek Monolingual
-η, -ο / περίβλεπτος, -ον, ΝΜΑ περιβλέπω
1. αυτός που είναι δυνατό να τὸν δει κανείς από οποιαδήποτε θέση, ορατός από παντού, περίοπτος
2. μτφ. αυτός που όλοι τον εκτιμούν και τον θαυμάζουν (α. «κατέκτησε μια περίβλεπτη κοινωνική θέση» β. «ὅς... περίβλεπτος ἦν παρά τοῖς Συρακοσίοις» — ο οποίος ήταν περιφανής ανάμεσα στους Συρακουσίους, Διόδ.)
νεοελλ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Περίβλεπτος
προσωνυμία της Θεοτόκου
αρχ.
λεγόταν ως τιμητικός τίτλος.
επίρρ...
περιβλέπτως ΝΑ
κατά τρόπο περίβλεπτο, περιφανή, έξοχο, υπέροχο.
Greek Monotonic
περίβλεπτος: -ον, αυτός που παρατηρείται από όλες τις πλευρές, θαυμάζεται από όλους τους παρατηρητές, σε Ευρ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
περίβλεπτος: -ον, ὁ ὑπὸ πάντων περιβλεπόμενος, θαυμαζόμενος, βίος Εὐρ. Ἀνδρ. 89· π. ποιεῖν τὴν φύσιν τινὸς Ἰσοκρ. 211C· τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, π. βροτοῖς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 508· πάντων… περιβλεπτότατοι Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 30· διὰ ταῦτα π. εἶναι ἐν Ἕλλησι καὶ ἐν βαρβάροις ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 38, κτλ.· π. παρά τισι Διόδ. 13. 92· π. ἐπ’ ἀρετῇ Ἰσοκρ. 187Β, πρβλ. 356Ε· ὑπὸ πάντων ἐπὶ κακίᾳ ὁ αὐτ. 135Ε· π. τὸ σῶμα, τὴν ὥραν Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀρσάκης, κτλ. Ἐπίρρ. -τως, Διόδ. 18. 30.
Middle Liddell
περί-βλεπτος, ον,
looked at from all sides, admired of all observers, Eur., Xen.
English (Woodhouse)
celebrated, famous, admired by all, the cynosure of every eye
Translations
famous
Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور, شَهِير; Egyptian Arabic: مشهور; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: beroemd; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: fameux, célèbre; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: bekannt, berühmt; Greek: διάσημος, περίφημος; Ancient Greek: ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγακλυτός, ἀγαυνός, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀμφιβῶτις, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀξιοφανής, ἀοίδιμος, ἀρίγνωτος, ἀριδείκετος, ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, ἀριήκοος, ἀρίσημος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, γνωτός, δακτυλόδεικτος, δημοαδής, δημολάλητος, διαβόητος, διάδηλος, διαθρύλλητος, διαλάλητος, διαπρεπής, διάσημος, διαφανής, διάφημος, διωνομασμένος, δόκιμος, ἐκβεβοημένος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐξάκουστος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόατος, περιβόητος, περίβωτος, περιθρύλητος, περίθρυλος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσαμος, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής, φημιστός; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: famoso; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: famosus, inclitus, nobilis, notus; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی; Persian: نامدار, مشهور, معروف; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: famoso, afamado, célebre; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: известный; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: famoso, célebre, afamado; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах
distinguished
Arabic: مميزة; Bulgarian: виден, изтъкнат; Catalan: distingit; Cherokee: ᎠᏥᎸᏉᏗ; Chinese Mandarin: 卓著; Danish: anset, fremtrædende; Dutch: voortreffelijk, eminent, voornaam; Finnish: tunnettu, arvostettu; French: distingué; Galician: distinguido; German: bedeutend, hervorragend; Greek: επιφανής, διαπρεπής, εξέχων; Ancient Greek: ἀξιόλογος, διάδηλος, διαπρεπής, διαφανής, διάφορος, δόκιμος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἔνδοξος, ἔξοχος, ἐπίδηλος, ἐπικυδής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, κλεινός, λαμπρός, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόητος, περίοπτος, πρεπτός, ὑπείροχος, ὑπέροχος; Italian: emerito, distinto; Japanese: 非凡な, 特異な, 傑出した; Latin: egregius, amplus, notatus; Malayalam: വിശിഷ്ട; Maori: taiea, kairangatira, ahurei, matararahi, amaru; Polish: wybitny; Portuguese: distinto; Romanian: distinct; Russian: видный, выдающийся, именитый; Sanskrit: प्रभव; Scottish Gaelic: cliùiteach; Spanish: distinguido; Tocharian B: ṣotarye