φιλάνθρωπος

From LSJ

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλάνθρωπος Medium diacritics: φιλάνθρωπος Low diacritics: φιλάνθρωπος Capitals: ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: philánthrōpos Transliteration B: philanthrōpos Transliteration C: filanthropos Beta Code: fila/nqrwpos

English (LSJ)

φιλάνθρωπον,
A loving mankind, humane, benevolent, tender-hearted, and, in weaker sense, kind, courteous, Epich.[274]; φιλάνθρωπος καὶ φιλαθήναιος καὶ φιλόσοφος Isoc.Ep. 5.2; φιλάνθρωπος καὶ φιλόπολις Id.2.15; δημοτικὸς καὶ φιλάνθρωπος X.Mem.1.2.60; ψυχὴν φιλανθρωπότατος Id.Cyr.1.2.1; φ. δὲ παύεσθαι τρόπου, of Prometheus, A.Pr.11, cf. 28; of animals that attach themselves to men, as of dogs, gentle, X.Cyn.6.25; of horses, Id.Eq.2.3; τὸ φιλάνθρωπον, = φιλανθρωπία, Plu.Cat.Ma.3, etc.; τὸ φιλάνθρωπον καὶ μεταδοτικόν Phld.Oec.p.54J.; τὰ φιλάνθρωπα = humane treatment, τῶν φ. τυχεῖν PCair.Zen.638.13 (iii B. C.); kindnesses, Plb.10.38.3, 12.5.3, etc.
2 of the gods, loving men, Pl.Smp.189c (Sup.), Lg.713d, Plu.Num.4.
II of things, humane, humanizing, χάρις δικαία καὶ φιλάνθρωπος E.Fr.953.41; γεωργία X.Oec.19.17; ψηφίσματα Id.Vect.3.6; λόγοι D.45.4; τρόπος, in Music, Plu.2.1135c, etc.; of wines, generous, Id.Cleom.13 (Comp.), cf. 2.680b.
2 appealing to human feeling, of situations, Arist.Po.1452b38, al. (less prob., satisfying the sense of poetic justice).
3 Medic., of diet, generous, τροφὴ φιλανθρωποτέρα, opp. ὀλίγη, Gal.1.211; but of a medical treatise, popular, Id.15.551 (Comp.).
III φιλάνθρωπα, τά, concessions, grants, privileges, immunities, OGI221.14 (Ilium, iii B. C.), PCair.Zen.37.11 (iii B. C.), SIG548.3 (Delph., iii B. C.), Plb.4.26.8, UPZ162v 22, al. (ii B. C.), OGI331.42 (Pergam., ii B. C.), Epist.Jul.Caes. ap. J.AJ14.10.2, D.S.32.4, etc.; Thess. φιλάνθρουπα IG9(2).517.16 (Larissa, iii B. C.).
b sg., benefaction, endowment, gratuity, BGU1202.10 (i B. C.), Mon.Anc.Gr.9.10, etc.
c sg., letter expressing friendly feelings, PSI4.439.32, PCair.Zen.56.10 (both iii B. C.).
IV Adv., φιλανθρώπως = humanely, benevolently, philanthropically, φιλανθρώπως τινὶ κεχρῆσθαι D.19.225; φιλανθρώπως διακεῖσθαι πρός τινα = behave humanely Plb.1.68.13; φιλανθρώπως καὶ δημοτικῶς D.24.24; θεοφιλῶς καὶ φιλανθρώπως Isoc.9.43, cf. 15.132, Phld. Herc.1251.14, etc.: Sup. φιλανθρωπότατα D.24.191, D.C.69.2.
V φιλάνθρωπον, τό, = ἀπαρίνη (cleavers, goose grass), Dsc.3.90, Plin.HN24.176; φιλανθρώπειος βοτάνη in Archig. ap. Gal.12.574.

German (Pape)

[Seite 1275] menschenliebend, menschenfreundlich; τρόπος, des Prometheus, Aesch. Prom. 11. 28; milde, sanftmütig, liebreich, gütig, Plat. Conv. 189 d; Xen. Cyr. 8, 7,25; καὶ φιλόπολις, Isocr. Nic. 15, wie Plut. Lyc. 3; ἐπιστολή Dem. 19, 39, und öfter; τεύξεσθαι πάντων τῶν φιλανθρώπων ὑπὸ Ῥωμαίων Pol. 10, 38, 3, u. oft so im plur.; ἀγορά Plut. Coriol. 16; Thes. 6 u. oft, wie Luc. u. a. Sp. – Adv. φιλανθρώπως; ἔχω Isocr. 4, 29; καὶ δημοτικῶς πράττειν Dem. 24, 24; φιλανθρωπότατα ἀκοῦσαι ib. 191; τινὶ χρῆσθαι 19, 225; διακεῖσθαι πρός τινα Pol. 1, 68, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 humain, bon, bienveillant, affable ; τὸ φιλάνθρωπον c. φιλανθρωπία, ou bienfait, faveur, privilège;
2 qui plaît aux hommes, agréable;
Cp. φιλανθρωπότερος, Sp. φιλανθρωπότατος.
Étymologie: φίλος, ἄνθρωπος.

Russian (Dvoretsky)

φιλάνθρωπος:
1 человеколюбивый, благожелательный к людям, гуманный Aesch., Xen., Isocr., Plut.;
2 привязанный к человеку (αἱ κύνες Xen.);
3 благодетельный для человека (γεωργία Xen.; οἶνος Plut.);
4 любезный, приветливый (ἐπιστολή Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάνθρωπος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀγαπῶν τὸ ἀνθρώπινον γένος, εὐεργετικὰς ἔχων διαθέσεις, προσέτι, ἤπιος, ἀγαθός, εὐγενής, φιλόφρων, Ἐπίχαρμ. 125 Ahr. φ. καὶ φιλαθήναιος καὶ φιλόσοφος Ἰσοκρ. 416· φ. καὶ φιλόπολις ὁ αὐτ. 17D· δημοτικὸς καὶ φ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 60· ψυχὴν φιλανθρωπότατος ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 1. 2, 1· φ. δὲ παύεσθαι τρόπου, ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Προμ. 11, πρβλ. 28· οὕτως ἐπὶ ζῴων προσκεκολλημένων τῷ ἀνθρώπῳ μετ’ ἀγάπης καὶ ἀφοσιώσεως, οἷον ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυνηγ. 6. 25· ἐπὶ ἵππων, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 2. 3· ― τὸ φιλάνθρωπον, = φιλανθρωπία, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 3, κλπ.· οὕτω, τὰ φιλάνθρωπα, φιλάνθρωποι πράξεις ἢ διαθέσεις, Πολύβ. 10. 38, 3., 12. 5, 3, κλπ. 2) ἐπὶ τῶν θεῶν, ὁ τοὺς ἀνθρώπους ἀγαπῶν, Πλάτ. Συμπ. 189D, Νόμ. 713D, πρβλ. Πλουτ. Νουμ. 4. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ συντελῶν πρὸς εὐδαιμονίαν τοῦ ἀνθρώπου, γεωργία Ξεν. Οἰκονομ. 19. 17· ψηφίσματα ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 3. 6· λόγοι Δημ. 1102. 25· τρόπος, ἐν τῇ Μουσικῇ, Πλούτ. 1. 1135D, κλπ.· ἐπὶ οἴνου, φιλανθρωπότερον τὸν οἶνον, μικρῷ βελτίω, ὀλίγῳ καλλίτερον, ὁ αὐτ. ἐν Κλεομ. 13 (ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ), πρβλ. 5. 680Β. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., φιλανθρώπως τινὶ χρῆσθαι Δημ. 411. 10· φιλ. διακεῖσθαι πρός τινα Πολύβ. 1. 68, 13· φ. καὶ δημοτικῶς Δημ. 707. 24· θεοφιλῶς καὶ φ. Ἰσοκρ. 197C, πρβλ. περὶ Ἀντιδ. § 140· ὑπερθετ. φιλανθρωπότατα Δημ. 760. 5.

Spanish

amigo del hombre

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλάνθρωπος, -ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. πληθ. ουδ. φιλάνθρουπα Α
1. αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπό του, φιλάλληλος, αλτρουιστής
2. (για τον θεό) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους («ἐν ὀνόματι τοῦ θεοῦ τοῦ ἐλεήμονος καὶ φιλανθρώπου», πάπ)
νεοελλ.
φιλεύσπλαγχνος, ελεήμων, αγαθοεργός
αρχ.
1. πράος, αγαθός, ήπιοςΣωκράτης... φανερὸς ἦν καὶ δημοτικὸς καὶ φιλάνθρωπος ὤν», Ξεν.)
2. (για ζώο και, ιδίως, για σκύλο) ο αφοσιωμένος στον άνθρωπο
3. (για πράγμ.) αυτός που συντελεί στην ευδαιμονία του ανθρώπου
4. (για λόγο) αυτός που διαπνέεται από φιλανθρωπία, φιλανθρωπικός («ψηφίσματα φιλάνθρωπα», Ξεν.)
5. (για δίαιτα) άφθονος
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλάνθρωπον
α) η φιλανθρωπία
β) είδος φόρου στην Αίγυπτο
γ) το φυτό απαρίνη, αλλ. ομφαλόκαρπος
7. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα φιλάνθρωπα και φιλάνθρουπα
α) φιλανθρωπικές πράξεις, ευεργεσίες
β) παροχές, προνόμια, δωρεές
γ) συγχώρηση, αμνηστία.
επίρρ...
φιλανθρώπως ΝΜΑ, και φιλάνθρωπα Ν
με φιλανθρωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄνθρωπος.

Greek Monotonic

φῐλάνθρωπος: -ον, I. αυτός που αγαπά την ανθρωπότητα, ανθρώπινος, αγαθός, ευγενικός, σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για σκύλους και άλογα που αγαπούν τους ανθρώπους, ήμερος, σε Ξεν.
II. λέγεται για πράγματα, ανθρώπινο, φιλάνθρωπο, στον ίδ. κ.λπ.
III. επίρρ., φιλανθρώπως τινὶ χρῆσθαι, σε Δημ.

Middle Liddell

φῐλ-άνθρωπος, ον,
I. loving mankind, humane, benevolent, kindly, Aesch., Xen., etc.:—of dogs and horses loving men, gentle, Xen.
II. of things, humane, humanising, Xen., etc.
III. adv., φιλανθρώπως τινὶ χρῆσθαι Dem.

English (Woodhouse)

affable, amiable, beneficent, cheerful, conciliatory, considerate, courteous, friendly, gentle, humane, kind, kindly, mild

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ον amigo del hombre del Dios cristiano ὁ θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ..., φ. καὶ δημιουργός Dios todopoderoso, amigo del hombre y demiurgo C 1 2