χλιαρός
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
χλιαρά, χλιαρόν, also χλιαρός, όν Nic.Al.360; Ion. χλιερός (also in Alcm. 33.5, Sor.1.52; misspelt χλιεριον in PHolm.16.27), χλιερή, χλιερόν· (χλίω):—
A warm, lukewarm, tepid, Epich.[290]; ὕδωρ Hdt.4.181, Diocl.Fr.139, Sor.1.82; of food, Magnes 1, Cratin.125 (troch.), 143 (hex.), Ar.Ach.975 (lyr.); τὸ σῶμα ἡμῶν ἀτμίδα τινὰ χ. ἀφίησιν Arist.Pr.884b17; τὸ χλιαρὸν τὸ ἐν γλώσσῃ = the warmth of the tongue Placit.4.18.1. Adv. χλιηρῶς = at a lukewarm temperature (v.l. -ρῷ) Hp.Fist.9; καταπλάσσειν χλιηρόν ibid.
2 of persons, lukewarm, Apoc.3.16. [ῑ in Com. ll. cc.; but ῐ in Epich. l. c., Alcm. l. c.]
German (Pape)
[Seite 1358] ion. χλιερός, warm, lau; ὕδωρ Her. 4, 181; Ar. Lys. 386; λουτρά D. Sic. 1, 84; Magnes bei Ath. XIV, 646 e, vgl. III, 123, erwärmt, erweicht. – Adv., Hippocr. – [Ι ist meist lang, aber auch kurz, Nic. Al. 360 u. bei Ath. III, 126 c.]
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 tiède, d'une chaleur douce;
2 mou, efféminé.
Étymologie: χλίω.
Russian (Dvoretsky)
χλῑᾰρός: теплый, тепловатый (ὕδωρ Her.; ἀτμίς Arst.; τὰ πηγαῖα τῶν ὑδάτων Plut.; λουτρά Diod.): τὰ χλιαρὰ κατεσθίειν Arph. есть теплые кушанья; χ. καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός погов. NT теплый, ни горячий, ни холодный, т. е. равнодушный.
Greek (Liddell-Scott)
χλιᾰρός: -ά, -όν, Ἰων χλιερός, ή, όν, καὶ ός, όν, Νικ. Ἀλεξιφάρμ. 360 (χλίω) - ὡς καὶ νῦν ὑπόθερμος, «χλιός», Λατ. tepidus, Ἐπίχαρμ. 91b Ahr.· χλιαρὸν ὕδωρ Ἡρόδ. 4. 181· ἐπὶ ἐδεσμάτων, ταγηνίας.. χλιαροὺς Μάγνης ἐν «Διονύσῳ» 2, Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 8, ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 11, Ἀριστοφ. Ἀχ. 975· τὸ σῶμα ἡμῶν ἀτμίδα χλιαρὰν ἀφίησιν Ἀριστ. Προβλ. 5. 36. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἱππ. 890Α. 2) ἐπὶ ἀνθρώπου, οἶδά σου τὰ ἔργα.. οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ψυχρὸς Ἀποκάλυψ. Ἰωάννου κεφ. γ΄, στ. 15 καὶ 16· οὕτω, τὸ χλ. τὸ ἐν γλώσσῃ Πλούτ. 2. 902Α. (Πρβλ. λιαρός.) [ῑ ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις τῶν κωμικῶν· ἀλλὰ ῐ παρ’ Ἐπιχ. (;) ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀλκμὰν 17· πρβλ. χλιαίνω.].
English (Slater)
χλιαρός, v. χλοαρός. (P. 9.38)
English (Strong)
from chlio (to warm); tepid: lukewarm.
English (Thayer)
(χλίω, to become warm, liquefy, melt), tepid, lukewarm: metaphorically, of the condition of a soul wretchedly fluctuating between a torpor and a fervor of love, Herodotus, Pindar, Diodorus, Plutarch, Athen., Geoponica.)
Greek Monolingual
-ή, -ό / χλιαρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, και ιων. τ. χλιερός, -ή, -όν, Α
1. (ιδίως για υγρό) λίγο θερμός, υπόθερμος (α. «το νερό της θάλασσας είναι σήμερα χλιαρό» β. «καὶ πίειν ὕδωρ διπλάσιον χλιαρόν», Επίχ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) αδιάφορος (α. «η στάση του στο θέμα αυτό ήταν μάλλον χλιαρή» β. «οἶδά σου τὰ ἔργα... οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός», ΚΔ)
νεοελλ.
μτφ. άτονος («χλιαρή αντίσταση»).
επίρρ...
χλιαρώς / χλιαρῶς,ΝΜΑ, και χλιαρά Ν, και ιων. τ. χλιηρῶς Α
κατά τρόπο χλιαρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλιαίνω.
Greek Monotonic
χλῑᾰρός: -ά, -όν, Ιων. χλιερός, -ή, -όν (χλίω)·
1. ζεστός, χλιαρός, Λατ. tepidus, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. λέγεται για ανθρώπους, χλιαρός, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
χλῑᾰρός, ή, όν χλίω
1. warm, lukewarm, Lat. tepidus, Hdt., Ar.
2. of persons, lukewarm, NTest.
Chinese
原文音譯:cliarÒj 赫利阿羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:溫水
字義溯源:溫水,微溫的,溫的,不太熱心的;源自(χλιαρός)X*=暖)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 溫的(1) 啓3:16
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό χλίω (=εἶμαι θερμός, ζῶ ἄσωτα), ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: χλιαίνω (=ζεσταίνω), χλίανσις, χλίασμα, χλιάω, χλιδή (=μαλθακότητα, πολυτέλεια, ἀλαζονεία), χλιδανός (=τρυφερός), χλιδάω (=εἶμαι λεπτός).