ἀκόρεστος
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
ἀκόρεστον, (κορέννυμι)
A = ἀκόρητος, insatiable, insatiate, αὐάτα Lyr.Adesp. 123, Trag. in lyr. passages, A.Ag.1002, E.Heracl.927: c. gen., αἰχμᾶς ἀκόρεστος = insatiable in battle A.Pers.998, cf. Eus.Mynd.1. Adv. ἀκορέστως = insatiably, ὀπυίεσθαι AP10.56 (Pall.), cf. Eun.VSp.456B.; ἀ. ὕδατος ἔχειν Gp.15.9.2, cf. Them.Or. 24.304d.
2 of things, unceasing, οἰζύς A.Ag.756; οἰμωγά S.El. 123; νείκη E.Med.638: Sup., γόοις A.Pers.545.
II Act., not causing surfeit, Id.Ag.1331; φιλία X.Smp.8.15 (Comp.); τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν = success is something for which humanity is insatiatable Aeschylus, Agamemnon, 1331.
Spanish (DGE)
-ον
I 1insaciable de pers. αἰχμῆς ἀ. insaciable de batallas A.Pers.999, ἀ. θεατής Ach.Tat.5.1.4, de cosas y abstractos αὐάτα Lyr.Adesp.55, φρόνημα ψυχά τ' ἀκόρεστος E.Heracl.927, ὑγιείας ἀκόρεστον τέρμα A.A.1002, ἐπιθυμία Ph.2.377, Eus.Mynd.1, αἴσθησις Ph.1.488, αἱ γαστρὸς ἡδοναί Ph.1.116, πόθος 1Ep.Clem.2.2.
2 que no cesa, interminable οἰζύς A.A.756, οἰμωγά S.El.123, γόοι A.Pers.545, νείκη E.Med.638, ὀργαί Cratin.248.
II que no produce hartazgo τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν A.A.1331, φιλία X.Smp.8.15, ποθεινὸν γὰρ ἀεὶ τὸ ἀκόρεστον Ach.Tat.2.36.1.
III adv. ἀκορέστως = insaciablemente ὀπυίεσθαι AP 10.56 (Pall.)
•c. gen. ἀκορέστως ὕδατος ἔχειν Gp.15.9.2, cf. Eun.VS 456, ἀκορέστως ἔχοντες τῶν παλαιῶν λόγων Them.Or.24.304d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. insatiable de, gén. ; abs. ἀκόρεστος οἰμωγά SOPH gémissements qui ne se rassasient pas, càd incessants, sans fin;
II. qui ne cause aucune satiété.
Étymologie: ἀ, κορέννυμι.
German (Pape)
ungesättigt, unersättlich, αἰχμῆς, im Speerkampf, Aesch. Pers. 690; τύχη, unerschöpflich, Ag. 1462; ὀϊζύς 733; γόοι ἀκορεστότατοι Pers. 537; νείκη Eur. Med. 639; Plut.; aber Aesch. Ag. 1304 τὸ μὲν εὖ πράττειν ἀκ. ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν, nicht sättigend, man wird dessen nicht überdrüssig, vgl. φιλία Xen. Symp. 8.15.
• Adv. ἀκορέστως, Pallad. 5 (X. 56).
Russian (Dvoretsky)
ἀκόρεστος:
1 ненасытный, неутомимый (τινος Aesch., Plut.);
2 беспрестанный, нескончаемый (ἀτηρὰ τύχη Aesch.; οἰμωγά Soph.; νείκη Eur.);
3 никогда не насыщающий: τὸ εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν Aesch. счастье никогда никому не приедается.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόρεστος: -ον, (κορέννυμι), Ἀττ. ἀντί ἀκόρητος, ἀχόρταστος, Τραγ. ἐν λυρ. χωρίοις (ἴδε ἀκόρετος)· μ. γεν. αἰχμᾶς ἀκόρεστος, Αἰσχυλ. Πέρσ. 999: - ὁ τύπος ὁ παρὰ Σοφ. Ο. Κ. 120· (ὁ πάντων ἀκορέστατος, πλεῖστον ὅσον ἀκόρεστος, αὐθαδέστατος), ἢ εἶναι κατά συγκοπ. ἀντί τοῦ ἀκορεστότατος (πρβλ. μέσσατος, νέατος), ἢ εἶναι τὸ ὑπερθ. τοῦ ἀκορής, (λέξεως ἀναφερομένης ὑπὸ Ἡσυχίου ἐν λ. ἀγκορές, και ἐν χρήσει παρὰ Θεμιστ. Λογ. 90D.). 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀκόρεστος, ἄπληστος, ἄπαυστος, οἰζύς, Αἰσχυλ. Ἀγ. 756· οἰμωγά, Σοφ. Ἠλ. 123· νείκη, Εὐρ. Μήδ. 638· γόοις ἀκορέστοις (ὡς ὁ Ἕρμαννος ἀντὶ -τοτάτοις), Αἰσχύλ. Πέρσ. 545. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ παρέχων κόρον, Αἰσχυλ. Ἀγ. 1331. 2) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς χορτασμόν, φιλία, Ξεν. Συμπ. 8. 15.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκόρεστος, -ον) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να χορτάσει, ο αχόρταγος
«ἀκόρεστος φιλοδοξία»
«αἰχμᾱς ἀκόρεστον» (Αισχ.), «ἀκόρεστος φιλία» (Ξεν.)
αρχ.
1. εκείνος που δεν προκαλεί κόρο, που δεν τον χορταίνουμε
«τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾱσι βροτοῖσιν» (Αισχ.)
2. ο ασταμάτητος, ο ακατάπαυστος
«ἀκόρεστον οἰμωγὰν» (Σοφ.)
3. «ακόρεστες ενώσεις» Χημ.
οργανικές ενώσεις οι οποίες περιέχουν στο μόριο τους διπλούς ή και τριπλούς δεσμούς μεταξύ ατόμων άνθρακα, π.χ. αιθυλένιο, ακετυλένιο κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κορέννυμι.
ΠΑΡ. μσν. ἀκορεστία, ἀκορεσταίνω].
Greek Monotonic
ἀκόρεστος: -ον (κορέννυμι), Αττ. αντί ἀκόρητος,
I. 1. αχόρταγος, σε Τραγ.· με γεν., αχόρταγος, άπληστος σε κάτι, σε Αισχύλ.· σε Σοφ. πάντων ἀκορέστατος, ο πιο αχόρταγος, απληστότατος, αυθαδέστατος, η λέξη είναι είτε συγκοπτ. αντί ἀκορεστότατος ή υπερθ. του ἀκορής, -ές = ἀκόρεστος.
2. λέγεται για πράγματα, άπληστος, συνεχής, αδιάκοπος, Λατ. improbus, σε Τραγ.
II. 1. Ενεργ., όχι χορταστικός, σε Αισχύλ.
2. αυτός που δεν υπόκειται σε κορεσμό, σε χόρτασμα, φιλία, σε Ξεν.
Middle Liddell
κορέννυμι Attic for ἀκόρητος
I. insatiate, Trag.; c. gen. insatiate in a thing, Aesch.:—in Soph. (πάντων ἀκορέστατος, most insatiate, most shameless), the word is either sync. for ἀκορεστότατος, or Sup. of ἀκορής, = ἀκόρεστος.
2. of things,
I. insatiate, unceasing, Lat. improbus, Trag.
II. act. not satiating, Aesch.
2. not liable to surfeit, φιλία Xen.
Mantoulidis Etymological
(=ἀχόρταγος). Ἀπό τό α στερητ. + κορέννυμι. Δές για περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κορέννυμι.
Translations
insatiable
Armenian: անկուշտ; Bulgarian: ненаситен; Catalan: insaciable; Chinese Mandarin: 無法滿足的, 无法满足的, 貪得無厭的, 贪得无厌的, 貪心, 贪心; Czech: neukojitelný; Danish: umættelig; Dutch: onverzadigbaar; Esperanto: nesatigebla; Finnish: tyydyttämätön, kyltymätön; French: insatiable; Galician: insaciable, insaciábel; Georgian: გაუმაძღარი; German: unersättlich; Greek: ακόρεστος, ανεχόρταγος, ανικανοποίητος, αξεδίψαστος, άπληστος, αχόρταγος, αχόρταστος; Ancient Greek: ἄατος, ἆτος, ἄβαρτος, ἄβορος, ἀεικενός, ἀκόρεστος, ἀκόρετος, ἀκορής, ἀκόρητος, ἄμαργος, ἄναλτος, ἄπαυστος, ἄπλειστος, ἀπλήμων, ἀπληστόκορος, ἄπληστος, ἀχόρταστος, δυσχαλίνωτος; Hungarian: telhetetlen, kielégíthetetlen; Italian: insaziabile, incontentabile; Japanese: 飽くことを知らない; Latin: insatiabilis; Lithuanian: nepasotinamas; Norwegian: umettelig; Polish: nienasycony; Portuguese: insaciável; Russian: ненасытный; Sanskrit: असिन्व; Serbo-Croatian Cyrillic: незаја̀жљив; Roman: nezajàžljiv; Spanish: insaciable; Swedish: omättlig; Tocharian B: ontsoytte; Ukrainian: ненаситний