ἐσχάρα
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
English (LSJ)
Ion. ἐσχάρη [ᾰ], ἡ, Ep. gen. and dat. ἐσχαρόφιν (ἀπ' ἐσχ- Od.7.169,
A ἐπ' ἐσχ- 5.59, 19.389):—hearth, fire-place, like ἑστία, Hom. (esp. in Od.), ἡ μὲν ἐπ' ἐσχάρῃ ἧστο Od.6.52; ἧσται ἐπ' ἐσχάρῃ ἐν πυρὸς αὐγῇ ib.305; of suppliants, ἕζετ' ἐπ' ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσι 7.153.
2 pan of coals, brazier, Ar.Ach.888, V.938, cf. Poll.10.94, 95.
3 Τρώων πυρὸς ἐσχάραι watch-fires of the camp, Il.10.418.
II sacrificial hearth (hollowed out in the ground and so distinct from βωμός, structural altar, St.Byz. s.v. βωμοί, Phot.; used especially in heroworship, Neanth.7J.), Od.14.420, S.Ant.1016: but freq. used generally, altar of burnt-offering, πρὸς ἐσχάραν Φοίβου A.Pers.205; ἐπ' ἐσχάρᾳ πυρός Id.Eu.108; ἡμένας ἐπ' ἐσχάραις ib.806; Πυθική E.Andr. 1240; at Eleusis, D.59.116, cf. Lycurg.Fr.37; Ἡρακλειδῶν ἐ. IG2.1658 (iv B.C.); so βώμιοι ἐσχάραι structured altars, E.Ph.274; sometimes movable, X.Cyr.8.3.12, Callix.2, PCair.Zen.13 (iii B.C.).
III fire-stick (bored with the τρύπανον, q.v.), Thphr. HP 5.9.7, Ign. 64.
IV platform, stand, basis, Ph.Bel.92.13, Ath.Mech.32.10, Vitr.10.11.9.
2 grating, LXX Ex.27.4, al.
V Medic., scab, eschar on a wound caused by burning or otherwise, τὰς ἐκπτώσιας τῶν ἐ. Hp.Art.11, cf. Pl.Com.184.4, Arist.Pr.863a12, Dsc.1.56, Gal.10.315, etc.
VI in plural ἐσχάραι, = labia, vaginal lips, τὰ χείλη τῶν γυναικείων αἰδοίων, Ar.Eq. 1286.
German (Pape)
[Seite 1045] ἡ (die Ableitung war schon den Alten zweifelhaft), ion. ἐσχάρη, ep. gen. u. dat. ἀπ' ἐσχα ρόφιν, ἐπ' ἐσχαρόφιν, 1) der Heerd im Hause, nach den alten Erkl. nicht so hoch wie die ἑστία, ἀλλ' ἐπὶ τῆς γῆς ἱδρυμένη κοίλη, od. nach Apoll. Lex. H. βωμὸς ἰσόπεδος οὐδ' ἐκ λίθων ὑψωμένος (vgl. βωμός); er dient zur Erwärmung (Kamin), Od. 6, 305, zur Opferstelle, 14, 420, u. an ihm fanden die Schutzflehenden eine Freistätte, καθέζετο ἐπ' ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσι Od. 7, 153. 160. 169, auf dem Heerde in der Asche sitzen. – Übh. Brandstelle, Τρώων πυρὸς ἐσχάραι, die Brandstellen im troischen Lager, Il. 10, 418. – Bei den Tragg. oft der Opferaltar, u. zwar bes. zu Brandopfern; Porphyr. antr. Nymph. bezieht ἐσχάρα auf die θεοὶ χθόνιοι καὶ ἥρωες, die βωμοί auf die olympischen Götter, βόθροι auf die unterirdischen, vgl. Poll. 1, 8; πρὸς ἐσχάραν Φοίβου Aesch. Pers. 201; ἐπ' ἐσχάρᾳ πυρὸς ἔθυον Eum. 108; ἁγναὶ δυεῖν θεαῖν ἐσχ. Eur. Suppl. 33 u. öfter; Soph. unterscheidet βωμοὶ ἐσχάραι τε παντελεῖς, Ant. 1003; frg. 36 βωμιαῖον ἐσχάραν λαβών, wie Eur. Phoen. 274. Selten in Prosa, wie Dem. 59, 116 (in Neaer.). – 2) Übh. eine Unterlage, Gestell, Rost, um Feuer oder Kohlen darauf zu legen, vgl. Ar. ἐξενέγκατε τὴν ἐσχάραν μοι δεῦρο καὶ τὴν ῥιπίδα, Ach. 888; Vesp. 938; Xen. Cyr. 8, 3, 12; einzeln bei Sp., κρεηδόκος Philp. 13 (v I, 101), vgl. Poll. 10, 101. 104. – 31 bei Ar. Eq. 1283 nach dem Schol. τὰ χείλη τῶν γυναικείων αἰδοίων, u. ä. auch Eust. – 41 der Schorf auf einer Brandstelle u. eine Wunde übh., B. A. 257 τὰ κοῖλα ἕλκη καὶ περιφερῆ; Arist. probl. 1, 32, Medic. oft. – 5) in den Fragmenten des Archipp. bei Ath. III, 86 c sind ἐσχάραι als Schaalthiere aufgeführt, wo Dindorf ἔσχαροι ändern will.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. foyer, autel domestique et sanctuaire pour les suppliants, particul. autel pour les sacrifices;
II. p. ext.
1 foyer, brasier en gén. ; particul. feu de bivouac;
2 réchaud.
Étymologie: DELG vieux mot religieux et techn., sans étym.
Russian (Dvoretsky)
ἐσχάρα: (χᾰ) ἡ
1 очаг (πῦρ ἐπ᾽ ἐσχαρόφιν καίετο Hom.; πρὸς ἐσχάρᾳ καθήμενος Plut.);
2 жаровня (τὴν ἐσχάραν ἐκφέρειν τινί Arph.; πῦρ ἐπ᾽ ἐσχάρας φέρειν Xen.);
3 костер, сторожевой огонь: Τρώων πυρὸς ἐσχάραι Hom. сторожевые огни троянцев;
4 жертвенник (Φοίβου Aesch.; Διός Eur.; βωμοὶ ἐσχάραι τε Soph.): ἐ. βώμιος Eur. или βωμιαῖος Soph. (v.l.) жертвенник-алтарь (т. е. жертвенник со ступенями);
5 pl. Arph. = labra pudendorum;
6 мед. струп (на месте ожога) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχάρα: Ἰωνικ. άρη ᾰ, ἡ, Ἐπικ. γεν. καὶ δοτ. ἐσχαρόφιν (ἀπ᾿ ἐσχ- Ὀδ. Η. 169· ἐπ᾿ ἐσχ- Ε. 59, Τ. 389). Ὁ τόπος ἐφ᾿ ᾧ τὸ πῦρ καίεται, ἑστία, «γωνιά», Ὅμ. (μάλιστα ἐν Ὀδ.), ἡ μὲν ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἧστο, ἐκάθητο πλησίον τῆς ἑστίας, Ὀδ. Ζ. 52· ἧσται ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἐν πυρὸς αὐγῇ αὐτόθι 305· ὡς τόπος ἐφεστίου πυρός, ἔνθα κατέφευγον οἱ ἱκέται ζητοῦντες ἄσυλον, καθέζετο ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν, παρὰ τὴν ἑστίαν (ἴδε Εὐστ. ἐν τόπῳ), Ὀδ. Η. 153, πρβλ. 160, 169, Τ. 389· ἐν χρήσει πρὸς παρασκευὴν φαγητῶν, Υ. 123· πρὸς καῦσιν εὐωδῶν ξύλων ἢ θυμιαμάτων, Ε. 59· ἐνίοτε δὲ ἦτο κινητή, εἶδος πυραύνου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 888, Σφ. 938· πρβλ. Πολυδ. Γ. 94, 95, Βεκκήρου Χαρικλ. 1. σ. 205. 2) Τρώων πυρὸς ἐσχάραι, πυρὰ στρατευμάτων ἐν καιρῷ πολέμου, Ἰλ. Κ. 418. ΙΙ. θυτικὴ ἐσχάρα, βωμὸς πρὸς προσφορὰν ὁλοκαυτωμάτων, διακρινομένη ὅμως ἀπὸ τοῦ γενικωτέρου βωμός, ὡς τὸ Λατ. altare ἀπὸ τοῦ ara «βωμὸς ἰσόπεδος» (Ἀπολλ. Λεξ.), «βωμοῦ δὲ διαφέρει ἐσχάρα, καθότι ὁ μὲν ὑπερέστηκεν, ἡ δὲ πρόσγειός ἐστι» (Εὐστ. 1575. 40), Ὀδ. Ξ. 420, ἴδε Σοφ. Ἀντ. 1016· πρὸς ἐσχάραν Φοίβου Αἰσχύλ. Πέρσ. 205· ἐπ᾿ ἐσχάρᾳ πυρὸς ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 108· ἡμένας ἐπ᾿ ἐσχάραις αὐτόθι 806· Πυθική, Διός, θεῶν Εὐρ. Ἀνδρ. 1241. 41, κτλ., πρβλ. Δημ. 1385. 2· ἐνίοτε κινητή, καὶ πῦρ ὄπισθεν αὐτοῦ ἐπ᾿ ἐσχάρας μεγάλης ἄνδρες εἵποντο φέροντες Ξεν. Κύρ. 8. 3, 12,· Καλλίξ. παρ᾿ Ἀθην. 202Β· ἐσχ. βωμιαῖος Σοφ. Ἀποσπ. 36· βώμιος Εὐρ. Φοίν. 274. ΙΙΙ. μέσον πρὸς παραγωγὴν πυρός, οἷον ξηρὸν ξύλον, προσάναμμα, «δᾳδί», κτλ., ὡς τὸ πυρεῖον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 7, περὶ Πυρὸς 64. IV. πᾶσα βάσις, ἐφ᾿ ἧς στηρίζεταί τι, ὡς τὸ βωμός, Vitruv. 10. 11, 9. V. παρ᾿ Ἰατρ. ἐσχάρωμα, «κακάδι», ὅπερ σχηματίζεται ἐπὶ καυτηριασθέντος ἕλκους, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788, κτλ., Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 2, Ἀριστ. Προβλ. 1. 32, πρβλ. Ἁρποκρ., Σουΐδ., καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει. VI. μαγειρικὸν ἐργαλεῖον ὡς καὶ νῦν, ἐσχάρην κρεηδόκον Ἀνθ. Π. 101· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. VII. ἐν τῷ πληθ., = τὰ χείλη τῶν γυναικείων αἰδοίων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1283 (1286), Σουΐδ.
Spanish
Greek Monolingual
η
βλ. σχάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με το αρχ. σλαβ. iskra «σπίθα». Σχηματισμός σε -ρᾱ (κατά τα τέφ-ρᾱ, χώ-ρᾱ). Νεοελλ. εσχάρα, σχάρα, σκάρα.
ΠΑΡ. εσχαρείον, εσχαρεύς, εσχαρεών, εσχάριον, εσχάριος, εσχαρίς, εσχαρίτης, εσχαρόομαι, έσχαρος, εσχαρών].
Greek Monotonic
ἐσχάρα: Ιων. -άρη[ᾰ], ἡ, Επικ. γεν. και δοτ. ἐσχαρόφιν·
I. 1. εστία, τζάκι, σε Όμηρ.· άσυλο ικετών, καθέζετο ἐπ' ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν, σε Ομήρ. Οδ.· μαγκάλι με κάρβουνα, χάλκωμα που λειτουργεί με κάρβουνο, σε Αριστοφ.
2. πυρὸς ἐσχάραι, οι φωτιές που ανάβουν στο στρατόπεδο, σε καιρό πολέμου, φωτιές επαγρύπνησης, περιφρούρησης, σε Ομήρ. Ιλ.
II. βωμός για ολοκαυτώματα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: hearth, house-, sacrificing hearth (Il.), metaph. platform, stand (Ph. Bel. u. a.), in medicin. language scab, eschar on a wound by burning (Hp., Arist.).
Other forms: Ion. -ρη
Dialectal forms: Myc. ekara.
Derivatives: ἐσχαρίς, -ίδος pan of coals, brazier (Com., Plu.) with -ίδιον (Delos IIIa), ἐσχάριον id. (Ar.), also platform, stand (Plb.) beside ἐσχαρεῖον id. (Attica); ἐσχαρ(ε)ών hearth place (Delos IVa, Theoc.; after the place indications in -(ε)ών, Chantraine Formation 164); ἐσχαρεύς ships cook (Poll.; vgl. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 83); ἐσχαρίτης (ἄρτος) bread baked over the fire (Com., LXX; s. Redard Les noms grecs en -της 89). ἐσχάριος belonging to the hearth (AP). Unclear ἐσχάρινθον name of a dance in Sparta (Poll.) As medicinal t. term basis of the denomin. ἐσχαρόομαι form an ἐσχάρα (eschar) with ἐσχάρωσις, -ωμα, -ωτικός; in the same sphere also ἐσχαρώδης (Poll., Gal.). - To ἔσχαρος fish-name s. v.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation in -ρα (like χώρα, τέφρα), but without cognate. Prellwitz connected OCS iskra spark (with ἑστία, Solmsen Unt. 218), what Vasmer Russ. et. Wb. s. v. rejects. Other unconvincing attempts in Bq, in W.-Hofmann s. cartibulum and in Deroy Revue Belge de phil. 26, 529ff. - Furnée 376 points out that σχάρα (Gloss.) may have lost the first vowel secondarily. As there is no cognate and as an IE protoform can hardly be posited, the word will be Pre-Greek.
Middle Liddell
I. the hearth, fire-place, Hom.; the sanctuary of suppliants, καθέζετο ἐπ' ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν Od.:— a pan of coals, a brasier, Ar.
2. πυρὸς ἐσχάραι the watch-fires of the camp, Il.
II. an altar for burnt-offerings, Od., Soph.
Frisk Etymology German
ἐσχάρα: {eskhárā}
Forms: ion. -ρη
Grammar: f.
Meaning: Herd, Hausherd, Opferherd (seit Il.), übertr. Gerüst, Gestell (Ph. Bel. u. a.), in medizin. Sprache Schorf auf einer Brandwunde (Hp., Arist. usw.).
Derivative: Davon ἐσχαρίς, -ίδος Kohlenbecken (Kom., Plu. u. a.) mit -ίδιον (Delos IIIa), ἐσχάριον ib. (Ar.), auch Gerüst, Gestell (Plb. u. a.) neben ἐσχαρεῖον ib. (Attika); ἐσχαρ(ε)ών Herdstelle (Delos IVa, Theok. u. a.; nach den Ortsbezeichnungen auf -(ε)ών, Chantraine Formation 164); ἐσχαρεύς Schiffskoch (Poll.; vgl. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 83); ἐσχαρίτης (ἄρτος) Brot das über dem Feuer gebacken wird (Kom., LXX u. a.; s. Redard Les noms grecs en -της 89); unklar ἐσχάρινθον N. eines Tanzes in Sparta (Poll.); ἐσχάριος zum Herd gehörig (AP).
Etymology: Als medizinischer Fachausdruck Grundlage vom Denominativum ἐσχαρόομαι [[eine ἐσχάρα bilden]] mit ἐσχάρωσις, -ωμα, -ωτικός; zur selben Bedeutungssphäre auch ἐσχαρώδης (Poll., Gal.). — Zu ἔσχαρος Fischname s. bes. Bildung auf -ρα (wie χώρα, τέφρα u. a.), aber ohne annehmbare Anknüpfung. Von Prellwitz mit aksl. iskra Funke verglichen (wozu nach Solmsen Unt. 218 auch ἑστία), was von Vasmer Russ. et. Wb. s. v. abgelehnt wird. Andere, noch weniger überzeugende Versuche bei Bq, bei W.-Hofmann s. cartibulum und bei Deroy Revue Belge de phil. 26, 529ff.
Page 1,577
English (Woodhouse)
Léxico de magia
ἡ fuego del hogar como advoc. de Selene ἐ. πυρουμένη, σκότος, βυθός, φλόξ, ... εἰσῆλθας; fuego encendido, oscuridad, abismo, llama, ¿has venido? P IV 2337
Translations
brazier
Arabic: مَجْمَرَة, مِنْقَل; Egyptian Arabic: مجمرة, شورية; Moroccan Arabic: مجمر; Bulgarian: мангал; Chinese Mandarin: 火盆; Dutch: kolenbekken, vuurbekken, stoof, komfoor; French: brasier; Galician: braseiro; German: Feuerschale; Greek: πύραυνος, φουφού, μαγκάλι; Ancient Greek: αἴθρανος, ἀνδράχλη, ἀνθράκιον, ἄρουλα, βαῦνος, ἔμπυρον, ἐσχάρα, ἐσχάρη, ἐσχάριον, ἐσχαρίς, θέρμαυστρον, θέρμαυστρος, περίπυρον, πύραυνος, πύραυνον, πυρεῖον; Hindi: अंगीठी, अँगीठी; Italian: braciere; Japanese: 火鉢; Korean: 화로; Kurdish Northern Kurdish: agirdank; Latin: vatillum, foculus; Middle English: chaufour; Polish: koksownik, koksiak; Portuguese: braseiro; Romanian: vas pentru jeratic; Russian: жаровня, мангал; Spanish: brasero; Turkish: korluk, mangal; Urdu: انگیٹھی; Walloon: tocoe